Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ




Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ



   Σὰν τὸ δέντρο τὸ φυτεμένο στὶς ὁλόδροσες πηγές, τὸ δέντρο τὸ καταπράσινο καὶ φουντωμένο, ποὺ δίνει ὁλόγλυκους καρπούς, εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος στὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Παίρνει τροφή, δροσιά, παίρνει τὴν δύναμη τῆς πίστεως, νοιώθει τὸν ἀνθρωπισμό του, τὸν μεγάλο του προορισμό, τὴν ἀξία του. Τότε καὶ μόνο καρποφορεῖ στὴν ζωή του τοὺς πνευματικοὺς καρπούς. Αὐτούς, ποὺ εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ γλυκάνουν τὴν κοινωνία. Τὸ ἔργο του, ὅσο μικρὸ κι ἂν φαίνεται στὸν κόσμο, εἶναι ἔργο πίστεως καὶ ἀγάπης. Εἶναι ἔργο ψυχικῆς ὠφελείας καὶ σωτηρίας. Καὶ σάν τέτοιο, «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Εὐτυχισμένοι ὅσοι κατάλαβαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς δίνει δύναμη, νὰ τοὺς γεμίζει τὴν ψυχὴ μὲ εἰρήνη καὶ χαρά. Καταλαβαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνονται πραγματικότητα στὸν ἑαυτό τους: «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν». Ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ πραγματικότητα μέσα στὴν ψυχή του, οὔτε φωτιά, οὔτε μάχαιρα, οὔτε διωγμός, οὔτε θάνατος εἶναι ἱκανὰ νὰ τὸν χωρίσουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν Σωτῆρα του. Χίλιες φορὲς μᾶς ἔδωκαν αὐτὸ τὸ δίδαγμα οἱ Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὰ μήπως καὶ τώρα δὲν συνθέτει τὶς γραμμὲς αὐτὲς ἡ μνήμη τῆς Μεγαλομάρτυρος Παρασκευῆς;

 

   Ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ βρεθεῖ ριζωμένη στὸ καλλίκαρπο ἔδαφος τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Οἱ χριστιανοὶ γονεῖς της, Ἀγάθων καὶ Πολιτεία, ἀνέθρεψαν τὸ μονάκριβο παιδί τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Φρόντισαν σὰν γονεῖς γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς κόρης τους, ἀλλὰ καὶ πιὸ πολὺ γιὰ τὴν χριστιανική της μόρφωση καὶ ψυχική της καλλιέργεια, γιὰ τὰ στολίδια τῆς ἀρετῆς, τὰ μόνα σταθερὰ καὶ ἀναφαίρετα.

   Τήν ἔκαμαν ἱκανὴ νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ χριστιανικὴ δύναμη τὴν ὀρφάνια, ποὺ γνώρισε ἀρκετὰ νωρίς. Πρῶτα πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα της στὰ δεκαεννιά της χρόνια. Καὶ τί εὐχή! «Σ’ ἀφήνω, παιδί μου, σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, τῆς εἶπε, καὶ σοῦ εὔχομαι νὰ φύγεις ἀπ’ αὐτόν, μὲ τὸ στεφάνι, ποὺ ἐγὼ δὲν στάθηκα ἄξιος νὰ πάρω. Σοῦ εὔχομαι μαρτυρικὸ στεφάνι». Θαυμάζουμε τὶς Σπαρτιάτισσες μητέρες γιὰ τὸ «τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς», ποὺ ἔλεγαν στὰ παιδιά τους. Εἶναι γιὰ νὰ μὴ θαυμάσει κανεὶς τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν πόθο τους στὸ μαρτύριο καὶ τὴν κατάκτηση τῆς Αἰωνίου Βασιλείας;

   Ἔπειτα ἀπὸ λίγα χρόνια ἔφευγε ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ ἡ μητέρα τῆς Παρασκευῆς. Μὲ μιὰ τέτοια δυνατὴ εὐχὴ φίλησε γιὰ τελευταία φορὰ τὴν κόρη της: «Ὁ Θεὸς νὰ σ’ εὐλογεῖ, παιδί μου, τῆς εἶπε. Μὴ βλέπεις ἄλλο τι στὴν ζωή σου, εἰμὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. Τὸ θέλημά Του νὰ ρυθμίζει τὴν ζωή σου μέχρις ὅτου συναντηθοῦμε στοὺς οὐρανούς».

   Καὶ ἀλήθεια, ἡ Παρασκευὴ ἔζησε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Μὲ τὴν περιουσία, ποὺ πῆρε ἀπ’ τοὺς γονεῖς της γλύκανε τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Κι αὐτή, ἀφιερωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου, γύριζε πόλεις καὶ χωριά, φέρνοντας ψυχὲς κοντὰ στὸν Χριστό. Τὸ κήρυγμά της σαγήνευε, συγκλόνιζε ψυχὲς καὶ μὲ τὸν λόγο της «προσετίθετο ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ».

   Ζοῦσε στὰ χρόνια τῶν μεγάλων διωγμῶν (117-118 μ.Χ.) Τὸ ἱεραποστολικό της ἔργο καταγγέλθηκε στὸν ἴδιο τὸν Αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο. Καὶ αὐτὸς θαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν σοφία της, ὅμως διέταξε νὰ τὴν κλείσουν στὴν φυλακὴ καὶ νὰ τὴν βασανίσουν. Πυρωμένη περικεφαλαία φόρεσαν στὸ κεφάλι της καὶ εἶδαν μὲ κατάπληξη, ὅτι δὲν κάηκαν οὔτε τὰ μαλλιά της. Μὲ σίδερα τὴν ἔδεσαν χέρια καὶ πόδια καὶ τὴν ἔρριξαν στὴν φυλακὴ ὅπου τὴν νύχτα Ἄγγελος Κυρίου ἔσπασε τὰ δεσμὰ καὶ ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτωρ κατέβηκε νὰ ἐπιστατήσει νὰ τὴν ὑποβάλουν σὲ φρικτώτερα μαρτύρια. Διέταξε νὰ τὴν ρίξουν σὲ καζάνι ποὺ ἔβραζε λάδι καὶ πίσσα. Κι αὐτὴ μὲν δὲν ἔπαθε τίποτα, ἐνῶ αὐτὸς τυφλώθηκε ἀπ’ τοὺς ἀτμοὺς τῆς πίσσας. Θόρυβος ἔγινε γιὰ τὸ πάθημα τοῦ Βασιλέως. Καὶ πάλι ἡ ἁγία παρεκάλεσε τὸν Θεὸ καὶ θεράπευσε τὰ μάτια, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε τόση ἐντύπωση, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτωρ κατέπαυσε τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν σὲ ὅλο τὸ κράτος. Ἡ Ἁγία ἀφέθηκε ἐλεύθερη νὰ γυρίζει πόλεις καὶ χωριά, καὶ νὰ δίνει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σὲ χιλιάδες ψυχές.

   Συνελήφθη καὶ πάλι ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἀπὸ τὸν νέο αὐτοκράτορα Μᾶρκο Αὐρήλιο. Τότε τὴν βασάνισαν οἱ ἔπαρχοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ταράσιος. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος τὴν ἔριξε σὲ θηριοτροφεῖο, ὅπου ὑπῆρχε φοβερὸ φείδι «δράκων», τὸ ὁποῖο ἀντὶ νὰ θανατώσει τὴν Ἁγία κόπηκε στὰ δύο μὲ τὴν προσευχή της, ὁ δεύτερος δέ, ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, διέταξε τὸν διὰ ξίφους θάνατό της.

 

   Φυτεμένη στὸ ἔδαφος τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας, ποτισμένη ἀπ’ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου, φωτισμένη ἀπ’ τὸν Ἥλιο τῆς θείας Χάριτος, μεγάλωσε σὰν τὸ δέντρο «τὸ πεφυτευμένο παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων». Μετέδωκε τοὺς καρποὺς τῆς γνώσεως καὶ τῆς πίστεως. Εὐτύχησε νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό της στὴν ὑπηρεσία Ἐκείνου, καὶ νὰ σφραγίσει μὲ τὸ αἷμά της τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός της. Φόρεσε τὸ ἀμάραντο στεφάνι, ποὺ τῆς εὐχήθηκαν οἱ γονεῖς της καὶ στεφανωμένη μ’ αὐτό, τὴν βλέπουμε σήμερα μὲ τὰ ψυχικά μας μάτια νὰ δοξάζεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, ἁγία καὶ νὰ τιμᾶται ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν χριστιανῶν τοῦ κόσμου.


Ταῖς Αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.

 

Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


 [Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 174-177. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]