Μόνωση – Προσευχή
Τοῦ
μακαριστοῦ
Ἀρχιμ.
Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*
«Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ
προσηύχετο. Καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εὑρόντες αὐτὸν
λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας
κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα.»
(Μάρκ. α΄ 35-38)
«Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν ἐπορεύθη
εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ
κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾽ αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ ταῖς
ἑτέραις πόλεσιν εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο ἀπέσταλμαι.»
(Λουκ. δ΄ 42-43)
Ὁ
Κύριος ἔπειτα ἀπὸ τόση ἐπιτυχία τοῦ ἔργου του, ἔπειτα ἀπὸ τόση ζήτησή του ἀπὸ τὸν
λαὸ κ’ ἔπειτα ἀπὸ κοπιώδη ἡμερήσια ἐργασία στὴν Καπερναοὺμ σηκώνεται πολὺ πρωῒ
καὶ μεταβαίνει σ’ ἔρημο τόπο, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται πόσο ἀγαποῦσε
ὁ Κύριος τὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἄς δοῦμε καὶ τὰ δύο.
Α) Ἡ Μόνωση: Ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους μέχρι ἑνὸς
σημείου εἶναι ἀπαραίτητη, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπαγγελματικὰ θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη
νὰ συναναστραφεῖ γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀλλὰ καὶ ψυχολογικὰ αἰσθάνεται
τὴν ἀνάγκη τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου. Ἡ συχνὴ ὅμως καὶ ἀδιάκοπη
συναναστροφὴ εἶναι μεθύσι. Μεθοῦν ὄχι μόνον ὁ λάρυγγας μὲ τὸ κρασὶ ἀλλὰ τὰ μάτια,
ἡ γλῶσσα, τὰ αὐτιὰ μὲ τὴν πολλὴ συναναστροφή. Μεθοῦν ὄχι μὲ τὸ κρασὶ ἀλλὰ μὲ τὰ
λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἄλλου. Ὅπως στὸ μεθύσι μὲ τὸ κρασὶ τὸ μυαλό μας τείνει νὰ
ἐξέλθει τῆς κεφαλῆς, ἔτσι διὰ τῆς συχνῆς συναναστροφῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
ἀκούει τὸν ἄλλον, βλέπει τὸν ἄλλον, ὁμιλεῖ στὸν ἄλλον ὁ νοῦς του ἀσχολούμενος
μὲ τὸν ἄλλον λησμονεῖ τὸν ἑαυτό του. «Αὐτὸς αὐτὸ
εἶπε», «αὐτὸ ἔκαμε», «ἔτσι γέλασε», «ἔτσι κάθισε». Καὶ ἐμβαθύνουμε. «Αὐτὸ ἔχει στὸ
βάθος του». «Εἶναι πονηρός». «Θὰ τὸν μαλώσω». «Θὰ τὸν βρίσω». Μέσα μας εἶναι ὁ ἄλλος.
Ὅταν μεθύσουμε μὲ τὴν συχνῆ συναναστροφή, θ’ ἀρχίσουν καὶ οἱ ἐμετοί. Ἀπὸ τὰ
μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ πίνεται τὸ κρασὶ αὐτό, ἀπὸ τὴν γλῶσσα ξερνιέται. Καὶ τὶ ἐμετός!