Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Ὁ μακάριος Πέτρος ὁ Τελώνης

 



Ὁ μακάριος Πέτρος ὁ Τελώνης

Ἑορτάζει τὴν κ΄ (20η) Ἰανουαρίου.


Καλεῖ σε Πέτρε Χριστὸς ἐκ τελωνίου,

Πρὸς ἀρετὴν πρίν, νῦν δὲ πρὸς τρυφὴν πόλου.


   Τοῦτος  ὁ μακάριος ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, τὸ ἔτος 530, ἔφερε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου καὶ εἶχε τὴν διοίκηση ὅλης τῆς Ἀφρικῆς. Ἐπειδὴ ἦταν πολὺ πλούσιος ἀλλ᾿ ἄσπλαγχνος, ἀνελεήμων καὶ χωρὶς συμπάθεια πρὸς τοὺς φτωχούς, ἔλαβε τὴν ἐπωνυμία (σὰν παρατσούκλι) φειδωλός, δηλαδὴ ὁ ἀκριβός. Κάποτε, ὅμως, τοῦ συνέβηκε τὸ ἑξῆς θαυμαστό, ποὺ ἔγινε καὶ ἡ αἰτία τῆς πλήρους καὶ ριζικῆς μεταστροφῆς του:

   Καθόντουσαν, λοιπόν, τὸν καιρὸ τοῦ χειμῶνα, μερικοὶ φτωχοὶ ζητιάνοι στὸν ἥλιο γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, καὶ μετροῦσαν τὰ σπίτια τῶν πονόψυχων ἀνθρώπων ποὺ τοὺς σπλαγχνίζονταν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, καὶ τοὺς μακάριζαν. Ἀντιθέτως δέ, ταλάνιζαν καὶ καταριώντουσαν ὅλους τοὺς ἄσπλαγχνους ποὺ δὲν τοὺς βοηθούσανε, μὲ τοὺς ὁποίους συναριθμοῦσαν καὶ τὸν Πέτρο, γιατὶ ἦταν τόσο μὰ τόσο σκληρός, ποὺ δὲν εἶχε δώσει ποτέ του ἐλεημοσύνη. Ἕνας, ὅμως, ἀπὸ κείνους τοὺς πένητες, ξαφνικὰ  λέει στοὺς ἄλλους:

   ―Τί μοῦ δίνετε, ἂν πάρω ἀπ᾿ τὸν Πέτρο ἐλεημοσύνη;

   Κι αὐτοί, ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι τοῦτο εἶναι  ἀδύνατο πρᾶγμα, ἔβαλαν στοίχημα.

 

   Πῆγε, λοιπόν, ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος, στάθηκε στὴν πόρτα τοῦ Πέτρου καὶ τὸν περίμενε μέχρι ποὺ ἦλθε· κατὰ τύχη, τὴν ὥρα κείνη ἔφερε ὁ φούρναρης σ᾿ ἕνα κοφίνι τὰ ψωμιά· ζητοῦσε ὁ ἐπαίτης ἐλεημοσύνη, μὰ ὁ πλούσιος τὸν ἔδιωχνε. Ἐπέμενε ὁ ζητιάνος, ἔγινε φορτικὸς καὶ μὴ θέλοντας νὰ φύγει μὲ κανένα τρόπο μέχρι νὰ λάβει κάτι, ἐξόργισε τὸν Πέτρο τόσο πολύ, ποὺ ἀπ᾿ τὸν θυμό του πῆρε ἕνα καρβέλι καὶ τοῦ τὸ ἔρριξε γιὰ νὰ τὸν χτυπήσει· ἁρπάζει τὸ ψωμὶ ὁ φτωχὸς κι ὅπου φύγει-φύγει. Γύρισε στοὺς συντρόφους του ζητιάνους, κι ὁρκίζονταν πὼς τὄλαβε ἀπ᾿ τὰ χέρια του. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸ καρβέλι κέρδισε καὶ τὸ στοίχημα…

 

   Δυὸ μέρες μετά, ὁ Πέτρος ἀσθένησε βαριά, ἔπεσε στὸ κρεββάτι καὶ εἶδε ὀπτασία, ὅτι τὸν πήγανε στὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ καὶ στάθμιζαν στὸ ζύγι τῆς θείας Δικαιοσύνης ὅλα του τὰ ἔργα, καλὰ καὶ κακά· καὶ συνάχθηκε πλῆθος ἀπὸ φοβεροὺς δαίμονες ποὺ ἔφερναν γραμμένες ὅλες του τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες καὶ βάλανε στὸ ἕνα μέρος τῆς πλάστιγγας· ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος στεκόντουσαν λίγοι φωτοφόροι Ἄγγελοι, κι ἔψαχναν νὰ βροῦν μήπως ἔκαμε ποτὲ καμμιὰ ἀγαθοεργία, καὶ μὴ βρίσκοντας λυπόντουσαν πολὺ βλέποντας πόσο πολλὰ ἦσαν τ᾿ ἁμαρτήματά του. Τότε λέει ὁ φύλακας Ἄγγελός του:

   ―Δὲν ἔκαμε πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἄλλο καλό, παρὰ μονάχα ἕνα ψωμὶ ποὺ ἔρριξε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ἐπαίτη.

   ―Ἂς τὸ βάλλουμε στὴν ζυγαριά, λένε οἱ ὑπόλοιποι Ἄγγελοι.

   Παίρνουν τὸ καρβέλι καὶ τὸ βάνουν στ᾿ ἄλλο μέρος τῆς πλάστιγγας, καὶ βάρυνε τόσο, ὥστε ἦταν ἴσα μὲ ὅλα του τ᾿ ἁμαρτήματα! Τοῦ λένε, λοιπόν, οἱ Ἄγγελοι:

   ―Πήγαινε, κάμε κι ἄλλες ἐλεημοσύνες καὶ πρόσθεσε στὸ ψωμί, εἰδεμή, νὰ ξέρεις πὼς θὰ σὲ πάρουν τοῦτοι οἱ ζοφεροὶ κι᾿ ἄσπλαγχνοι δαίμονες.

 

   Ἀμέσως ὁ Πέτρος σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι του, κατανόησε τὴν ὀπτασία καὶ δόξασε τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτὴν τὴν εὐεργεσία, λέγοντας:

   ―Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν σκληρόκαρδο κι ἀπερίσκεπτο! Ἂν τὸ καρβέλι ποὺ πέταξα θυμωμένος κατὰ τοῦ ζητιάνου, μοὔδωσε τέτοια ὠφέλεια, πόση θὰ λάβω, ἆραγε, ἂν δώσω πολλὴν ἐλεημοσύνη καλόγνωμα κι᾿ ἀγαθοπροαίρετα;

 

   Κι᾿ ἀπὸ τότε, ἔγινε τόσο ἐνάρετος καὶ σπλαγχνικὸς ὁ εὐλογημένος Πέτρος, ποὺ ἔβγαζε πολλὲς φορὲς τὰ ροῦχα του γιὰ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς κι᾿ ἔμενε γυμνός…


   Ἕνα πρωϊνό, ἐνῶ πήγαινε στὴν ἐργασία του, τὸν συνάντησε κάποιος γυμνὸς ποὖχε σωθεῖ ἀπὸ ναυάγιο, καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του ζητοῦσε βοήθεια. Κι ὁ Πέτρος, ἀμέσως ἔβγαλε τὸ πανωφόρι του, ποὺ ἦταν καλὸ καὶ πολύτιμο, καὶ τοῦ τὄδωσε. Ὁ φτωχὸς ὅμως, ντρεπόταν νὰ φοράει τέτοιο ἔνδυμα, γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔδωσε στὴν ἀγορὰ νὰ πουληθεῖ. Ἐπιστρέφοντας ὁ Πέτρος στὸ σπίτι του καὶ βλέποντάς το πικράθηκε τόσο, ποὺ δὲν ἔφαγε τίποτα, ἀλλὰ σφαλίστηκε κ᾿ ἔκλαιγε, συλλογιζόμενος ὅτι ὁ φτωχὸς τὸν γέλασε καὶ πούλησε τ᾿ ἀκριβὸ πανωφόρι του γιὰ νὰ κερδίσει χρήματα. Μ᾿ αὐτὴ τὴν θλίψη ἀποκοιμήθηκε, καὶ βλέπει στὸν ὕπνο του ἕναν ἐνδοξότατο νέο, ποὺ ἔλαμπε περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ ποὺ εἶχε στὸ κεφάλι τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ φοροῦσε τὸ πανωφόρι τοῦ Πέτρου. Τοῦ λέγει:

   ―Γιατί κλαῖς;

   Ἀποκρίθηκε:

   ―Ἐπειδὴ βλέπω, ὅτι τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ δίνουμε, τὴν λαμβάνουν μερικοὶ γιὰ κέρδος καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἀνάγκη τους.

   Τότε τοῦ δείχνει τὸ ροῦχο ὁ νέος ἐκεῖνος καὶ τὸν ρωτᾶ:

   ―Τὸ γνωρίζεις τοῦτο;

   ―Ναί, λέγει ὁ Πέτρος.

   Κι ὁ νέος:

   -Ὁρίστε, τὸ φορῶ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ μοῦ τὄδωκες καὶ σ᾿ εὐχαριστῶ, διότι ἤμουνα γυμνὸς καὶ μ᾿ ἔντυσες!

   Ξύπνησε ὁ τελώνης, καὶ κατάλαβε τὶ σήμαινε τ᾿ ὄνειρο αὐτό, κ᾿ ἔτσι ἄρχισε νὰ μακαρίζει πολὺ τὴν πενία, λέγοντας στὸν ἑαυτό του:

   ―Ἐπειδὴ ὁ Χριστός μας λαμβάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσα δίδονται γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν πρέπει νὰ πεθάνω, προτοῦ νὰ γίνω τελείως φτωχὸς κι ἄπορος.

   Κι ἀμέσως μὲ τὸν λόγο, ἔγινε καὶ τὸ ἔργο.

 

   Ἀφοῦ ἔδωσε ἐλεημοσύνη ὅλα του τὰ πράγματα, καλεῖ ἕνα αἰχμάλωτο ποὺ εἶχε ἀγοράσει καὶ τὸν εἶχε ἐπίτροπο στ᾿ ἀρχοντικό του, καὶ τοῦ λέει:

   ―Ἕνα λόγο ἀπόκρυφο ἔχω νὰ σοῦ πῶ μυστικὰ καὶ γνώριζε, ὅτι ἂν τὸ φανερώσεις σὲ κανένα καὶ δὲν κάμεις τὸν λόγο μου, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ σὲ πουλήσω σκλάβο στοὺς βαρβάρους.

   Ὑποσχέθηκε, λοιπόν, ὁ ἐπίτροπος νὰ ἐκτελέσει τὴν προσταγή του, καὶ τότε τοῦ δίνει δέκα λίτρες χρυσοῦ, λέγοντας:

   ―Πήγαινε, ἀγόρασε ἐμπόρευμα καὶ λάβε με ὡς δοῦλο σου στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ κεῖ πούλησέ με σὲ κάποιον Χριστιανό· καὶ τὴν πληρωμὴ ποὺ θὰ σοῦ δώσουν, διαμοίρασέ την στοὺς φτωχοὺς χωρὶς νὰ κρατήσεις οὔτε ἕνα ἀργύριο.

   Κι ὁ δοῦλος μόλις τἄκουσε, δάκρυσε κ’ ἔλεγε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάμει.

   Τοῦ λέει ὁ Πέτρος:

   ―Στ᾿ ἀλήθεια θὰ σὲ πουλήσω στοὺς βαρβάρους ἂν παρακούσεις τὴν ἐντολή μου.

   Βλέποντας τὴν εὐλαβῆ γνώμη του καὶ ὅτι ἦταν ἀμετάπιστος, ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε καὶ πηγαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν πούλησε σὲ κάποιο φίλο του χρυσοχόο, ποὺ λεγότανε Ζωΐλος. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο στὸν Πέτρο ὅτι δὲν θὰ πεῖ σὲ κανένα τὴν ὑπόθεση, ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Κωνσταντινούπολη.

 

   Ἔμεινε, λοιπόν, ὁ Πέτρος αἰχμάλωτος καὶ πενιχροντυμένος στὸ σπίτι τοῦ Ζωΐλου μὲ πολλὴ ταπείνωση κ᾿ ἔκαμε τὶς εὐτελέστερες ὑπηρεσίες· μαγείρευε, ἔπλενε τὰ σκεύη καὶ τὰ ροῦχα, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, κι᾿ ἄλλες ἀρετὲς καλλιεργοῦσε. Βλέποντας ὁ Ζωΐλος τὶς πράξεις του, καὶ καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἔστειλε στὸν οἶκο του εὐτυχία, τὸν εὐλαβήθηκε καὶ τοῦ λέει:

   ―Γνώριζε, Πέτρε, ὅτι θέλω ἀπὸ σήμερα νὰ σ᾿ ἐλευθερώσω, νὰ σέ ᾿χω σὰν ἀδελφό μου.

   Καὶ ὁ Πέτρος δὲν θέλησε, γιὰ νὰ μὴ στερηθεῖ τὸν μισθὸ τῆς ὑπακοῆς. Οἱ ἄλλοι δοῦλοι ὅμως, βλέποντάς τον ἔτσι ρακένδυτο, τὸν καταφρονοῦσαν καὶ τὸν ἔβριζαν. Κι αὐτὸς ὑπέμενε τοὺς ὀνειδισμοὺς μ᾿ εὐχαριστία. Ὁ καλὸς κ᾿ ἐλεήμων Θεός, τοὔκαμε καὶ τούτη τὴν χάρη· ὅποτε, δηλαδή, λυπόταν γιὰ τὶς βρισιὲς ποὺ τοῦ ἔλεγαν, φαινόταν στὸν ὕπνο του ντυμένος μὲ κεῖνο τὸ πανωφόρι ποὺ ἔδωσε στὸν φτωχό, καὶ κρατῶντας στὰ χέρια του τ᾿ ἀργύρια, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀγόρασε ὁ Ζωΐλος, καὶ τοὔλεγε:

   ―Ἀδελφέ μου Πέτρε, μὴ θλίβεσαι καὶ μὴ στενοχωριέσαι. Ἐγὼ πῆρα τὴν πληρωμή σου, κ᾿ ἔχε ὑπομονή, μέχρις ὅτου θὰ τοὺς κάμω νὰ σὲ γνωρίσουν!


   Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἦλθαν ἔμποροι χρυσοχόοι ἀπ᾿ τὸν τόπο του νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἅγιο Τάφο καὶ σὰν συντεχνίτες ποὺ ἦσαν τοὺς φιλοξένησε ὁ Ζωΐλος. Στὸ τραπέζι τοὺς ὑπηρετοῦσε ὁ Πέτρος. Ἐκεῖνοι τὸν παρατηροῦσαν συνεχῶς καὶ σκεφτόντουσαν ποιὸς εἶναι· ὕστερα τὸν ἀναγνώρισαν καὶ εἶπαν στὸν Ζωΐλο:

   ―Αὐτὸς ὁ αἰχμάλωτός σου εἶναι ἕνας πλούσιος τελώνης, μεγάλος ἔμπορος καὶ ἀξιωματοῦχος τοῦ τόπου μας· κι᾿ ὄχι μόνο ὁ ἁπλὸς λαὸς πικράθηκαν ὅταν χάθηκε, ἀλλὰ κι αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς ἔλαβε θλίψη ἀπερίγραπτη.

   Φέρνοντας τὸ φαγητό, ἄκουσε, ὁ Πέτρος, τὰ λόγια τοῦτα κι᾿ ἀμέσως ἔφυγε πρὸς τὴν πόρτα τοῦ ἀρχοντικοῦ στὴν ὁποία καθόταν ἕνας κωφάλαλος θυρωρὸς ποὺ ἄνοιγε κ᾿ ἔκλεινε μὲ νεῦμα. Τρέχοντας, λοιπόν, ὁ Πέτρος νὰ φύγει εἶπε στὸν θυρωρό:

   ―Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἄκουσέ με καὶ ἄνοιξε.

   Καί ᾿κεῖνος ἀποκρίθηκε κι᾿ ἄνοιξε. Καὶ φεύγοντας ὁ Πέτρος, ἔμεινε ὁ πρώην κωφάλαλος ὑγιὴς καὶ μὲ πολλὴν ἀγαλλίαση ἔτρεξε στὴν τραπεζαρία λέγοντας:

   ―Σηκωθεῖτε γρήγορα νὰ προφτάσετε τὸν ὑπηρέτη τοῦ μαγειρείου, γιατὶ εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καὶ μὲ θεράπευσε. Μόλις μοῦ φώναξε ν᾿ ἀνοίξω τὴν θύρα, εἶδα πύρινη φλόγα νὰ βγαίνει ἀπ᾿ τὸ στόμα του κι ὅταν ἡ φλόγα αὐτὴ μπῆκε στὸ στόμα καὶ στ᾿ αὐτιά μου, ἀμέσως μπόρεσα νὰ λαλήσω καὶ ν᾿ ἀκούσω!

   Ἔτρεξαν ὅλοι τότε νὰ τὸν βροῦν, ἀλλὰ ὁ Κύριος τὸν σκέπασε, γιὰ νὰ φυλάξει τὴν ἀρετή του ὣς τὸ τέλος. Πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα,  κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου πλέον δὲν τὸν ξαναεῖδε κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους τὸν γνωρίζανε. Ἐκεῖ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ κι᾿ ἐνταφιάστηκε στὸν οἶκο του, στὴν τοποθεσία ποὺ καλεῖται τοῦ «Βοός».


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.