Εἶπε Γέρων…
Ἕνας νέος Μοναχὸς εἶχε φθάσει σὲ τόση ταπείνωση, ποὺ στὴν προσευχή του ἔλεγε αὐτὰ μόνο τὰ λόγια στὸν Θεό:
— Κύριέ μου, ρίξε στὴν κεφαλή μου κεραυνὸ νὰ μ᾿ ἐξαφανίσει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, γιατὶ ὅσο ζῶ σὲ παρακούω.
Ὁ ταπεινόφρων, λέγει ἄλλος Πατήρ, οὔτε ὁ ἴδιος ποτὲ ὀργίζεται, οὔτε τὸν πλησίον του παροργίζει.
Ἕνας ἀρχάριος Μοναχὸς ἐξωμολογήθηκε στὸν ἀββᾶ Σισώη, πώς ἐπιθυμοῦσε μὲν νὰ διατηρεῖ καθαρὴ τὴν καρδιά του, ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωνε πάντοτε.
— Ὅσο ἀφήνουμε, παιδί μου, ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα μὲ τὴν γλῶσσα μας, δὲν καταλαβαίνεις πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ κρατήσουμε καθαρὴ τὴν καρδιά μας; τοῦ εἶπε ὁ σοφὸς Ἀββᾶς.
Ὅταν ὁ Μέγας Ἀρσένιος ἀρρώστησε καὶ κατάλαβε πὼς εἶχε φτάσει πιὰ τὸ τέρμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἄρχισε νὰ κλαίει.
— Φοβᾶσαι, Ἀββᾶ, τὸν ρώτησαν μ᾿ ἀπορία οἱ μαθητές του.
— Αὐτὸς ὁ φόβος, τέκνα, δὲν ἔλειψε στιγμὴ ἀπὸ τὴν καρδιά μου, ἀφ᾿ ὅτου ἔγινα Μοναχός, ἀποκρίθηκε ὁ μεγάλος φίλος τοῦ Θεοῦ κι ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ σοφὰ χείλη του.
Κάποιος Γέροντας πολὺ πνευματικὸς ἀξιώθηκε νὰ βλέπει ὁρατὸ σημεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ στόματα τῶν Ἀδελφῶν, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντάλλαζαν ἀδελφικὸ ἀσπασμὸ στὴ Θεία Λειτουργία, ὅταν ὁ Διάκονος ἔλεγε τὸ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους».