ΟΜΙΛΙΑ
ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (1)
Μεγάλου Βασιλείου*
1. «Ὅταν ὁ λέων βρυχηθεῖ, ποιός δὲν θὰ φοβηθεῖ; Ὅταν Κύριος ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ, ποιός δὲν θὰ προφητεύσει;»1
Ἂς ἀρχίσουμε τὸν λόγο μας μὲ τὰ προφητικὰ λόγια καὶ ἂς πάρουμε συνεργὸ στὴν ἀνάγκη τῶν προκειμένων, δηλαδὴ τώρα ποὺ ἐκθέτουμε καὶ τὴν σκέψη καὶ τὴν γνώμη γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι συμφέροντα, τὸν θεοφόρο Ἀμώς, ὁ ὁποῖος θεράπευσε συμφορές, ὅμοιες μὲ τὰ κακὰ ποὺ ὑπερβολικὰ μᾶς ἐνοχλοῦν. Διότι καὶ ὁ προφήτης αὐτός, κατὰ τὴν διαδρομὴ τῶν παλαιοτέρων χρόνων, ὅταν ὁ λαὸς εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν πατρικὴ εὐσέβεια καὶ εἶχε καταπατήσει τὴν ἀκρίβεια τῶν νόμων καὶ εἶχε ξεγλυστρίσει στὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, κήρυξε τὴν μετάνοια, μὲ τὸ νὰ συμβουλεύει τὴν ἐπιστροφὴ καὶ μὲ τὸ νὰ ἐξαγγέλλει τὴν ἀπειλὴ τῶν τιμωριῶν. Ἐγὼ δὲ μακάρι νὰ ἐπωφεληθῶ μέχρι ἑνὸς σημείου ἀπὸ τὸν ζῆλο τῆς παλαιᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καὶ τὸ νὰ δῶ ἐπὶ πλέον νὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἔκβαση τῶν τότε γεγονότων. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ λαὸς ἀπείθησε καὶ σὰν ἄγριο καὶ δυσυπότακτο πουλάρι δάγκασε τὰ χαλινάρια, δὲν ὁδηγήθηκε πρὸς τὸ συμφέρον ἀλλ’ ἀφοῦ ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο, ἔτρεξε τόσο πολὺ ἄτακτα καὶ ἐξαγριώθηκε ἐναντίον τοῦ καβαλλάρη μέχρι τοῦ σημείου νὰ πέσει στὰ βάραθρα καὶ τοὺς γκρεμοὺς καὶ νὰ ὑποστεῖ πανωλεθρία, ἄξια πρὸς τὴν ἀνυπακοή του. Αὐτὸ μακάρι νὰ μὴ συμβεῖ τώρα σὲ μᾶς, παιδιά μου, «ποὺ σᾶς γέννησα διὰ τοῦ Εὐαγγελίου»2 καὶ σᾶς σπαργάνωσα διὰ τῆς εὐλογίας τῶν χεριῶν μου. Ἀλλ’ ἂς ὑπάρχει ἀγαθὴ ἀκοή, ψυχὴ πρόθυμη, ποὺ νὰ δέχεται ἀπαλὰ τὶς συμβουλές, νὰ ὑποχωρεῖ στὸν ὁμιλητή, ὅπως τὸ κερὶ στὸν σφραγιστή, γιὰ νὰ λάβω καὶ ἐγὼ μὲ μία τέτοια ἐπιμέλεια, γλυκὺ καρπὸ ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ ἐσεῖς νὰ ἐπαινέσετε τὴν συμβουλὴ ποὺ γίνεται, ὅταν θὰ ἔχουμε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς συμφορές. Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνει μὲν ὁ λόγος, ἀλλὰ κρατεῖ ἀκόμη σὲ ἀβεβαιότητα τὶς ψυχές, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸ ἀκούσουν, διότι βραδύνει ν’ ἀνακοινώσει τὸ ἀναμενόμενο;