Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ




Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ


   Σὲ ἐποχὲς ἠθικῆς καταπτώσεως, ὅταν ὅλοι ἐγκατέλειπαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Νόμο Του, ὅταν ὅλος ὁ κόσμος τῶν ἀξιῶν σωριαζόταν σ’ ἐρείπια, βρισκότανε καὶ μεγάλες μορφὲς μ’ ὅλη τὴν ἀγωνιστικὴ διάθεση, μ’ ὅλη τὴν ὑπεράνθρωπη προσπάθεια νὰ σταματήσουν τὸ κακό, μ’ ὅλη τὴν ἀπόφαση νὰ θυσιάσουν καὶ τὴν ζωή τους στὸν ὑψηλὸ αὐτὸν ἀγῶνα.

   Ἦταν οἱ Προφῆτες. Κήρυκες τῆς ἀληθείας θεόσταλτοι. Μορφὲς ἐξαϋλωμένες. Βράχοι, ποὺ ξεσποῦσαν πάνω τους τὰ ἄγρια κύματα τῆς ἀπιστίας. Ἐρχότανε σὲ σημεῖο, πολλὲς φορές, νὰ νοιώσουν τὸν ἑαυτό τους, μόνο κατάμονο ἀγωνιστή, μέσα στὴν θάλασσα μιᾶς ἀπεγνωσμένης προσπάθειας. Πολλὲς φορὲς βγῆκε ἀπ’ τὸ στόμα τους πικρὸ παράπονο –ψυχικὸ κλάμα– πρὸς τὸν Θεό. Μὰ ἀπ’ τὸν ἴδιο, πάλι, ἔπαιρναν δύναμη, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα. Ἔπαιρναν δύναμη νὰ ἐλέγξουν κι αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς, γιὰ πράξεις παράνομες καὶ νὰ προδηλώσουν ἄφοβα σ’ αὐτοὺς τὴν θεία τιμωρία, ποὺ τοὺς περίμενε ἂν συνέχιζαν ἀμετανόητοι τὸν δρόμο τους. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, «τῶν προφητῶν ἡ κρηπὶς Ἠλίας ὁ ἔνδοξος», γιορτάζεται τὴν 20ὴ Ἰουλίου.

 

   Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ σκληροῦ βασιλέως Ἀχαὰβ καὶ τῆς ἄπιστης βασίλισσας Ἰεζάβελ (10ον π.Χ. αἰῶνα). Σ’ αὐτὸν δόθηκε ὁ κλῆρος νὰ ἀντιμετωπίσει ὅλη τὴν σκληρότητα, καὶ τὸν μαῦρο ὄγκο τῆς ἀπιστίας τοῦ λαοῦ καὶ τῶν βασιλέων του. Εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ προσκυνοῦσαν ὡς θεοὺς τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη, χτίζοντας ναοὺς γι’ αὐτοὺς πάνω στὰ ἱερὰ χώματα τῆς γῆς τοῦ Ἰσραήλ. Πρὸς τὸν Ἀχαάβ, λοιπόν, καὶ τὴν Ἰεζάβελ ἐστάλη ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ κηρύξει τὴν μετάνοια προλέγοντας ὅτι μεγάλη τιμωρία, ξηρασία καὶ πείνα, γιὰ χρόνια πολλὰ θὰ μάστιζαν τὸν λαό, ἂν δὲν γκρέμιζαν τὰ εἴδωλα. Μὰ αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν πίστευσαν, ἀλλὰ καὶ κατεδίωξαν τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ Προφήτη. Κι αὐτὸς μὲν κατέφυγε «εἰς τὸν χείμαρρον Χορράθ, ἐγγὺς Ἰορδάνου» στὸν λαὸ δὲ ἔπεσε ἡ βαρειὰ τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Τριάμισι χρόνια εἶχαν νὰ δοῦν βροχή.

   Ὁ Ἀχαὰβ ἀντὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζητοῦσε τὸν Ἠλία νὰ ἐξολοθρεύσει, ὡς αἴτιο τῆς ἀνομβρίας. Κι ἦρθε καιρὸς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Ἠλίας ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ἀχαάβ, ἐλπίζοντας αὐτὴ τὴν φορὰ νὰ νικήσει τὴν ἀπιστία του, καὶ νὰ σωθεῖ ὁ λαὸς ἀπ’ τὴν καταστροφὴ τῆς ἀνομβρίας. Δὲν ἔδειξε ὅμως ὁ Ἀχαὰβ μετάνοια. Μόνο ποὺ δέχθηκε τὴν πρόταση τοῦ Ἠλία, νὰ δοκιμάσουν καὶ νὰ ἀποδείξουν ποιός ἦταν ὁ ἀληθινὸς Θεός. Θὰ προσευχόντουσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, θὰ προσευχόταν καὶ ὁ Ἠλίας μόνος του. Κι ὅποιος ἀπ’ τοὺς θεοὺς θὰ ἄκουγε τὶς προσευχές τους αὐτὸς θὰ ἀποδεικνύετο ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ θἄπρεπε νὰ πιστεύουν.

   Ὅλος ὁ λαὸς ἀνέβηκε στὸ ὄρος Κάρμηλο τὴν ἡμέρα ποὺ συμφώνησαν καὶ τετρακόσιοι πενήντα ἱερεῖς τῶν εἰδώλων καὶ ὁ Ἀχαὰβ ὁ ἴδιος. Ἔκαμαν θυσιαστήριο καὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται –κατὰ τὴν συμφωνία– νὰ ρίψει ὁ θεὸς φωτιά, νὰ ἀνάψουν τὰ ξύλα τοῦ θυσιαστηρίου μόνα τους. Μὰ ὅσο κι ἂν παρακαλοῦσαν ὅσο κι ἂν φώναζαν χιλιάδες λαοῦ, «οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις». Μόνος περίμενε τὴν σειρά του ὁ Ἠλίας. Δὲν βιαζότανε. «Φωνάξτε ἀκόμα τοὺς ἔλεγε, μήπως κοιμᾶται ὁ θεὸς καὶ δὲν ἀκούει». Μὰ κόντευε νὰ βραδυάσει χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἀπελπισμένοι ἀποσύρθηκαν οἱ ἄπιστοι, κι ἔστρεψαν τὴν προσοχή τους στὸν βωμό, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Ἠλίας. Κι ἐκεῖνος, γιὰ νὰ λείψει κάθε ὑποψία ζήτησε νὰ καταβρέξουν τὰ ξύλα κι αὐτὰ καὶ τὸ σφάγιο καὶ τὶς πέτρες τοῦ βωμοῦ του. Κι ὅταν ἔγινε κι αὐτὸ γονάτισε καὶ εἶπε λίγα λόγια βγαλμένα ἀπ’ τὴν καρδιά του: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐπάκουσον μου σήμερον ἐν πυρὶ καὶ γνώτωσαν πᾶς ὁ λαὸς οὗτος ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ»...

   Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει τὴν προσευχή του ὁ Ἠλίας, καὶ ἦρθε φωτιὰ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέκαυσε καὶ τὰ ξύλα καὶ τὶς πέτρες τοῦ θυσιαστηρίου. Τὸ μεγάλο θαῦμα συγκλόνισε ψυχές. Ἄνοιξαν καὶ πάλι τὰ μάτια τοῦ λαοῦ. Μὲ περιφρόνηση εἴδανε τώρα τὸν Ἀχαὰβ καὶ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, ἐνῶ στὶς ψυχές τους ἄνθιζε ἡ μετάνοια καὶ στὰ χείλη τους ὁ ψαλμός: «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν! Σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος».

   Ὁ Ἀχαὰβ καθότανε σκυφτός. Καὶ ἡ Ἰεζάβελ χειρότερα ἔτριξε τὰ δόντια της κι ὁρκίσθηκε ἐκδίκηση στὸν Προφήτη. Ὅμως γιὰ τὴν μετάνοια τοῦ λαοῦ δόθηκε ἡ σωτηρία. Ὅπως εἶπε ὁ Ἠλίας, δὲν πρόλαβε καλὰ καλὰ νὰ κατεβεῖ ὁ λαὸς ἀπὸ τὸν Κάρμηλο κι ἄρχισε νὰ πέφτει πλούσια βροχή.

   Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ περίπτωση ποὺ ὁ Ἠλίας ἤλεγξε τοὺς ἀπίστους βασιλεῖς Ἀχαὰβ καὶ Ἰεζάβελ. Μὲ προφητικὴ αὐστηρότητα ἤλεγξε τὸν Ἀχαὰβ καὶ ὅταν φόνευσε τὸν Ναβουθαί, κατ’ ἀπαίτηση τῆς Ἰεζάβελ, γιὰ νὰ τοῦ πάρει τὸ ὡραῖο καὶ ζηλευτὸ ἀμπέλι του.

 

   Δεκαπέντε χρόνια βάσταξε ἡ προφητικὴ δράση τοῦ Ἠλία. Πολλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν ἀπ’ αὐτὰ τὰ χρόνια τῶν ἀγώνων του, ἂν ἦταν δυνατὸν σ’ αὐτὸ τὸν χῶρο. Ὅσο γιὰ τὸ τέλος του, εἴχαμε γράψει λίγα λόγια στὴν ζωὴ τοῦ Ἐλισσαίου. Γι’ αὐτὸ μὲ μιὰ θερμὴ εὐχὴ καὶ σύσταση θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω τὶς γραμμὲς αὐτές. Νὰ παίρναμε περισσότερο στὰ χέρια μας τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν δύναμη καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς θρησκείας μας.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.

 

ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει καὶ λεπροὺς καθαρίζει· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα.


 [Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 166-169. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]