Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Μόνωση – Προσευχή




Μόνωση – Προσευχή


Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*


   «Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. Καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα.»

 (Μάρκ. α΄ 35-38)

 

   «Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾽ αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο ἀπέσταλμαι.»

 (Λουκ. δ΄ 42-43)


    Κύριος ἔπειτα ἀπὸ τόση ἐπιτυχία τοῦ ἔργου του, ἔπειτα ἀπὸ τόση ζήτησή του ἀπὸ τὸν λαὸ κ’ ἔπειτα ἀπὸ κοπιώδη ἡμερήσια ἐργασία στὴν Καπερναοὺμ σηκώνεται πολὺ πρωῒ καὶ μεταβαίνει σ’ ἔρημο τόπο, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται πόσο ἀγαποῦσε ὁ Κύριος τὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἄς δοῦμε καὶ τὰ δύο.

   Α) Μόνωση: Ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους μέχρι ἑνὸς σημείου εἶναι ἀπαραίτητη, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπαγγελματικὰ θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη νὰ συναναστραφεῖ γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀλλὰ καὶ ψυχολογικὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου. Ἡ συχνὴ ὅμως καὶ ἀδιάκοπη συναναστροφὴ εἶναι μεθύσι. Μεθοῦν ὄχι μόνον ὁ λάρυγγας μὲ τὸ κρασὶ ἀλλὰ τὰ μάτια, ἡ γλῶσσα, τὰ αὐτιὰ μὲ τὴν πολλὴ συναναστροφή. Μεθοῦν ὄχι μὲ τὸ κρασὶ ἀλλὰ μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἄλλου. Ὅπως στὸ μεθύσι μὲ τὸ κρασὶ τὸ μυαλό μας τείνει νὰ ἐξέλθει τῆς κεφαλῆς, ἔτσι διὰ τῆς συχνῆς συναναστροφῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀκούει τὸν ἄλλον, βλέπει τὸν ἄλλον, ὁμιλεῖ στὸν ἄλλον ὁ νοῦς του ἀσχολούμενος μὲ τὸν ἄλλον λησμονεῖ τὸν ἑαυτό του. «Αὐτὸς αὐτὸ εἶπε», «αὐτὸ ἔκαμε», «ἔτσι γέλασε», «ἔτσι κάθισε». Καὶ ἐμβαθύνουμε. «Αὐτὸ ἔχει στὸ βάθος του». «Εἶναι πονηρός». «Θὰ τὸν μαλώσω». «Θὰ τὸν βρίσω». Μέσα μας εἶναι ἄλλος. Ὅταν μεθύσουμε μὲ τὴν συχνῆ συναναστροφή, θ’ ἀρχίσουν καὶ οἱ ἐμετοί. Ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ πίνεται τὸ κρασὶ αὐτό, ἀπὸ τὴν γλῶσσα ξερνιέται. Καὶ τὶ ἐμετός!

   Ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ μεθάει μὲ τοὺς ἄλλους κάνοντας καὶ ἐμετό. Οὔτε νὰ σκέφτεται μόνο τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό του, τὴν ψυχή του, ἡ ὁποία εἶναι πολυτιμώτερη τῶν ἄλλων. Δὲν πρέπει νὰ σκέφτεσαι μόνο τὶ εἶπε ὁ ἄλλος ἀλλὰ τὶ εἶπες σύ, ὄχι μόνο πῶς κύτταξε ὁ ἄλλος ἀλλὰ καὶ πόσο πονηρὸς ἦταν καὶ ὁ δικός σου ὀφθαλμός. Δὲν πρέπει νὰ ἐμβαθύνεις στὴν κακία τοῦ ἄλλου ἀλλὰ καὶ στὴν δική σου, νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις τὸν ἑαυτό σου. Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Ὅταν μάτια, αὐτιά, γλῶσσα ὁρισμένο χρόνο σιγήσουν γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅταν μονωθεῖς ἡμίωρο ἢ ὡριαῖο χρονικὸ διάστημα τὸ ἑσπέρας ἢ τὸ πρωΐ. Ἐκεῖ θὰ βρεῖς τὸν καθ’ ὅλη τὴν ἡμέρα χαμένο ἑαυτό σου, τὸν μεθυσμένον!

   Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἁντίλαλοι τῆς ἡμέρας διαρκοῦν ἀκόμη κατὰ τὴν μόνωσή σου, θὰ ἀγωνισθεῖς γιὰ νὰ μονωθεῖς, μέχρις ὅτου συνηθίσεις. Ἔπειτα ἀπὸ μία τέτοια ἐργασία ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου θὰ βγεῖς φωτισμένος, χαρούμενος, δυνατός. Τόσο φωτισμένος, ὥστε ἐμπρός σου θὰ ὑπάρξουν νέοι ὁρίζοντες. Τόσο χαρούμενος, ὥστε δὲν θὰ φοβᾶσαι τὸν θάνατο. Τόσο δυνατός, ὥστε ἡ ἀρετὴ θὰ σοῦ εἶναι εὐκολώτατη ἡ ἁμαρτία συχαμερή. Βρῆκες τὸν ἑαυτό σου. Πρέπει νὰ βρεῖς καὶ τὸν Θεό σου. Ἰδού,

   Β) Ἡ Προσευχή: Ἔπειτα ἀπὸ μία τέτοια ἐργασία σου ἡ προσευχὴ θὰ ἔλθει μόνη της. Δὲν πρόκειται νὰ σᾶς μιλήσω περὶ προσευχῆς, θὰ σᾶς δώσω τύπον τινὰ προσευχῆς. Εἶναι παρατηρημένο, ὅτι ἡ καλύτερη προσευχὴ τοῦ Ἁγιωτέρου –παράδειγμα τὸ «Πάτερ ἡμῶν»– συχνὰ ἐπαναλαμβανόμενη δὲν συγκρατεῖ τὴν διάνοιά μας. Τὴν σκορπίζει. Νὰ παραλείψουμε ὁρισμένες προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας; εἶναι ἀδύνατον. Γιὰ τοῦτο μετὰ τὴν συνήθη προσευχὴ ἑωθινὴ ἢ ἑσπερινὴ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ χύνει τὴν καρδιά του στὸν Θεὸ μὲ δικά του λόγια καὶ λόγια τῆς στιγμῆς, τὰ ὁποῖα περιέχουν δοξολογία, εὐχαριστία καὶ αἴτηση.

   Καὶ Δοξολογία. Δόξα σοι ὁ Θεός! πρέπει νὰ εἶναι ἡ πρώτη ἔκρηξη, ἡ πρώτη ἐπαφή σου μὲ τὸν Θεό. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ πανάγιό Σου ὄνομα Θεέ μου, Λυτρωτά μου, Ἀρχηγέ μου, Πατέρα μου καὶ μεγαλύτερε μου Ἀδελφέ, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ! Σὺ εἶσαι ὁ Ἐμπνευστής μου, ὁ παλμὸς τῆς καρδιᾶς μου, τὸ βάθος τοῦ εἶναι μου. Σὺ εἶσαι ὁ ἀφέντης μου καὶ ὁ παῖς Ἰησοῦς. Σὺ εἶσαι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου, τὸ ἀγαλλίαμα μου, τὸ πᾶν μου κ.λπ. Μετὰ τὴν δοξολογία θὰ ἔλθει

   Εὐχαριστία. Σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου, διότι μοῦ ἔδωκες τὴν ὑγεία μου ἢ ὑπομονὴ στὴν ἀσθένειά μου. Σὲ εὐχαριστῶ Κύριε μου, διότι μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ τοῦ θανάτου. Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μοῦ ἔδωκες χαρά, εἰρήνη, μοῦ ἄνοιξες νέους κόσμους ἐμπρός μου «τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσας μοι». Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μοῦ ἔδωκες τὸ πνεῦμα μου τὸ πνεῦμα σου καὶ μοῦ δίδεις τὸ αἷμα Σου. Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ καταδέχεσαι νὰ σὲ εὐχαριστῶ!

   Μετὰ τὴν εὐχαριστία θὰ ἀκολουθήσει ἡ αἴτηση συγγνώμης τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἔπειτα πληρώσεως τῶν ἀναγκῶν μας. Καὶ συγκεκριμένα: Θεέ μου, σήμερα, χθές, πέρυσι σὲ λύπησα. Ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντός. Ἁμάρτησα κρυφά. Ὁ ἄλλος κόσμος μὲ θεωρεῖ Ἅγιον καὶ ὅμως εἶμαι βρῶμα. «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα». Συγχώρησέ με. Φώτισέ με! Στήριξέ με «πνεύματι ἡγεμονικῷ καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Τελευταία ἡ αἴτηση γιὰ τὶς ἀνάγκες μας: Θεέ μου ὑποφέρω ἐγώ, ὑποφέρει τὸ παιδί μου, ό ἀδελφός, ἡ νύφη, ὁ γείτονας, ὁ φίλος. Θεράπευσε! «Εἰ δυνατὸν παρελθέτω τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ’ ἐμοῦ. Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω ἀλλὰ ὡς Σύ. Γενηθήτω τὸ θέλημά σου».

   Κάποιος εὐσεβὴς Ἱεροκήρυκας παρατήρησε κάποια ἡμέρα ἕναν εὐσεβῆ φτωχὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὸν ἄρτο τῆς οἰκογένειάς του ἔσπαζε τοὺς λίθους γιὰ νὰ στρωθοῦν οἱ δρόμοι. Γιὰ νὰ ἐκτελεῖ ὅμως τοῦτος καλύτερα τὴν ἐργασία του ἦταν γονατιστός. Ὁ Ἱεροκήρυκας λέγει πρὸς αὐτόν: Ἰωάννη πόσο θὰ ἤθελα καὶ ἐγὼ νὰ ἔθραυα τὶς λίθινες καρδιὲς τῶν ἀκροατῶν μου διὰ τοῦ κηρύγματός μου, ὅπως σὺ θραύεις τοὺς λίθους αὐτούς. Ὁ εὐσεβὴς ἐργάτης ἀπαντᾶ: Θὰ δυνηθεῖς νὰ τὸ πετύχεις τοῦτο, ἂν καὶ σὺ ἐργάζεσαι γονατιστός.

   Ἀναγνῶστα μου, ἀπὸ τὰ πολλὰ πολύτιμα δύο εἶναι τὰ πολυτιμώτατα: ὁ ἑαυτός μας καὶ ὁ Θεός μας. Τὸν πρῶτο θὰ βροῦμε διὰ τῆς μονώσεως, τὸν δεύτερο διὰ τῆς προσευχῆς. Ἂς ἁπομονώμασθε καὶ ἂς προσευχώμασθε κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀρχηγοῦ μας.

 


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», δεύτερος τόμος, Καλάμαι 1952, σελ. 150-153. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)