Ζοῦσε κάποτε στή Βουδαπέστη ἕνας
φτωχός μπαλωματής, πού δυσκολευόταν πολύ νά τά φέρει βόλτα στή ζωή. Ὄχι γιατί
οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποφασίσει ἄξαφνα νά πάψουν νά φοροῦν παπούτσια, ὄχι γιατί τό
συμβούλιο τῆς πόλης εἶχε δώσει διαταγή νά πουλιοῦνται τά παπούτσια στή μισή
τιμή, ὄχι ἀκόμα γιατί ἡ δουλειά του, πού ὅλοι του οἱ πελάτες ἔλεγαν πώς βαριόντουσαν
νά φοροῦν τά παπούτσια πού τούς μπάλωνε, δέν ἦταν καλή.
Εἶχε λοιπόν πολλούς πελάτες καί ὅλοι τόν
καλοπλήρωναν, καί κανένας δέν τοῦ εἶχε φάει ποτέ οὔτε δεκάρα. Κι ὡστόσο, ὁ
καημένος ὁ μαστρο-Γιάννης ἔβλεπε καί πάθαινε νά σμίξει τίς δυό ἄκρες, ὅπως
λένε.
Ὁ λόγος ἦταν πώς ὁ καλός Θεός τοῦ εἶχε χαρίσει ἐννιά παιδιά, ὅλα ἑφτάγερα.