Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Ἡ ἁγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή




Ἡ ἁγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή

Ἑορτάζει τὴν ζ΄ () Ἰουλίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Κυριακὴ θανοῦσα τὴν τιμὴν φθάνει,

Προαιρέσει, πλὴν καὶ τελειοῦται ξίφει.


   Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σπβ΄ (282), ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο χριστιανικό, Δωρόθεος καὶ Εὐσεβία ὀνομαζόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἦσαν ἄτεκνοι παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει καρπὸ καὶ τέκνο, ὑποσχόμενοι νὰ χαρίσουν τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθεῖ σὲ Αὐτόν. Ἔτσι, ἐπάκουσε ὁ Θεὸς τῆς δεήσεώς τους καὶ γέννησαν παιδὶ θηλυκὸ ἡμέρα Κυριακή, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὀνόμασαν Κυριακή· τὴν ὁποία ἀφοῦ βάπτισαν καὶ ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» κατὰ τὸν Ἀπόστολο, φύλαγαν αὐτὴν παρθένο, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὸν Θεό.

   Ὅταν ὅμως ὁ δυσσεβὴς Διοκλητιανὸς κίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τότε παραδόθηκαν οἱ γονεῖς τῆς ἁγίας μαζὶ μὲ αὐτὴν στὸν τύραννο· ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, τοὺς μὲν γονεῖς τῆς ἁγίας τοὺς ἔδειρε καὶ τοὺς ἔστειλε στὸν Δοῦκα Ἰοῦστο, τὸν εὑρισκόμενο κατὰ τὰ μέρη τῆς Μελιτινῆς στὴν μικρὰ Ἀρμενία (ἡ ὁποία κοινῶς ὀνομάζεται Μαλατιά)· τὴν δὲ Κυριακὴ ἀπέστειλε στὸν Καίσαρα Μαξιμιανό, τὸν εὑρισκόμενο στὴν Νικομήδεια. Ὁ Μαξιμιανὸς λοιπὸν ἀφοῦ ἀνέκρινε τὴν μάρτυρα καὶ τὴν βρῆκε στερεὴ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔριξε κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδειρε ἐπὶ πολλὲς ὧρες· κι ἐπειδὴ ἡ ἁγία προσευχόταν, γιὰ τοῦτο θύμωνε ὁ τύραννος κατὰ τῶν στρατιωτῶν ποὺ βασάνιζαν τὴν μάρτυρα. Τότε ἡ ἁγία λέγει πρὸς τὸν Μαξιμιανό:

   – Μὴ πλανᾶσαι, ὦ Μαξιμιανέ, ποτὲ δὲν θὰ μὲ νικήσεις, τοῦ Θεοῦ βοηθοῦντός με.

   Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μαξιμιανὸς ἀποκάμοντας ἔστειλε τὴν ἁγία στὸν ἄρχοντα τῆς Βιθυνίας ποὺ λεγόταν Ἱλαριανός.

   Ὁ δὲ Ἱλαριανὸς ἀφοῦ ἀνέκρινε τὴν μάρτυρα τὴν ἔβαλε μέσα στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων· κ’ ἐκεῖ προσευχομένης τῆς ἁγίας ἔγινε μέγας σεισμός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο γκρεμίσθηκαν τὰ εἴδωλα κι ἔγιναν ὡς κονιορτός· ἀκολούθησε ἐπιπλέον καὶ ἀνεμοστρόβιλος, ὁ ὁποῖος σκόρπισε στὸν ἀέρα τὸν κονιορτὸ τῶν εἰδώλων. Πέφτοντας δὲ καὶ μία ἀστραπὴ κατέκαψε τὸ πρόσωπο τοῦ ἄρχοντος Ἱλαριανοῦ· κι ἔτσι ἐκεῖνος ἀφοῦ γκρεμίσθηκε ἀπ’ τὸν θρόνο του ξεψύχησε. Ὅταν ἦλθε ἄλλος ἄρχοντας, διάδοχος ἐκείνου, καὶ μαθαίνοντας ταῦτα κατεδίκασε νὰ καεῖ ἡ ἁγία στὸ πῦρ. Κι ἄναψαν λοιπὸν οἱ ὑπηρέτες φωτιὰ μεγάλη κ’ ἔσπρωξαν τὴν μάρτυρα μέσα σ’ αὐτήν· ἡ δὲ ἁγία ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ ἐπὶ πολλὲς ὧρες. Μολονότι ὁ ἀέρας ἦταν καθαρὸς καὶ θερινός, κατέβηκε ἕνα σύννεφο ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κ’ ἔσβησε ὅλη τὴν φωτιά, χωρὶς νὰ βλαφτεῖ τελείως ἡ μάρτυς ἀπὸ τὸ πῦρ. Μετὰ ταῦτα ἀφῆκε ὁ τύραννος διάφορα θηρία ἐναντίον τῆς ἁγίας, ἀλλ’ ὅμως δὲν κατόρθωσε τίποτε, ἐπειδὴ τὰ θηρία κυλιόντουσαν ὡς ἀρνία ἥμερα στὰ πόδια τῆς ἁγίας, χωρὶς καθόλου νὰ τὴν βλάψουν. Κι ἔτσι βλέποντας πολλοὶ εἰδωλολάτρες τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα κλείστηκε ἡ μάρτυς στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἐρχομένη ἡμέρα κάθισε ὁ ἄρχοντας στὸ βῆμα κ’ ἔδωκε κατὰ τῆς ἁγίας τὴν τελευταία ἀπόφαση τοῦ θανάτου. Τότε τὴν ἔλαβαν οἱ δήμιοι καὶ βγῆκαν ἔξω τῆς πόλεως γιὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ δὲ ἁγία ζήτησε διορία γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· κι ἀφοῦ προσευχήθηκε πολλὲς ὧρες, δίδαξε τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὴν ἀκολούθησαν· ἔπειτα πλάγιασε στὴν γῆ καὶ παρέδωκε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τότε πλησίασαν οἱ στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἔμελλε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν, καὶ καθὼς τὴν εἶδαν νεκρή, ἐξέστησαν· ἀκούσθηκε δὲ καὶ θεϊκὴ φωνὴ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔλεγε:

   – Πορεύεσθε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διηγεῖσθε σ’ ὅλους τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ!

   Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν οἱ στρατιῶτες, ἐδόξαζαν τὸν Θεό.


Ταῖς Αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 6ος, σελ. 37 - 39. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).