Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΙΩΠΗΣ




ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΙΩΠΗΣ*

 


   Εἶναι δῶρο Θεοῦ ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶναι προτιμότερο νὰ σιωπᾶ. Τὸ νὰ σιωποῦμε ὅπου καὶ ὅταν χρειάζεται εἶναι μεγάλη ἀρετή, λησμονημένη ἀπ’ τοὺς πολλούς. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος διακρίνεται γιὰ τὴν φλυαρία του, τὴν πολυλογία του, τὴν καυχησιολογία του, τὴν μεγαλορρημοσύνη του, τὴν ἀθυροστομία του, τὴν μεμψιμοιρία του, τὴν ἱεροκατηγορία του. Ἔχει τάση νὰ ὁμιλεῖ συνεχῶς γιὰ ὅλα τὰ θέματα, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἐλέγχει πάντοτε αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκ τῶν ὑστέρων μετανοεῖ γιὰ πολλά, ἰδίως ὅταν πληγώνει συνανθρώπους του. Ἀλλὰ τὸ κακὸ ἔχει ἤδη γίνει. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ ἀποφευχθεῖ, ἂν συγκρατοῦσε τὴν γλῶσσα του.

   Ὁ Ξενοκράτης, μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος καὶ διευθυντὴς τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνος, ὅταν κάποτε ρωτήθηκε γιατὶ ἦταν ὁ μόνος ποὺ δὲν εἶπε τίποτε ἀνάμεσα σὲ τόσους ἄλλους ποὺ μίλησαν καὶ εἶπαν πολλά, ἀπήντησε. «Πολλάκις μετεμελήθην ὡς λαλήσας καὶ οὐδέποτε ὡς σιωπήσας». Βεβαίως τὸ λόγιο τοῦ Ξενοκράτη, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι σοφό, δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἰσχύ, διότι ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ μεταμελούμεθα γιὰ τὸ ὅτι δὲν μιλήσαμε. Ἰδίως ὅταν χρειάζεται νὰ δώσουμε μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν τὴν δίνουμε, διαπράττουμε βαρύτατο ἁμάρτημα. Ὁ ἅγιος Θεὸς ζητεῖ νὰ τὸν ὁμολογοῦμε. Νὰ θυμηθοῦμε τὸν ψαλμικὸ στίχο: «ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλ. ριε΄ [115] 1). Νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν θεῖο Παῦλο, τότε ποὺ ὁ φτερωτὸς Ἀπόστολος ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Κόρινθο: «μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς» (Πράξ. ιη΄ 9). Ἔχει ὅμως τὴν ἀξία της ἡ εὔστοχη ἀπάντηση τοῦ Ξενοκράτη, διότι σὲ ἅλλες περιπτώσεις μετανοοῦμε ἐπειδὴ μιλήσαμε, ἐνῶ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποφύγουμε τὸν σκόπελο, ἂν σιωπούσαμε. Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς παρακαλοῦσε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ τοῦ βάλει χαλινάρι στὸ στόμα του, γιὰ νὰ μὴν ἐκστομίζει λόγια προπετῆ: «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» (Ψαλ. ρμ΄ [140] 3).

   Πράγματι· ὅσοι δὲν μάθαμε νά χαλιναγωγοῦμε τὴν γλῶσσα μας ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν σιωπή. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὡς ἐμπειρότατος πνευματικὸς καθοδηγός, συνιστᾶ, ὅταν μᾶς φεύγουν ἄπρεπα λόγια καὶ ὕβρεις κατὰ τοῦ πλησίον· ὅταν μᾶς φεύγουν ψεύδη ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα, νὰ σωφρονιζώμεθα διὰ τῆς ἐπιβολῆς τῆς σιωπῆς ὡς κανόνα. Διότι ἡ σιωπὴ μᾶς βοηθεῖ νὰ λησμονήσουμε ὅλες αὐτὲς τὶς κακὲς συνήθειες καὶ νὰ καλλιεργήσουμε στὴν θέση τους ἀντίστοιχες ἀρετές (ΕΠΕ 8, 249 καὶ 257).

   Πόσο ὡραῖο πρᾶγμα εἶναι μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας νὰ ἀσκούμεθα στὸ ἀγώνισμα τῆς σιωπῆς! Γιὰ νὰ στρέφουμε τὸν φακὸ τῆς προσοχῆς μας στὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ νὰ ἐπιμελούμεθα τὸν πνευματικό μας καταρτισμό! Ὅταν δὲν ἐρωτώμεθα, νὰ σιωποῦμε. Ὅταν ἐρωτῶνται ἄλλοι, νὰ κλείνουμε τὸ στόμα μας καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε. Ὅταν μιλοῦν μεγαλύτεροι, σοφώτεροι καὶ ἐμπειρότεροι, νὰ μαθητεύουμε «παρὰ τοὺς πόδας των». Ὅταν οἱ ἄλλοι εἶναι θυμωμένοι, νὰ μὴ βιαζώμεθα νὰ τοὺς παρατηρήσουμε. Ἢ ὅταν ἐμεῖς εἴμεθα θυμωμένοι, νὰ ἀναβάλλουμε νὰ μιλήσουμε. Ὅταν εὑρισκώμεθα πλάϊ σὲ πονεμένους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τοὺς κούραζαν τὰ πολλὰ λόγια μας, νὰ ἐκδηλώνουμε σιωπηλὰ τὴν συμπαράσταση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν στοργή μας. Ὅταν μᾶς κάνουν ἀδιάκριτες ἐρωτήσεις, νὰ μὴν ἱκανοποιοῦμε τὴν ἁμαρτωλὴ περιέργειά τους. Οὔτε κι ἐμεῖς νὰ ἀναμειγνυώμεθα σὲ ξένες ὑποθέσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ διατυπώσουμε γνῶμες καὶ νὰ ἐκφέρουμε κρίσεις. Ὅταν τὰ λόγια μας θὰ πέσουν ὡς μαργαρίτες «ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. ζ΄ 6), νὰ προτιμοῦμε τὴν σιωπή, γιὰ νὰ μὴ τοὺς δίνουμε ἀφορμὴ νὰ βλασφημοῦν τὸ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν συκοφαντούμεθα ὡς Χριστιανοὶ ἢ διωκώμεθα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ γινώμεθα μιμητὲς τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ δεχώμεθα σιωπηλὰ τὸν ὀνειδισμὸ λέγοντας στὸν ἑαυτό μας: «Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ» (Ψαλ. λζ΄ [37] 14).

   Ἀλήθεια, πόσο εὐλογημένη ἀρετὴ εἶναι ἡ σιωπή! Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τὴν ἔχουν ὑψίθρονη στὴν καρδιά τους. Κατανοοῦν τὸ μεγαλεῖο της. Ἐκτιμοῦν τὴν χρησιμότητά της. Τὴν ἀγαποῦν περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὴν ζωή τους. Βλέπουν ἐπάνω στὰ πράγματα ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι χρυσάφι. Εἶναι σχολεῖο, ποὺ τοὺς διδάσκει πολλά. Τοὺς μαθαίνει νὰ μὴ δαπανοῦν ὅλο τὸν χρόνο τους σὲ ἄσκοπες συζητήσεις καὶ διαχύσεις, νὰ μὴ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, νὰ μὴ πλησιάζουν ὅπου ἀκούονται φωνές, διαπληκτισμοί, μάχες καὶ ἔριδες, ἀλλὰ νὰ προτιμοῦν τὴν συνομιλία τους μὲ τὸν Θεό, τὴν ἱερὰ ἀδολεσχία τους στὴν μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχή. Τοὺς ἀπασχολεῖ πότε θὰ δοῦν τὴν κάθαρσή τους ἀπὸ τὰ πάθη· πότε θὰ ἀπολαύσουν «τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ, τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» (Φιλιπ. δ΄ 7).

   Ὅσοι ἀσκοῦνται στὴν ἀρετὴ τῆς σιωπῆς δίνουν καλὸ παράδειγμα καὶ στοὺς ἄλλους. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὴν φράση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου «ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτούς» (Ματθ. ε΄ 1), παρατηρεῖ ὅτι ὁ Κύριος δίδασκε ὄχι μόνο ὅταν μιλοῦσε, ἀλλὰ καὶ ὅταν σιωποῦσε. Δίδασκε ἄλλοτε μὲ τὰ λόγια ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα Του καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν φωνὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ ἔργα Του (ΕΠΕ 9, 463). Πόσο πολὺ διδασκόμεθα ἀπὸ τὴν σιωπὴ τοῦ Κυρίου μας κατὰ τὸ πάθος Του! «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Ματθ. κζ΄ 63). «Ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα» (Ἡσ. νγ΄ [53] 7). Τὸ μυστήριο τῆς σιωπῆς τοῦ Ἰησοῦ ὅλους μᾶς καταπλήσσει!

   Ἆραγε ὅμως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει διάθεση νὰ κλείσει λιγάκι τὸ στόμα του, γιὰ νὰ περιορίσει τὴν φλυαρία του; Ἔχει διάθεση νὰ συγκρατεῖ τὴν γλῶσσα του, γιὰ νὰ πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος; Ἔχει διάθεση νὰ κάνει ἀγῶνα σιωπῆς, ὅταν πρέπει;



* ΠΗΓΗ: Περιοδικὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», ἀριθμ. 1862, 23 ΜΑΪΟΥ 2004, σελ. 215, 216.