ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθαίου ΙΘ΄ 16–26)
ΟΜΙΛΙΑ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΟΧΙ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ,
ΑΛΛΑ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΖΕΙ Ἢ ΚΟΛΑΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*
Ὅποιος στοχαστεῖ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ, «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε
πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς»1, ἐκεῖνος πιστεύει καὶ
πείθεται ὅτι ἡ πτωχεία ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὴν τελειότητα. Πείθεται, λέγω,
ὅτι ὁ μὲν φτωχὸς γίνεται τέλειος στὴν ἀρετή, ὁ δὲ πλούσιος μένει πάντοτε ἀτελὴς
στὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς. Κι ἀληθῶς βλέπουμε ὅτι ὁ πλούσιος εὔκολα καταγκρεμίζεται
σέ ’κεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, στὰ ὁποῖα πολὺ δύσκολα περιπίπτει ὁ φτωχός. Ἡ πολυποικιλία
τῶν ἐκλεκτῶν φαγητῶν, τὸ πλῆθος τῶν πολυειδῶν ποτῶν, ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση καὶ ἡ
τρυφή, ἀνάβουν φλογερὲς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ἡ ξηροφαγία καὶ ὑδροποσία, ἡ
κακουχία καὶ οἱ σωματικοὶ κόποι μαραίνουν τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν· τὰ
πρῶτα μετέρχονται (χρησιμοποιοῦν) οἱ πλούσιοι, τὰ δεύτερα οἱ φτωχοί. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ὁ μὲν
πλούσιος εὔκολα περιπίπτει στὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, ὁ δὲ φτωχὸς δύσκολα γίνεται
ἀσελγής. Ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ πλούτου, ἡ περιποίηση καὶ οἱ ἔπαινοι καὶ ἡ κολακεία
τῶν ἀνθρώπων ἐξεγείρουν σφόδρα τὰ κύματα τῆς ὑπερηφάνειας· ἡ εὐτέλεια τῆς
πτωχείας, ἡ παραδρομὴ καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων βυθίζουν
τὴν ψυχὴ στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως· τὰ πρῶτα περιστοιχοῦν τοὺς πλουσίους, στὰ
δεύτερα ὑπόκεινται οἱ φτωχοί. Γιὰ τοῦτο ὁ μὲν πλούσιος εὔκολα γίνεται
ὑπερήφανος, ἀλλ’ ὑπερήφανο φτωχὸ δύσκολα βρίσκεις. Ἡ καρδιὰ τοῦ πλουσίου ἔχει
δεσμοὺς πολλοὺς καὶ μεγάλους· τὴν δεσμεύει ὁ πόθος τοῦ χρυσοῦ, τὴν δεσμεύει ἡ
ἀστραπὴ τῶν πολύτιμων λίθων καὶ τῶν λαμπρῶν κειμηλίων, τὴν δεσμεύει ἡ καρποφορία
τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν ἀμπελώνων, τὴν δεσμεύει ἡ μεγαλοπρέπεια τῶν παλατιῶν καὶ ἡ
ὑπηρεσία τῶν δούλων· ὅσα πράγματα ἔχει, τόσοι δεσμοὶ γίνονται τῆς καρδιᾶς του
καὶ τόσοι δεσπότες. Τοῦ φτωχοῦ ἡ καρδιὰ δὲν ἔχει κανένα δεσμὸ καὶ κανένα
δεσπότη, ἐπειδὴ τίποτε δὲν ἔχει ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ δεσμεύσει ἢ νὰ ὑποδουλώσει τὴν
καρδιά του. Ἡ ἀγάπη τοῦ πλουσίου εἶναι κολλημένη καὶ προσηλωμένη στὸν πλοῦτο του·
ἡ ἀγάπη τοῦ φτωχοῦ εἶναι ἐλεύθερη κι ἀδούλωτη. Γιὰ τοῦτο ὁ μὲν πλούσιος πολὺ
δύσκολα προσφέρει τὴν καρδιά του στὸν Θεό, πολὺ δύσκολα τὸν ἀγαπᾶ μὲ τέλεια
ἀγάπη· ὁ φτωχὸς μὲ μεγάλη εὐκολία ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ διανοίας καὶ
ἰσχύος. Κ’ ἐπειδή, ὅπου λείπει ἡ τέλεια ἀγάπη, ἐκεῖ λείπει τῶν ἀρετῶν ἡ
τελειότητα, γιὰ τοῦτο ὁ μὲν πλούσιος πολὺ δύσκολα γίνεται τέλειος, ὁ δὲ φτωχὸς ἀνεβαίνει
εὐκολώτερα στὴν δυνατὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τελειότητα· γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶπε ὁ
Κύριός μας· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι,
ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς»2.