Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (1)




ΟΜΙΛΙΑ

ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (1)


Μεγάλου Βασιλείου*


1. «Ὅταν ὁ λέων βρυχηθεῖ, ποιός δὲν θὰ φοβηθεῖ; Ὅταν Κύριος ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ, ποιός δὲν θὰ προφητεύσει;»1

   Ἂς ἀρχίσουμε τὸν λόγο μας μὲ τὰ προφητικὰ λόγια καὶ ἂς πάρουμε συνεργὸ στὴν ἀνάγκη τῶν προκειμένων, δηλαδὴ τώρα ποὺ ἐκθέτουμε καὶ τὴν σκέψη καὶ τὴν γνώμη γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι συμφέροντα, τὸν θεοφόρο Ἀμώς, ὁ ὁποῖος θεράπευσε συμφορές, ὅμοιες μὲ τὰ κακὰ ποὺ ὑπερβολικὰ μᾶς ἐνοχλοῦν. Διότι καὶ ὁ προφήτης αὐτός, κατὰ τὴν διαδρομὴ τῶν παλαιοτέρων χρόνων, ὅταν ὁ λαὸς εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν πατρικὴ εὐσέβεια καὶ εἶχε καταπατήσει τὴν ἀκρίβεια τῶν νόμων καὶ εἶχε ξεγλυστρίσει στὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, κήρυξε τὴν μετάνοια, μὲ τὸ νὰ συμβουλεύει τὴν ἐπιστροφὴ καὶ μὲ τὸ νὰ ἐξαγγέλλει τὴν ἀπειλὴ τῶν τιμωριῶν. Ἐγὼ δὲ μακάρι νὰ ἐπωφεληθῶ μέχρι ἑνὸς σημείου ἀπὸ τὸν ζῆλο τῆς παλαιᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καὶ τὸ νὰ δῶ ἐπὶ πλέον νὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἔκβαση τῶν τότε γεγονότων. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ λαὸς ἀπείθησε καὶ σὰν ἄγριο καὶ δυσυπότακτο πουλάρι δάγκασε τὰ χαλινάρια, δὲν ὁδηγήθηκε πρὸς τὸ συμφέρον ἀλλ’ ἀφοῦ ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο, ἔτρεξε τόσο πολὺ ἄτακτα καὶ ἐξαγριώθηκε ἐναντίον τοῦ καβαλλάρη μέχρι τοῦ σημείου νὰ πέσει στὰ βάραθρα καὶ τοὺς γκρεμοὺς καὶ νὰ ὑποστεῖ πανωλεθρία, ἄξια πρὸς τὴν ἀνυπακοή του. Αὐτὸ μακάρι νὰ μὴ συμβεῖ τώρα σὲ μᾶς, παιδιά μου, «ποὺ σᾶς γέννησα διὰ τοῦ Εὐαγγελίου»2 καὶ σᾶς σπαργάνωσα διὰ τῆς εὐλογίας τῶν χεριῶν μου. Ἀλλ’ ἂς ὑπάρχει ἀγαθὴ ἀκοή, ψυχὴ πρόθυμη, ποὺ νὰ δέχεται ἀπαλὰ τὶς συμβουλές, νὰ ὑποχωρεῖ στὸν ὁμιλητή, ὅπως τὸ κερὶ στὸν σφραγιστή, γιὰ νὰ λάβω καὶ ἐγὼ μὲ μία τέτοια ἐπιμέλεια, γλυκὺ καρπὸ ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ ἐσεῖς νὰ ἐπαινέσετε τὴν συμβουλὴ ποὺ γίνεται, ὅταν θὰ ἔχουμε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς συμφορές. Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνει μὲν ὁ λόγος, ἀλλὰ κρατεῖ ἀκόμη σὲ ἀβεβαιότητα τὶς ψυχές, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸ ἀκούσουν, διότι  βραδύνει ν’ ἀνακοινώσει τὸ ἀναμενόμενο;

   2. Βλέπουμε, ἀδελφοί, τὸν οὐρανὸ ἑρμητικὰ κλειστό, γυμνὸ καὶ ἀνέφελο, νὰ κάνει μισητὴ αὐτὴ τὴν αἰθρία καὶ νὰ προκαλεῖ λύπη μὲ τὴν καθαρότητα, τὴν ὁποία πάρα πολὺ ἐπιθυμούσαμε προηγουμένως, ὅταν κάποτε, ἀφοῦ σκεπάσθηκε γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ τὰ σύννεφα, μᾶς ἔκαμε σκοτεινοὺς καὶ ἀνήλιους. Καὶ ἡ γῆ ἀφοῦ καταξεράθηκε στὸ ἔπακρο εἶναι δυσάρεστη στὸ νὰ τὴν δεῖ κανείς· εἶναι στεῖρα δὲ καὶ ἄγονη γιὰ τὴν γεωργία ἔχει κομματιασθεῖ σὲ σχίσματα καὶ δέχεται κατάβαθα τὴν ἀκτίνα νὰ τὴν φωτίζει. Καὶ οἱ πλούσιες καὶ ἀστείρευτες πηγὲς μᾶς ἔλειψαν καὶ τὰ νερὰ τῶν μεγάλων ποταμῶν στέρεψαν, μικρότατα δὲ παιδιὰ τὰ διαβαίνουν πεζῇ καὶ οἱ γυναῖκες τὰ περνοῦν φορτωμένες. Πολλοὺς ἀπὸ μᾶς, μᾶς ἔλειψε ἀκόμη καὶ τὸ πόσιμο νερὸ καὶ κινδυνεύουμε γιὰ τοῦτο νὰ πεθάνουμε. Ὡς νέοι Ἰσραηλῖτες, ποὺ ἀναζητοῦν νέο Μωϋσῆ καὶ θαυματουργικὸ ραβδί, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν, ἀφοῦ καὶ πάλι κτυπηθοῦν οἱ πέτρες, τὴν ἀνάγκη τοῦ λαοῦ ποὺ διψᾶ· καὶ σύννεφα παράδοξα νὰ καταβρέξουν στοὺς ἀνθρώπους τροφὴ ἀσυνήθη, ὅπως τὸ μάννα. Ἂς προσέξουμε νὰ μὴ γίνουμε στοὺς μεταγενέστερους θλιβερὸ διήγημα πείνας καὶ τιμωρίας.

   Ἀντίκρυσα τὰ χωράφια καὶ ἔκλαψα πολὺ γιὰ τὴν ἀκαρπία τους, καὶ σκόρπισα τὸν θρῆνο, ἐπειδὴ σὲ μᾶς δὲν ἔπεσε βροχή. Ἄλλα μὲν ἀπὸ τὰ σπέρματα ἔχουν ξεραθεῖ προτοῦ φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα στοὺς σβώλους, ὅπως τὰ σκέπασε τὸ ἀλέτρι. Ἄλλα δέ, μόλις φύτρωσαν λίγο καὶ βλάστησαν, τὰ κατεμάρανε ἀξιολύπητα ὁ καύσωνας, ἔτσι ὥστε τώρα εὐκαίρως ν’ ἀντιστρέψει κανεὶς τὸν εὐαγγελικὸ λόγο καὶ νὰ πεῖ· οἱ μὲν ἐργάτες πολλοί, ὁ δὲ θερισμὸς οὔ­τε ὀλίγος3. Καὶ οἱ γεωργοί, καθισμένοι στὰ χωράφια καὶ πιάνοντας τὰ γόνατά τους μὲ τὰ χέρια τους (διότι αὐτὸς εἶ­ναι ὁ τρόπος αὐτῶν ποὺ πενθοῦν), κλαῖνε γιὰ τοὺς χαμένους κόπους τους. Ἀντικρύζουν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ὀδύρονται, ἀτενίζουν τὶς γυναῖκες καὶ θρηνοῦν, χαϊδεύουν καὶ ψηλα­φίζουν τὰ ξερὰ χορτάρια τῶν γεννημάτων καὶ κραυγάζουν δυνατά, σὰν τοὺς πατέρες ποὔχουν χάσει τὰ παιδιά τους πά­νω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Ἂς λεχθεῖ λοιπὸν καὶ πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ τὸν ἴδιο προφήτη, ποὺ λίγο προηγουμένως στὸ προοίμιο ἀναφέραμε «ἐγὼ ἐπίσης, λέει, κατακράτησα ἀπὸ σᾶς τὴν βροχὴ τρεῖς μῆνες πρὸ τοῦ θερισμοῦ κ’ ἔβρεξα σὲ μία πόλη καὶ σὲ ἄλλη πόλη δὲν ἔβρεξα. Τὸ ἕνα χωράφι ποτίσθηκε καὶ τὸ ἄλλο, στὸ ὁποῖο δὲν ἔβρεξα, ξεράθηκε. Καὶ συναθροίζονταν δύο ἢ τρεῖς πόλεις σὲ μία γιὰ νὰ πιοῦν νερό, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ κατασβέσουν τὴν δίψα τους καὶ αὐτὰ διότι σεῖς δὲν ἐπιστρέψατε σὲ ἐμένα, λέγει, ὁ Κύριος»4.
   Ἂς μάθουμε λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς δίδει αὐτὰ τὰ χτυπήματα, διότι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀμελήσαμε. Δὲν ἐπιδιώκει νὰ μᾶς συντρίψει, ἀλλὰ φροντίζει νὰ μᾶς διορθώσει, ὅπως κάνουν οἱ καλοὶ ἀπὸ τοὺς πα­τέρες καὶ αὐτοὶ ποὺ φροντίζουν γιὰ τὰ παιδιά, οἱ ὁποῖοι θυμώνουν ἐναντίον τῶν νέων καὶ ἐξοργίζονται, ὄχι διότι θέλουν νὰ τοὺς κα­κοποιήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν ἀπὸ τὴν νηπιώδη ἀδιαφορία καὶ τὰ ἁμαρτήματα τῆς νεότητας στὴν ἐπιμέλεια.

   Κυττᾶτε λοιπὸν πῶς ἡ πληθώρα τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων ἔβγαλε καὶ τὶς ἐποχὲς ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴν φύση καὶ ἄλλαξε τὰ εἴδη τῶν καιρῶν σὲ ἀλλόκοτα ἀνακατώματα. Ὁ χειμώνας δὲν εἶχε τὴν συνήθη ὑγρασία μαζὶ μὲ τὴν ξηρασία, ἀλλὰ ὅλη τὴν ὑγρασία τὴν ἔκαμε παγωνιὰ καὶ τὴν ἀποξήρανε καὶ πέρασε χωρὶς χιόνια καὶ βροχές. Ἡ ἄνοιξη πάλι ἔδειξε μὲν τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά της, ἐννοῶ τὴν θερ­μότητα, δὲν εἶχε ὅμως τὴν βροχερὴ περίοδο. Ζέστη δὲ καὶ παγωνιὰ παραδόξως ὑπερέβησαν τὰ φυσικὰ ὅρια καὶ ἀδίκως συμφώνησαν στὸ νὰ μᾶς βλάψουν καὶ ξαποστέλλουν ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους. Ποιά λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀταξίας καὶ τῆς συγχύσεως; Ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸς ὁ νεωτερισμὸς τῶν καιρῶν; Ὡς ἄνθρωποι μυαλωμένοι ἂς ἐρευνήσουμε ὡς λογικοὶ ἂς συλλογισθοῦμε. Μήπως ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος δὲν ὑπάρχει; Μήπως ὁ ἀριστο­τέχνης Θεὸς ξέχασε τὴν πρόνοιά του; Μήπως ἔχασε τὴν ἐξουσία καὶ τὴν δύναμη; Ἢ κατέχει μὲν τὴν ἴδια δύναμη καὶ δὲν ἀπώλεσε τὴν ἐξουσία, παραφέρθηκε δὲ σὲ σκληρότητα καὶ μετέβαλε σὲ μισανθρωπία τὴν ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα καὶ τὴν κηδεμονία του πρὸς ἐμᾶς; Σώφρων ἄνθρωπος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ.

   Ἀλλ’ εἶναι ὁλοφάνερα τὰ αἴτια λόγῳ τῶν ὁποίων δὲν κυβερνώμεθα. Ἐνῶ ἐμεῖς λαμβάνουμε, δὲν δίδουμε σὲ ἄλλους. Ἐνῶ ἐπαινοῦμε τὴν εὐεργεσία, τὴν ἀπο­στεροῦμε ἀπὸ κείνους ποὺ τὴν χρειάζονται. Ἐνῶ εἴμασθε δοῦ­λοι καὶ ἐλευθερωνόμασθε, δὲν εὐσπλαγχνιζόμασθε τοὺς συνδούλους μας. Ἐνῶ πεινοῦμε καὶ τρεφόμασθε, περιφρονοῦμε τὸν ἐνδεή. Ἐνῶ ἔχουμε Θεό, ἀνενδεὴ χορηγὸ καὶ ταμία, ἔχουμε γίνει σφιχτοχέρηδες καὶ ἀμέτοχοι στὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν. Τὰ πρόβατά μας εἶναι γόνιμα καὶ ὅμως οἱ γυμνοὶ εἶναι περισ­σότεροι ἀπὸ τὰ πρόβατα. Οἱ ἀποθῆκες ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθηκευμένων ἀγαθῶν στενοχωροῦνται καὶ μεῖς δὲν ἐλεοῦμε αὐτὸν ποὺ στενάζει. Γιὰ τοῦτο ἡ δικαία κρίση μᾶς ἀπει­λεῖ. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀνοίγει τὸ χέρι του, διότι ἐμεῖς ἀποκλείσαμε τὴν φιλαδελφία. Γιὰ τοῦτο τὰ χωράφια εἶναι ξερά, διότι ἡ ἀγάπη πάγωσε.


(συνεχίζεται…)


* PG 31, σελ. 304-328.

 

1. Ἀμὼς γ΄ 8: «λέων ἐρεύξεται, καὶ τίς οὐ φοβηθήσεται; Κύριος ὁ Θεὸς ἐλάλησε καὶ τίς οὐ προφητεύσει;»

2. Α΄ Κορ. δ΄ 15: «διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.»

3. Λουκ. ι΄ 2.

4. Ἀμὼς δ΄ 7-8: «καὶ ἐγὼ ἀνέσχον ἐξ ὑμῶν τὸν ὑετὸν πρὸ τριῶν μηνῶν τοῦ τρυγητοῦ· καὶ βρέξω ἐπὶ πόλιν μίαν, ἐπὶ δὲ πόλιν μίαν οὐ βρέξω· μερὶς μία βραχήσεται, καὶ μερίς, ἐφ᾿ ἣν οὐ βρέξω ἐπ᾿ αὐτήν, ξηρανθήσεται· καὶ συναθροισθήσονται δύο καὶ τρεῖς πόλεις εἰς πόλιν μίαν τοῦ πιεῖν ὕδωρ καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῶσι· καὶ οὐκ ἐπιστράφητε πρός με, λέγει Κύριος.»