Ἡ ἐρημία τῆς πόλεως
Φοβήθηκαν
καὶ φύγανε ὅλοι οἱ κάτοικοί της
γιατὶ
θαφτῆκαν μονομιᾶς πολλοὶ μέσα στὴ γῆ της.
Καὶ
ἔμεινε παντέρημος ἡ πόλις ἡ μεγάλη
κι᾽
ἦταν κάτι ποὺ δύσκολα ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ βάλῃ.
Μοῦ
ἔτυχε καὶ βρέθηκα σ᾽ αὐτὴ τὴν Πολιτεία
κι᾽ ἦταν ὁ σάλος ἀφορμή, ὁ πόλεμος αἰτία.
Μέσα
σ’ τοὺς δρόμους τοὺς μακρούς, ποὺ τελειωμὸ δὲν ἔχουν
δὲν
ἔβλεπες οὔτ᾽ ἄνθρωπο, οὔτ᾽ ἅμαξες νὰ τρέχουν.
Μὰ
καὶ τὰ ζῶα ᾿χάθηκαν, γιατ᾿ εἴχανε ψοφήσει
κι’
εἶχαν σ᾽ τοὺς δρόμους, ’δῶ κι᾿ ἐκεῖ τὰ πτώματα ἀφήσει.
Καὶ
οὔτε κὶχ δὲν ἄκουγες στὶς γειτονιὲς στὸ δρόμο
καὶ
κάποι᾽ ἀργὸ σἂν νἄρχιζες ἐντὸς νὰ νοιώθης τρόμο.
Κι᾿
ὅπου τὰ πεζοδρόμια ἤτανε χαλασμένα,
᾿ξένοιαστ᾽
ἀπ᾿ τὰ πατήματα χόρτα ἦταν βγαλμένα.
Οὔτε
ἀνθρώπου ἄκουγες φωνὴ οὔτε καὶ ζώου
μόν’
κανενὸς τιτίβισμα πουλιοῦ μικροῦ κι᾿ ἀθώου.
Καὶ
νιαουρίσματα στρυγνὰ θ᾽ ἄφηνε καμμιὰ γάτα
ποὺ
ἡ πεῖνα τράβαγε μὲ βιὰ ἀπ᾿ τῆς ζωῆς τὴ στράτα.
Καὶ
εἶπα, καταμόναχος· τί κάθουμαι ἐδῶ πέρα,
᾽χαθῆκαν
«οἱ οἰκούμενοι» τόποι ᾿πάνω στὴ σφαῖρα;
Μὰ
ἐκεῖ πάλι ποὺ ἔφευγα καὶ πήγαινα στὸ δρόμο
σκυφτός,
κρατώντας τὸ ραβδί, μὲ τὸ σακκὶ στὸν ὦμο
βλέπω
στὸ βάθος μακρυὰ περίπολο μεγάλη
κι’
εἶπα ἀμέσως μέσα μου· «ἂς στρέψω πίσω πάλι».
Μ᾿
ἀμέσως, δὲν ἐπρόφθασα τὸ λόγο νὰ προφέρω
καὶ
χάθηκ᾽ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου· τί γίνηκε δὲν ξέρω.
Φαίνεται
καθὼς θἄστριψε μέσ’ σὲ καμμιὰ γωνία,
μοῦ
φάνηκε πὼς ἔγινε ἀτμός, καπνός, κονία.
Καὶ
τότ᾽ ἀκόμη πιὸ πολὺς φόβος ’ξεχύθη ἐντός μου
κι᾿
ὅσο μποροῦσα γρήγορα βάδιζα κατ᾿ ἐμπρός μου.
Ἡ ἐρημιὰ στὴν ἐρημιὰ εἶναι γαλήνη ὅλη,
μὰ εἶν᾿ σκληρὴ καὶ ἄγρια ἡ ἐρημιὰ στὴν
πόλι.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Γ΄,
Ἀθῆναι 1975, σελ. 156.)