Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

«Τί στενὸς ὁ δρόμος!»




«Τί στενὸς ὁ δρόμος!»


Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου*


   Εἶναι μεγάλος ὁ βυθὸς τῆς κακίας, μεγάλοι οἱ κρημνοί, ποὺ σκοτάδι ὑπάρχει κάτω. Ἂς προσέξουμε τὸν στενὸ δρόμο, ἂς βαδίζουμε μὲ φόβο καὶ τρόμο. Κανένας, ὅταν βαδίζει τέτοιο δρόμο, δὲν παραδίνεται στὸ γέλιο, οὔτε πιέζεται ἀπὸ τὴν μέθη, ἀλλὰ βαδίζει αὐτὸν τὸν δρόμο μὲ προσοχὴ καὶ νηστεία. Κανένας, ὅταν βαδίζει τέτοιο δρόμο, δὲν φέρει ἐπάνω του κάτι τὸ περιττό, γιατὶ ὅταν εἶναι ἐλαφρὰ ζωσμένος, θὰ μπορέσει νὰ τὸν διατρέξει. Κανένας δὲν δένει μαζὶ τὰ πόδια του, ἀλλὰ τὰ ἀφήνει χαλαρά.

   Ἐμεῖς, ὅμως, δένοντας τοὺς ἑαυτούς μας μὲ ἄπειρες φροντίδες καὶ φέροντας μαζί μας ἄπειρα βιωτικὰ φορτία, γελώντας καὶ παραδιδόμενοι στὰ πάθη, πῶς περιμένουμε νὰ βαδίζουμε τὸν στενὸ δρόμο; Δὲν εἶπε ἁπλῶς, ὅτι εἶναι στενός, ἀλλὰ μὲ θαυμασμό· «τί στενὸς ὁ δρόμος!» δηλαδή, ὑπερβολικὰ στενός. Καί «Εἶναι γεμᾶτος δυσκολίες», λέγει ὁ Χριστός, «ὁ δρόμος ποὺ φέρει στὴν ζωή». Καὶ καλὰ εἶπε ὅτι εἶναι στενὸς ὁ δρόμος. Γιατὶ ὅταν ὀφείλουμε νὰ δίνουμε λογαριασμὸ γιὰ τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις μας καὶ γιὰ ὅλα, εἶναι πραγματικὰ στενός.

   Ἐμεῖς, ὅμως, τὸν κάνουμε στενότερο, πλατύνοντας καὶ εὐρύνοντας τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἁπλώνοντας τὰ πόδια. Γιατὶ ὁ στενὸς δρόμος εἶναι, βέβαια, στὸν καθένα δύσκολος, πιὸ πολὺ ὅμως στὸν παχύ, διότι ἐκεῖνος ποὺ λειώνει τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ αἰσθανθεῖ τὴν στενότητα τοῦ χώρου. Ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀσκηθεῖ στὶς θλίψεις, δὲν θὰ ἀπελπισθεῖ στὴν στενοχώρια.

   Μὲ ἀνέσεις, λοιπόν, ἂς μὴν περιμένει κανεὶς νὰ δεῖ τὸν οὐρανό, γιατὶ δὲν εἶναι δυνατό. Μὲ ἀπολαύσεις κανεὶς ἂς μὴν ἐλπίζει νὰ βαδίζει τὸν στενὸ δρόμο, γιατὶ δὲν εἶναι δυνατό. Κανεὶς ἂς μὴν ἐλπίζει τὴν ζωή, ὅταν βαδίζει τὸν εὐρύχωρο δρόμο. Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιον νὰ ἀπολαμβάνει τὰ λουτρά, τὰ πολυτελῆ τραπέζια ἢ ἄλλες ἡδονές, νὰ μὴν ἐλεεινολογεῖς τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ δὲν μετέχεις σὲ αὐτά, ἀλλὰ θρήνησε ἐκεῖνον, γιατὶ βαδίζει τὸν δρόμο τῆς ἀπωλείας. Γιατὶ ποιὸ εἶναι τὸ κέρδος αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ὅταν καταλήγει σὲ θλίψη; Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ βλάβη ἀπὸ τὴν δυσκολία ἐκείνη, ὅταν ὁδηγεῖ σὲ ἄνεση;

   Πές μου, ἐὰν κάποιος προσκαλούμενος στὰ ἀνάκτορα βάδιζε ἀνάμεσα σὲ στενὰ καὶ ἀπόκρημνα μέρη, καὶ κάποιος ἄλλος βάδιζε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ γιὰ τὸν θάνατο, συρόμενος μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορά, ποιὸν θὰ μακαρίσουμε, ποιὸν θὰ θρηνήσουμε; ὄχι ἐκεῖνον ποὺ βαδίζει στὸν εὐρύχωρο δρόμο; Ἔτσι καὶ τώρα, ἂς μὴ μακαρίζουμε ἐκείνους ποὺ ζοῦνε μὲ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ζοῦνε· αὐτοὶ βαδίζουν πρὸς τὸν οὐρανό, ἐκεῖνοι πρὸς τὴν γέεννα τοῦ πυρός. Καὶ ἴσως, βέβαια, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ γελάσουν γιὰ τὰ λεγόμενά μας. Ἐγώ, ὅμως, κυρίως γι᾿ αὐτὸ πενθῶ καὶ θρηνῶ, γιατὶ δὲν γνωρίζουν γιὰ ποιὰ πρέπει νὰ γελοῦν καὶ γελοῦν γιὰ ἐκεῖνα ποὺ πρέπει πρὸ πάντων νὰ πενθοῦν· ἀλλὰ τὰ πάντα συγχέουν καὶ ἀνακατώνουν καὶ διαταράσσουν. Γι᾿ αὐτὰ τοὺς θρηνῶ ἐγώ.


* Πρός Θεσσαλονικεῖς ὁμιλία Θ΄, ΕΠΕ τ. 22.