Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν*


   Τὸν Αὔγουστο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Παναγίας, τὸν θάνατό της, γνωστὸ ὡς Κοίμηση, μιὰ λέξη ὅπου τὸ ὄνειρο, ἡ μακαριότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἠρεμία καὶ ἡ χαρὰ ἑνώνονται.

   Τίποτε δὲν γνωρίζουμε γιὰ τὶς συνθῆκες ποὺ περιβάλλουν τὸν θάνατο τῆς Παναγίας, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Διάφορες ἱστορίες, διανθισμένες μὲ παιδικὴ ἀγάπη καὶ τρυφεράδα, ἔχουν φθάσει ὡς ἐμᾶς ἀπὸ τὸν πρώιμο Χριστιανισμό, ἀλλά, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ποικιλίας τους, δὲν νιώθουμε ὑποχρέωση νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν «ἱστορικότητα» καμιᾶς ἀπ᾿ αὐτές.

   Στὴν Κοίμηση, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ μνημόνευση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπικεντρώνονται στὸ ἱστορικὸ καὶ πραγματικὸ πλαίσιο, οὔτε στὴν ἡμερομηνία καὶ στὸν τόπο ὅπου αὐτὴ ἡ μοναδικὴ γυναῖκα, αὐτὴ ἡ Μητέρα ὅλων τῶν μητέρων, ὁλοκλήρωσε τὴν ἐπίγεια ζωή της. Ὁποτεδήποτε καὶ ὁπουδήποτε κι ἂν αὐτὸ συνέβη, ἡ Ἐκκλησία, ἀντ᾿ αὐτοῦ, παρατηρεῖ τὴν οὐσία καὶ τὸ νόημα τοῦ θανάτου της, μνημονεύοντας τὸν θάνατο αὐτῆς ποὺ Υἱός της, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, κατέβαλε τὸν θάνατο, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καὶ μᾶς ὑποσχέθηκε τὴν τελικὴ ἀνάσταση καὶ τὴν νίκη τῆς ἀθάνατης ζωῆς.

   Ὁ θάνατός της ἀναλύεται καλύτερα μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ εἶναι τοποθετημένη στὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς κέντρο ὅλου τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἡ Θεοτόκος νεκρὴ βρίσκεται στὸ νεκροκρέβατό της. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι συναγμένοι γύρω της, καὶ ἀπὸ πάνω της στέκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, κρατώντας στὰ χέρια τὴν Μητέρα Του, ἡ ὁποία εἶναι ζωντανὴ καὶ αἰώνια ἑνωμένη μαζί Του. Ἐδῶ βλέπουμε τὸν θάνατο κι ὅ,τι ἔχει ἤδη περάσει σ᾿ αὐτὸ τὸν συγκεκριμένο θάνατο: ὄχι ρήξη ἀλλὰ ἕνωση. Ὄχι λύπη ἀλλὰ χαρά. Καὶ σ᾿ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, ὄχι θάνατος ἀλλὰ ζωή. «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, βλέποντας αὐτὴ τὴν εἰκόνα. «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε…».

   Τὰ λόγια μιᾶς βαθύτατης καὶ πολὺ ὄμορφης προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνεται στὴν Παναγία ἔρχονται τώρα στὸ νοῦ μας, «Χαῖρε αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας!» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τὸ φῶς ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὴν Κοίμηση προέρχεται ἀκριβῶς ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἄδυτη, μυστικὴ Ἡμέρα. Παρατηρώντας αὐτὸν τὸν θάνατο, καὶ στεκόμενοι δίπλα σ᾿ αὐτὸ τὸ νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ θάνατος δὲν ἰσχύει πλέον, ὅτι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου ἑνὸς ἀνθρώπου ἔχει γίνει τώρα μία πράξη ζωῆς. Αὐτὴ ποὺ δόθηκε ἐντελῶς στὸν Χριστό, ποὺ Τὸν ἀγάπησε ἕως τέλους συναντιέται μ᾿ Αὐτὸν σ᾿ ἐκεῖνες τὶς φωτεινὲς πύλες τοῦ θανάτου κι ἐκεῖ ὁ θάνατος μεταστρέφεται ἀμέσως σὲ χαρμόσυνη συνάντηση ἡ ζωὴ θριαμβεύει, ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦν πάνω στὰ πάντα.

   Γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε κι ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸν θάνατο Αὐτῆς ποὺ ὑπῆρξε μητέρα τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἔδωσε ζωὴ στὸν Σωτῆρα καὶ Κύριό μας· ποὺ Τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ μέχρι τέλους καὶ στάθηκε δίπλα Του στὸν Σταυρό. Καὶ παρατηρώντας ἡ Ἐκκλησία τὸν θάνατό της, ἀνακάλυψε καὶ βίωσε τὸν θάνατο ὄχι ὡς φόβο, τρόμο, τέλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀστραποβόλα καὶ αὐθεντικὴ Ἀναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοῖς ἄσμασιν, ἀνυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διὰ γὰρ τῆς ἀθανάτου Κοιμήσεώς σου ἡγίασας τὰ σύμπαντα…». Ἐδῶ, σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς Ἑορτῆς, βρίσκουμε ἀμέσως νὰ ἐκφράζεται ἡ βαθιὰ οὐσία τῆς χαρᾶς της: «Νέκρωσις ἄφθορος», ἀθάνατη κοίμηση. Ποιό εἶναι ὅμως τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικῆς καὶ φανερὰ παράλογης συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν λέξεων; Στὴν Κοίμηση μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο τὸ χαρμόσυνο μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θανάτου καὶ γίνεται χαρά μας, ἐπειδὴ ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἕνας ἀπὸ μᾶς. Ἂν ὁ θάνατος εἶναι ὁ τρόμος καὶ ἡ θλίψη τοῦ χωρισμοῦ, ἡ κάθοδος στὴν τρομερὴ μοναξιὰ καὶ τὸ σκοτάδι, τότε τίποτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι παρὸν στὸν θάνατο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀφοῦ ὁ θάνατός της, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωή της, εἶναι μιὰ συνάντηση, ἀγάπη, συνεχὴς κίνηση πρὸς τὸ αἰώνιο, ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνιότητας καὶ μιὰ εἴσοδος σ᾿ αὐτό. «Ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβο», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰωάνν. 4, 18). Γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει φόβος στὴν ἄφθορη κοίμηση τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος ἔχει καταληφθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον, ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι τὸν γεμίζει ζωὴ θριαμβεύουσα. Ὁ θάνατος γίνεται «αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας». Ἔτσι στὴ γιορτὴ δὲν ὑπάρχει οὔτε λύπη, οὔτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, οὔτε στενοχώρια, ἀλλὰ μόνο φῶς καὶ ζωή. Προσεγγίζοντας τὴν πόρτα τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου μας, εἶναι σὰν νὰ τὴν βρίσκουμε ὀρθάνοικτη, μὲ τὸ φῶς νὰ ξεχύνεται ἀπὸ τὴ νίκη ποὺ πλησιάζει ἀπὸ τὴν ἐρχόμενη ἐπικράτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

   Στὴ λάμψη αὐτοῦ τοῦ ἀσύγκριτου φωτὸς τῆς ἑορτῆς, στὶς αὐγουστιάτικες αὐτὲς μέρες, ὅταν ὁ φυσικὸς κόσμος φθάνει στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ὀμορφιᾶς του καὶ γίνεται ὕμνος δοξολογίας καὶ ἐλπίδας καὶ σύμβολο ἑνὸς ἄλλου κόσμου, ἀκούγονται τὰ λόγια τῆς Κοιμήσεως, «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον…». Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητα καὶ ἀθανασία. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον ρήξη ἀλλὰ ἕνωση. Δὲν εἶναι λύπη, ἀλλὰ χαρά. Δὲν εἶναι ἧττα, ἀλλὰ νίκη. Αὐτὰ εἶναι ὅσα ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Παρθένου, καθὼς τὰ προεικονίζουμε ἀπὸ τώρα, στὴν αὐγὴ τῆς μυστικῆς καὶ αἰώνιας Ἡμέρας.


*Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: «Ἡ Παναγία» π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν. Μετάφραση: Ἰωσήφ Ροηλίδης, Ἐκδόσεις: Ἀκρίτας, Ἰούνιος 2000.