Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Πῶς λειτουργεῖ ἡ πίστη;




Πῶς λειτουργεῖ ἡ πίστη;

«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον»

(Ματθ. 8,10)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Ὁ Χριστὸς ἐγκωμιάζει

 

   νας ἀθλητὴς στεφανώνεται. Στὴν περίπτωση τῆς βραβεύσεως αὐτῆς ἔχουν σημασία καὶ τὰ τρία: Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλητὴς καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἄθλημα καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλοθέτης καὶ βραβευτής. Τὸ τελευταῖο εἶναι τὸ σημαντικώτερο. Ποιὸς στεφανώνει τὸν ἀθλητή, ποὺ βλέπουμε στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή; Ποιὸς τὸν ἐγκωμιάζει; Ποιὸς τοῦ βάζει ἄριστα στὸ δύσκολο ἀγῶνα του; Ὄχι ἄνθρωπος. Ὄχι ἄγγελος. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ σαρκωμένος Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου.

   Τρεῖς ἀνθρώπους ἐγκωμίασε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπίγεια παρουσία του. Ἕνα ἀσκητή, μία μητέρα, ἕναν ἀξιωματικὸ

   • Ὁ ἀσκητής, ποὺ ἐγκωμίασε, εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς (Ματθ. ια΄ 11).

   • Ἡ μητέρα εἶναι ἡ Χαναναία (Ματθ. ιε΄ 28).

   • Ὁ ἀξιωματικὸς εἶναι ὁ ἑκατόνταρχος μὲ τὸν ἄρρωστο δοῦλο (στ. 10).

   Στὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας δὲν ὑπάρχει μονοπώλιο. Δὲν θὰ σωθοῦν μόνο ἀσκητὲς σπουδαῖοι, σὰν τὸν Πρόδρομο θὰ σωθοῦν καὶ γυναῖκες ἁπλοϊκές, μητέρες, ποὺ σηκώνουν τὸν σταυρὸ τοῦ πόνου, ὀπλισμένες μὲ πίστη· θὰ σωθοῦν καὶ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, τῆς ἀνωτέρας κοινωνικῆς τάξεως, ποῦ πατοῦν ὅμως στὸ χαλὶ τῆς ταπεινώσεως.

   Ὁ Χριστὸς ἐγκωμιάζει στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἕναν ἀξιωματικό. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὰ χειροκροτήματα τοῦ κόσμου. Ἕνα νεῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς σώζει. Ἐγκωμιάζει τὸν ρωμαῖο ἑκατόνταρχο. Καὶ τὸν βραβεύει. Γιατί; Διότι ἀναδείχθηκε πρωταθλητὴς στὸ δυσκολότατο μάθημα τῆς πίστεως. Δρόμος μετ’ ἐμποδίων εἶναι ἡ πίστη. Σ’ ἕνα πρωτάθλημα δὲν θεωρεῖται ἔκπληξη νὰ νικήσεις μία μικρὴ καὶ ἄσημη ὁμάδα. Ἔκπληξη εἶναι νὰ νικήσεις τὴν πιὸ ἰσχυρὴ ὁμάδα, ποὺ θεωρεῖται «φαβορί». «Φαβορὶ» στὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως θεωροῦνταν οἱ Ἰσραηλῖτες. Καὶ ὅμως πρωταθλητὴς δὲν βγῆκε ἕνας Ἰσραηλίτης, ἀλλὰ ἕνας Ρωμαῖος, ἕνα ξένος, ἕνας εἰδωλολάτρης. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἀγωνοθέτου καὶ δικαιοκρίτου Χριστοῦ γιὰ τὸν πρωταθλητὴ τῆς πίστεως: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (στ. 10).


Τὸ ἀγριολούλουδο τῆς πίστεως

 

   Τὸ ἐγκώμιο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνοδεύτηκε καὶ μὲ βαρύτιμο βραβεῖο, ᾖρθε νὰ σπάσει τὸ κατεστημένο τοῦ θρησκευτικοῦ ρατσισμοῦ, ποὺ ἀπαιτοῦσε σωτηρία μόνο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.

   – Μόνο οἱ Ἰσραηλῖτες, μόνο οἱ δικοί μας ἀνήκουν στὸν χῶρο τῆς πίστεως. Οἱ ἄλλοι, οἱ ξένοι, εἶναι ἄπιστοι. Γι’ αὐτοὺς κλεισμένος εἶναι ὁ παράδεισος!

   Πάντοτε ἀρέσει νὰ μιλᾶμε γιὰ τοὺς δικούς μας. Κλείνουμε τὴν ὑπόθεση τῆς πίστεως σ’ ἕνα στενὸ κύκλωμα. Ὁ Χριστὸς ὅμως κάνει τὸ μεγάλο ἄνοιγμα. Διευρύνει τὸν κύκλο τῆς πίστεως, τόσο, ὥστε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν σφαῖρα τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι γιὰ ὅλους, καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ γιὰ τοὺς ἐθνικούς, καὶ γιὰ τοὺς «δικούς» μας καὶ γιὰ τοὺς «ξένους».

   Ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐγκωμιάζει ὡς πρωταθλητὴ τῆς πίστεως ἕνα πρὸ – Μωσαϊκὸ ἄνθρωπο, τὸν Ἀβραάμ, ὁ Κύριος ἐγκωμιάζει ὡς πρωταθλητὴ τῆς πίστεως ἕνα ἔξω – Μωσαϊκὸ ἄνθρωπο, τὸν ἑκατόνταρχο, τὸν ρωμαῖο λοχαγό.

   Ἂς θαυμάσουμε, ἀλλὰ καὶ ἂς φοβηθοῦμε. Τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι γιὰ ὅλους. Ἐμεῖς, ποὺ σήμερα εἴμεθα μέσα, μπορεῖ κάποια ἡμέρα νὰ βρεθοῦμε ἔξω. Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς κάνει ἔξωση, ἂν δὲν καταβάλουμε τὸ μίσθωμα, ποὺ λέγεται «ἐνάρετες πράξεις». Καὶ ἄλλοι, ποὺ σήμερα βρίσκονται ἔξω, μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πιθανὸν νὰ βρεθοῦν μέσα. Τὸ λέγει καθαρὰ ὁ Χριστός: «Πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξoυσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον» (στ. 11-12).

   Μὰ πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχει πίστη ἕνας εἰδωλολάτρης, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος;

   Ὑπάρχουν κάτι ἀγριολούλουδα, ποὺ φυτρώνουν σὲ ἀπομακρυσμένα μέρη. Μὲ κατάλληλη καλλιέργεια μποροῦν τὰ ἀγριολούλουδα νὰ γίνουν ἥμερα, εὐωδιαστὰ λουλούδια.

   Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὰ λουλούδια τῆς πίστεως. Εἶναι οἱ πιστοί. Ἀλλ’ ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀγριολούλουδα. Τέτοιο ἀγριολούλουδο πίστεως ἦταν ὁ ἑκατόνταρχος. Τὸ καλλιέργησε ὁ Χριστός. Τὸ ἔκανε ἥμερο, θαυμαστό. Πῶς τὸ καλλιέργησε; Μὲ τὸν πόνο. Ὁ πόνος ἐπισκέπτεται καὶ τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τοὺς πιὸ τρανοὺς τοῦ κόσμου. Πολλὲς φορὲς θρόνος καὶ πόνος συμβαδίζουν. Μαξιλάρι στὸ θρόνο εἶναι ὁ πόνος.

   Πονεμένος καὶ ὁ ἑκατόνταρχος. Εἶχε κάποιον πιστό του δοῦλο παράλυτο, ποὺ βασανιζόταν. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν γιατρέψει. Μόνο ἕνας ὑπῆρχε ὁ δυνατὸς νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου: ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων».


Ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου

 

   Ὁ τρόπος, ποὺ πλησιάζει κανεὶς τὸν Χριστό, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, εἶναι ἡ πίστη. Μὲ πολλὴ πίστη στὴν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ πλησίασε καὶ ὁ ἑκατόνταρχος. Τί εἶναι ἡ πίστη; Ἡ παραδοχὴ κάποιας ἀνώτερης συγκεκριμένης ἐξουσίας. Ἄνθρωπος ἐξουσίας ἦταν ὁ ρωμαῖος ἀξιωματικός. Δὲν πίστευε ὅμως τὴν δική του ἐξουσία ὡς παντοδύναμη. Πίστευε στὴν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν πίστευε στὴν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου. Πίστευε στὴν ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου.

   Συνήθως οἱ ἄνθρωποι, ὅταν εἶναι κοῦφοι καὶ ὑπερήφανοι, χρησιμοποιοῦν τὴν ἐξουσία ὡς σκάλα, γιὰ νὰ ξεκρεμάσουν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν θέση του καὶ νὰ κρεμάσουν τὸ δικό τους εἴδωλο. Οἱ σωστοὶ καὶ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν τὴν ἐξουσία ὡς σκάλα, γιὰ νὰ φθάσουν στὸ ὑπερῷο τοῦ μυστηρίου, ποὺ λέγεται Θεός.

   • Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα περὶ ἐξουσίας λέγει ὁ ἑκατόνταρχος. Ὁ ἄνθρωπος, κάθε ἄνθρωπος, καὶ ἐξουσιάζει καὶ ἐξουσιάσεται. Πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐξουσιάζει. Κυριαρχικὸς ὁ ρόλος του πάνω στὴν πλάση, πάνω στὰ ζῶα, στὰ φυτά, στὴν ἄψυχη φύση. «Καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς» (Γέν. α΄ 28).

   Ἔχει ἐξουσία ὁ ἄνθρωπος πάνω στὰ ζῶα καὶ μπορεῖ νὰ τὰ δαμάσει. Δαμάζει καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἕναν δὲν μπορεῖ νὰ δαμάσει, τὸν ἑαυτό του, τὴν γλῶσσα του, τὴν σάρκα του, τὴν κοιλιά του, τὰ πάθη του, τὴν σκέψη του, τὸν ἐγωϊσμό του. «Πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν, ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμᾶσαι. Ἀκατάσχετον κακόν» (Ἰακ. γ΄ 7–8).

   Τότε μπορεῖ νὰ δαμάσει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ὅταν παραδοθεῖ στὴν ἐξουσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄρρωστος παραδίνεται στὴν ἐξουσία τοῦ γιατροῦ. Καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς παραδίνεται στὴν ἐξουσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

   • Ἐξουσία εἶχε καὶ ὁ ἑκατόνταρχος. Πέρα ἀπὸ τὴν γενικὴ ἐξουσία κάθε ἀνθρώπου, ἐκεῖνος εἶχε καὶ εἰδικὴ ἐξουσία. Ἐξουσίαζε καὶ ἐξουσιαζόταν. Ἦταν προϊστάμενος, ἀλλὰ καὶ ὑφιστάμενος. Διέταζε, ἀλλὰ καὶ ὑπάκουε. Ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ πήγαινε στὸ σπίτι του, τοῦ ἀπάντησε: Δὲν ἔχω τέτοια ἀπαίτηση, Κύριε. Ἔχεις τὴν ἐξουσία καὶ ἀπὸ μακρυὰ νὰ κάνεις θαῦμα. «Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπος εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ πορεύθητι καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ ἔρχου καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο καὶ ποιεῖ» (στ. 9).


Ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ

 

   Τὰ λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου λέχθηκαν κυρίως γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος, ποὺ ἐξουσιάζει καὶ δὲν ἐξουσιάζεται. Καὶ ἄλλη διαφορὰ ἔχει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐξουσίες. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐξουσία, ποὺ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ ἐξουσία τῆς ἐλευθερίας. Ὅλες οἱ ἐξουσίες χρησιμοποιοῦν τελικὰ κάποια βία. Πῶς μποροῦν διαφορετικὰ νὰ ἐπιβληθοῦν; Ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη.

   Εἰδικότερα ἀναφέρουμε τρεῖς ἐξουσίες τοῦ Χριστοῦ.

   • Ἡ μία εἶναι ἡ ἐξουσία του στοὺς ἀγγέλους. Μυριάδες ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι ὑποτάσσονται στὸν Χριστό, στὸν Κύριο τῆς δόξης. Αὐτὸ σημαίνει: Ὅπως ὁ ἀξιωματικὸς στέλνει ὑπηρεσία τὸν στρατιώτη του νὰ φυλάξει τὸ κρίσιμο φυλάκιο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δίνει ἐντολὴ σὲ ἄγγελό του νὰ σὲ φυλάει, νὰ σὲ προστατεύει. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ γὰρ ἐφαντάσθη, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, τὰς ἐν τῷ οὐρανῷ στρατιᾶς ἢ ὅτι αὐτὰ τὰ πάθη οὕτως ἐστὶν ὑποτεταγμένα, καὶ θάνατος, καὶ τὰ ἄλλα πάντα, ὡς αὐτῶ οἱ στρατιώται» (Ε.Π.Ε. 10,186-188).

   • Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ἐξουσία τοῦ λόγου. Ὁ Χριστὸς κατέχει τὸν λόγο, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Λόγος, ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ σαρκωμένος Λόγος. Γι’ αὐτὸ τὰ λόγια Του προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ τῶν αἰώνων. Δὲν ἐπιδέχονται διόρθωση ἢ βελτίωση. «Ἣν γὰρ διδάσκων ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὒχ ὡς οἱ γραμματεῖς» (Ματθ. 7,29). Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα φερέφωνα καὶ μεγάφωνα. Ὁ Χριστός, ὡς Θεός, εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ λόγου.

   • Ἡ τρίτη εἶναι ἡ ἐξουσία τοῦ θαύματος. Δικοί του εἶναι οἱ νόμοι τῆς φύσεως. Ὅπως ὅμως ὁ τροχονόμος σταματᾶ κάπου τὴν ροὴ τῶν αὐτοκινήτων, γιὰ νὰ δώσει προτεραιότητα σὲ κάποιο ἄλλο, διότι ὑπάρχει ἀνάγκη, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Ὑπάρχει ἡ κίνηση, ἡ ροὴ τῶν νόμων. Ἀλλ’ ὁ Χριστὸς θέτει κάποτε STOP στὸν νόμο καὶ δίνει προτεραιότητα στὸ θαῦμα. Ἀδρανοποιεῖ γιὰ κάποια στιγμὴ τὸν φυσικὸ νόμο καὶ δραστηριοποιεῖ τὸ θαῦμα.

   Ὁ ἑκατόνταρχος πιστεύει σ’ αὐτὴ τὴν δυνατότητα, σ’ αὐτὴ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ φυσικὸς νόμος εἶχε καθηλώσει τὸν δοῦλο του στὸ κρεββάτι. Τὸ θαῦμα, μόνο τὸ θαῦμα, μπορεῖ νὰ τὸν ἀποκαθηλώσει. Στὴν ἐξουσία τοῦ παντοδυνάμου Χριστοῦ νόμος καὶ θαῦμα λειτουργεῖ καθένα στὴν δική του βάρδια.


Στὴν ταπείνωση βασισμένη ἡ πίστη

 

   Γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει πρῶτα νὰ λειτουργήσει σωστὰ ἡ δική μας πίστη. Πῶς;

   Ὁ ἱερεύς, προκειμένου νὰ λειτουργήσει, στρώνει πάνω στὴν ἁγία τράπεζα τὸ ἀντιμήνσιο. Ἐκεῖ μεταβάλλεται τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Γιὰ νὰ λειτουργήσει ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ στρωθεῖ στὴν τράπεζα τῆς καρδιᾶς ἡ ταπείνωση. Μόνο ἔτσι γίνεται ἡ θαυμαστὴ μεταβολή. Τὰ ἀδύνατα μεταβάλλονται σὲ δυνατά. Τὰ ἀπίθανα σὲ πιθανά. Τὰ δύσκολα σὲ εὔκολα.

   Τὴν εἶχε τὴν ταπείνωση αὐτὴ ὁ ἑκατόνταρχος. Τὴν ἐκδηλώνει μὲ τὴν συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός του.

   • Δὲν θεωρεῖ ἄξιο τὸν ἑαυτό του νὰ θεραπεύσει ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπό του. Ἁπλῶς τὸ πρόβλημά του ἐκθέτει: «Ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος» (στ. 6).

   • Πολὺ περισσότερο δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Ἰησοῦ στὸ σπίτι του. «Θὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου», τοῦ λέγει ὁ Χριστός. Κι ἐκεῖνος ἀντιδρᾶ: «Κύριε, οὐκ εἰμι ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης» (στ. 8).

   Συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας! Ἐμεῖς θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἄξιο καὶ γιὰ μεγαλύτερες τιμές. Κυνηγᾶμε τὶς τιμὲς καὶ δόξες. Ἀντιδροῦμε δέ, ὅταν μᾶς βρεῖ κάποια δοκιμασία: «Γιατί ὁ Θεός μου τόκανε αὐτό»; Ἀκόμη καὶ ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο δεχόμεθα καὶ ὑποδεχόμεθα τὸν Χριστὸ φανερώνει τὸν ἐγωϊσμό μας. Ἀκοῦστε, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὰ λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ προσέξτε, ὅταν ὑποδέχεσθε τὸν Χριστό. «Ἀκούσωμεν ὅσοι τὸν Χριστὸν μέλλομεν ὑποδέχεσθαι. Δυνατὸν γὰρ αὐτὸν ὑποδέχεσθαι καὶ νῦν. Ἀκούσωμεν καὶ ζηλώσωμεν, καὶ μετὰ τοσαύτης δεξώμεθα τῆς σπουδῆς. Καὶ γὰρ ὅταν πένητα ὑποδέξη πεινώντα καὶ γυμνόν, ἐκεῖνον ὑπεδέξω καὶ ἔθρεψας» (Ε.Π.Ε. 10,172).

   • Εἶσαι ἄξιος νὰ ὑποδέχεσαι τὸν Χριστό, ὅταν σοῦ προσφέρει τὰ δῶρα του; Τὴν στιγμή, ποὺ ἀναπνέεις, τὸν Χριστὸ ὑποδέχεσαι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σοῦ χαρίζει τὸν ἀέρα. Τὴν στιγμή, ποὺ πίνεις νερό, τὸν Χριστὸ ὑποδέχεσαι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σοῦ προσφέρει τὸ ἀγαθὸ αὐτό.

Εἶσαι, λοιπόν, ἄξιος γιὰ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ;

   • Εἶσαι ἄξιος, ὅταν ὑποδέχεσαι τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ἐλεεῖς ἕνα ἀληθινὰ πτωχό, τὸν Χριστὸ ἐλεεῖς.

   • Εἶσαι πρὸ παντὸς ἄξιος, ὅταν τὸν ἴδιον Τὸν ὑποδέχεσαι στὴν ὕπαρξή σου μὲ τὴν θεία Κοινωνία;

   Δὲν εἴμεθα ἄξιοι γιὰ τίποτε. Τουλάχιστον ἂς ἔχουμε βαθειὰ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας. Βαθειὰ ταπείνωση, ὥστε νὰ λειτουργεῖ σωστὰ ἡ πίστη μας.


Λόγος καὶ κίνηση τοῦ Χριστοῦ

 

   Πῶς διαφορετικὰ λειτουργεῖ ἡ πίστη; Μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Φαντασθῆτε, κάθε φορά, ποὺ θέλουμε νὰ φωτισθοῦμε, νὰ ἔχουμε ἀπαίτηση νὰ ταξιδέψουμε μέχρι τὸν ἥλιο, νὰ πᾶμε κοντά του, ἢ νὰ ἔλθει ὁ ἥλιος καὶ νὰ μᾶς ἀγγίξει! Ἀσφαλῶς δὲν χρειάζεται νὰ πᾶς κοντὰ στὸν ἥλιο. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, ἀπὸ μακρυά, ἐνεργεῖ ὁ ἥλιος, καὶ θερμαίνει καὶ φωτίζει. Γιατί, λοιπόν, ἐμεῖς ἔχουμε ἀπαίτηση νὰ πᾶμε κοντά, νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ μὲ τὰ μάτια μας; Αὐτὸ φανερώνει ἀπιστία.

   Ἀλλὰ ἀπιστία ἴσως νὰ φανερώνει καὶ ἡ τάση, ποὺ ὑπάρχει σὲ πολλοὺς νὰ τρέχουν σὲ προσκυνήματα. Δείχνει βεβαίως καὶ εὐλάβεια, ἀλλὰ κάποτε φανερώνει καὶ ἀπιστία. Σὰν νὰ μὴ μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἐνεργήσει καὶ ἀπὸ μακρυά.

   – Ὄχι, Κύριε, λέγει ὁ ἑκατόνταρχος, δὲν χρειάζεται νὰ ἔλθεις στὸ σπίτι μου. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἶσαι, μπορεῖς. «Μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (στ. 8).

   Ὁ Χριστὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Εἶναι ὁ μακρὰν καὶ ὁ ἐγγύς. Κοντά μας μὲ τὴν θεανθρώπινη παρουσία του. Εἴμεθα τὸ σῶμα του, εἶναι ἡ κεφαλή μας. Χρειάζεται νὰ ταξιδέψει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δεῖ τὸ κεφάλι του; Χρειάζεται νὰ ταξιδέψει, γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν καρδιά του; Ἡ καρδιά, ποὺ φανερώνει ἐν προκειμένῳ ζωή, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύει στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἑκατόνταρχος.

   • Πῶς λειτουργεῖ διαφορετικὰ ἡ πίστη; Μὲ τὴν κίνηση τοῦ Χριστοῦ. Ζητᾶς ἕνα ἀπὸ τὸν Χριστό; Δέκα σοῦ δίνει. Ἕνα λόγο μόνο ζητάει ὁ ἑκατόνταρχος. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ χαρίζει μία ἐπίσκεψη. Αὐτό, ποῦ ζητάει ὁ ἑκατόνταρχος, τὸ κάνει ὁ Χριστὸς αὐτεπαγγέλτως. Αὐτεπαγγέλτως κινεῖται ἡ δικαιοσύνη, ὅταν παραβαίνουμε τοὺς νόμους, προκειμένου ὅμως νὰ μᾶς τιμωρήσει. Αὐτεπαγγέλτως κινεῖται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἁμαρτάνουμε, προκειμένου νὰ μᾶς σώσει. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐνταῦθα μὲν γὰρ μὴ καλούμενος εἰς τὴν οἰκίαν, αὐτεπάγγελτος φησὶν ἤξειν, ἵνα μάθης τοῦ ἑκατοντάρχου τὴν πίστιν καὶ τὴν πολλὴν ταπεινοφροσύνην» (Ε.Π.Ε. 10,172).


Γενηθήτω τὸ θέλημά σου

 

   Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἂν κάνουμε θρησκευτικὲς πράξεις. Τὸ πρόβλημα κυρίως εἶναι, ἂν ἔχουμε πίστη. Πίστη, σὰν τὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου. Ξέρεις τί σημαίνει νὰ ἔχεις πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό; Σημαίνει νὰ κάνεις... ὅ,τι θέλεις! Ἤ, ὀρθότερα, νὰ κάνει ὁ Χριστὸς αὐτό, ποὺ ἐσὺ θέλεις. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν προσευχή του λέγει στὸν Θεό: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. ς΄ 10). Καὶ μὲ τὴν πίστη του κάνει τὸν Θεὸ νὰ λέγει: «Γενηθήτω τὸ δικό σου θέλημα». Ἔτσι λέγει ὁ Χριστὸς στὸν ἑκατόνταρχο: «Ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι» (στ. 13).

   Ναί, Κύριε, πιστεύω. Γι’ αὐτὸ προσπαθῶ νὰ ταυτίσω τὸ δικό μου «θέλω» μὲ τὸ δικό σου «θέλω». Κύριε, θέλουμε κάτι κι ἐμεῖς. Κάτι παρόμοιο μ’ ἐκεῖνο, ποὺ ἤθελε ὁ ἑκατόνταρχος. Γιὰ τὰ παιδιά μας, ποὺ τὰ καταντήσαμε παράλυτα, σὲ παρακαλοῦμε. Κᾶνε τὸ θαῦμα σου. Πιστεύουμε, ὅτι μόνο Σὺ μπορεῖς νὰ σώσεις τὰ παιδιά μας.


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 76 - 81. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)