Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ
Ἑορτάζει τὴν ε΄
(5η) Ἰουλίου.
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*
Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων·
Θεῖος δ’ Ἀθανάσιος ἔνθεον τέλος.
Κἂν ἦν Ἀθανάσιος ὕστερος χρόνοις,
Ἀλλ’ ὑπερέσχε καὶ παλαιοὺς τοῖς πόνοις.
Εἰς τοὺς ἓξ
μαθητὰς αὐτοῦ.
Ἀθανασίῳ καὶ μαθητῶν ἑξάδι,
Ναοὶ λύονται σωμάτων ναοῦ λύσει.
Πέμπτῃ δ’ Ἀθανάσιον· ἄγον νόες ἄστυ Θεοῖο.
Ὁ
περιφανὴς τοῦτος τῆς οἰκουμένης ἀστέρας ἄκμαζε κατὰ τοὺς χρόνους Νικηφόρου τοῦ
Φωκᾶ, ἐν ἔτει 963· πατρίδα μὲν εἶχε τὴν Τραπεζοῦντα, ποὺ βρίσκεται πλησίον τῆς
Λαζικῆς· οἱ δὲ γονεῖς του ἦσαν εὐγενεῖς καὶ φιλόθεοι, καταγόμενοι καὶ οἱ δύο ἀπὸ
τὴν Ἀντιόχεια. Κι’ ἐπειδὴ εἶχε τέτοιους ἀγαθοὺς γονεῖς ὁ ἅγιος, ἔλαβε παρ’
αὐτῶν καὶ ἀγαθὴ ἀνατροφή· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νεαρᾶς του ἡλικίας δόθηκε στὴν μάθηση
τῶν γραμμάτων, καὶ ἀφοῦ γεύθηκε αὐτά, ἐπεθύμησε νὰ φθάσει καὶ στὴν τελειότητα αὐτῶν·
ἔτσι ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου χόρτασε κατακόρως ἀπὸ τὰ μαθήματα, καὶ ἄλλα
διδάχθηκε ἀπὸ ἄλλους, καὶ ἄλλα δίδαξε αὐτὸς σὲ πολλούς, διότι ἐνῶ ἦταν νέος στὴν
ἡλικία εἶχε γνώμη γεροντική, ὄντας σώφρων καὶ ἀγκαλιζόμενος τὴν ἀσκητικὴ σκληραγωγία.
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐπειδὴ μελετοῦσε νὰ φθάσει στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως καὶ ἀρετῆς,
ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ ὑψηλὸ καὶ δυσκολοανάβατο βουνὸ
τοῦ Κυμινᾶ, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἀσία, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἦταν μοναστῆρι μὲ ἡγούμενο
τὸν Μιχαὴλ τὸν ἐπονομαζόμενο Μαλεΐνο, ἄνδρα ἱερὸν καὶ ἀκριβέστατο διδάσκαλο τῆς
μοναδικῆς πολιτείας, ὁ ὁποῖος ὁδηγοῦσε τοὺς ὑποτασσόμενους σ’ αὐτὸν μοναχοὺς στὴν
οὐράνια καὶ ἀγγελικὴ ζωή. Μὲ τούτους λοιπὸν συναριθμηθεὶς καὶ ὁ μακάριος τοῦτος,
ἀντὶ Ἀβράμιος μετονομάσθηκε διὰ τοῦ θείου σχήματος Ἀθανάσιος.