Ἄχυρο
Τὴν ὕπαρξί μου αἰσθάνομαι σἂν ἄχυρου καλάμι
ποὺ μέρα νύχτα τὸ κυλλᾷ κατακλυσμοῦ ποτάμι·
στὴ θάλασσα τ’ ἀφανισμοῦ τὸ πῶς δὲν τὤχει φέρει
εἶναι γιὰ μὲ μυστήριο ποὺ μόν’ ὁ Θεὸς ξέρει.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Γ΄,
Ἀθῆναι 1975, σελ. 81.)