Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Ὁ ὅσιος Ὤρ




Ὁ ὅσιος Ὤρ

Ἑορτάζει τὴν ζ΄ () Αὐγούστου.


Ἐκ τοῦ ΛΑΥΣΑΪΚΟΥ*


Ἐκ γῆς ἀπελθὼν Ὢρ ἐμὸς λέγει· Χάρις,

Ὑπὲρ τὸν Ὢρ πέφυκε τὸν σόν, ὦ Νόμε.


   Στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας ἐχρημάτισε ὁ ὅσιος καὶ θαυμάσιος Ὤρ, ὄντας προεστὼς ἐπάνω σὲ χίλιους ἀδελφοὺς ποὺ πολιτεύονταν ζωὴ Ἀγγελική. Ὁ γέροντας εἶχε φτάσει τοὺς ἐννενῆντα χρόνους τῆς ἡλικίας του καὶ παρ’ ὅλο τοῦτο ἦταν ὄρθιος, ὑγιής, λαμπρὸς στὸ πρόσωπο καὶ τόσο στὰ αἰσθητήρια, στὴν σοφία καὶ στὴν σύνεση ἦταν ἄψογος καὶ μάλιστα πληρέστατος, σὰν ν’ αὔξανε μαζὶ μὲ τὴν ἡλικία ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σύνεση. Εἶχε ξεχωριστὴ χάρη Θεοῦ, ὥστε νὰ τὸν εὐλαβοῦνται καὶ οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ βάρβαροι.

   Ὁ τρισμακάριστος αὐτὸς Πατήρ, ἀφοῦ ἔκαμε στὴν βαθύτατη ἔρημο μεγάλη ἅσκηση καὶ πολλοὺς ἀγῶνες ὁλομόναχος, ἦλθε ὕστερα στὴν ἐδῶθε ἔρημο, ὅπου ἐπιμελήθηκε κ’ ἔγιναν ἱερὰ Μοναστήρια, στὰ ὁποῖα ἔκαμε κόπους ὑπερβολικούς, φυτεύοντας μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ἀμπελῶνες, κήπους καὶ διάφορα δέντρα, ὥστε ἔγινε δάσος πολὺ μεγάλο. Μᾶς ἔλεγαν οἱ Πατέρες, ὅτι πρὶν ἔλθει ὁ Ἀββᾶς Ὤρ σέ ’κείνη τὴν ἔρημο, κανένα ξύλο δὲν φαινόταν.

   Τὸ κυρίως ἔργο ποὺ εἶχε, ἦταν νὰ προσεύχεται συχνὰ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν καὶ γιὰ τὴν εἰρήνη κι ὁμόνοιά τους, ὥστε νἄχουν ἀναμεταξύ τους ἀγάπη ἀδελφική.

   Τοῦτος ὁ θεῖος ἄνδρας, ὅταν στὴν ἀρχὴ ἡσύχαζε στὴν ἔρημο, ἔτρωγε μόνο βότανα, ἔπινε νερὸ ὅταν εὕρισκε καὶ ὅλο του τὸ ἔργο ἦταν ἡ προσευχή. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γηραλέα, φάνηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου λέγοντας:

   – Ὁ Κύριος σὲ κατέστησε ἡγούμενο καὶ προεστῶτα σὲ πλῆθος Μοναχῶν, ἕως δέκα χιλιάδες. Ἔχε λοιπὸν βέβαιες ἐλπίδες, ὅτι θὰ τοὺς ποιμάνεις σὲ νομὴ σωτήρια. Καὶ σὲ ὅ,τι ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θ’ ἀποτύχεις· ἀλλ’ οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὖναι μαζί σου, θὰ λείψουν ποτὲ ὅσα χρειάζονται γιὰ τὴν παροῦσα ζωή.

   Καὶ ταῦτα ἀκούγοντας ὁ Ὅσιος, ὅρμησε στὴν ἔρημο ἐκεῖ κοντά, καὶ πρῶτα κατοίκησε κατὰ μόνας, κάνοντας ἕνα μικρὸ καλύβι. Ἡ τροφή του ἦταν ὠμὰ λάχανα. Καὶ μεταλάβαινε κάθε ἑβδομάδα.

   Κι ἐπειδὴ κατ’ ἀρχὰς εἶχε ἀνάγκη νὰ πηγαίνει ἀπ’ τὴν ἔρημο στὴν πόλη καμμιὰ φορά, τοῦ δόθηκε χάρη παρὰ Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ μάθει γράμματα, ἀποστήθησε ὅλη τὴν θεία Γραφή· καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ἔδιναν βιβλίο, τὸ διάβαζε μ’ εὐκολία καὶ τὸ ἐξηγοῦσε ὀρθότατα.

   Ἔλαβε ἀκόμη κι ἄλλη χάρη παρὰ Θεοῦ, νὰ διώχνει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλα χαρίσματα ἰαμάτων, ὥστε διεδόθη ἡ φήμη του σὲ διάφορα μέρη καὶ συνάχτηκαν ἐκεῖ στὴν ἔρημο ποὺ κατοικοῦσε, ἕως τρεῖς χιλιάδες Ἀδελφοί.

   Ὅταν πήγαμε ’μεῖς καὶ μᾶς εἶδε ὁ Ὅσιος, χάρηκε πάρα πολύ. Μετὰ τὸν ἀσπασμὸ μᾶς ἐνηγκαλίσθη καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ἔπλυνε τὰ πόδια μας. Ἔπειτα ἄρχισε σοφώτατη καὶ θεολογικώτατη διδασκαλία ἀπὸ τὰ κεφάλαια τῆς θείας Γραφῆς γιὰ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα. Ὕστερα μᾶς παρεκίνησε σὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία Θεοῦ, ἐπειδὴ τέτοια τάξη ὑπῆρχε στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Ὅτι σὲ κάθε καιρὸ καὶ κάθε ὑπόθεση, πάντοτε ἔβαναν τὴν δοξολογία καὶ τὴν προσευχὴ ὁδηγὸ πρὸς τὸν Θεό. Καὶ μετὰ τὴν πνευματικὴ τροφή, δηλαδὴ τὴν προσευχὴ, μᾶς κάλεσε στὴν σωματική, ἀλλὰ κι ὅταν καθόμασταν στὴν τράπεζα, δὲν ἔλειπαν ἀπό ’κεῖνο τὸ ἁγιώτατο στόμα τὰ ψυχωφελῆ διηγήματα. Ἐξῆλθε –ὅπως εἴπαμε– ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου σὲ πολλὰ μέρη κ’ ἔτρεχαν ἀπὸ παντοῦ οἱ μοναχοί. Κι εὐθὺς ποὺ ἔρχονταν, μάζωνε ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς κι ἄλλος ἔφερνε λίθους, ἄλλος ξύλα, κι ἄλλος κουβαλοῦσε νερό, ὥστε μονοήμερα τοὺς ἔκτιζε κελλιὰ καὶ κατοικοῦσαν σ’ αὐτά.

   Μιὰ φορὰ ἦλθε σ’ αὐτὸν ἕνας ψευδολόγος καλόγερος χωρὶς φορέματα, γιὰ νὰ τὸν ἐνδύσει τάχα ὁ Ὅσιος. Ὅμως αὐτὸς –ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικοῦσε μέσα του– γνώρισε τὸν δόλο καὶ τοῦ λέει:

   – Ἔχεις, ἀδελφέ, τὸ τάδε ἐξωφόρι κ’ ἐσωφόρι κρυμμένα στὸ δεῖνα μέρος, πήγαινε φόρεσέ τα καὶ μὴ ψεύδεσαι τὸ ἐπάγγελμά σου.

   Μὲ τοῦτο τὸ παράδοξο, δὲν ἀποτολμοῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ψέμα ποτὲ στὸν Ὅσιο.

   Ἦταν δὲ νὰ θαυμάζει κανεὶς βλέποντας στὸν Ὅσιο αὐτὸν τὸ πλῆθος τῶν ἀδελφῶν τοὺς ὁποίους ἐπιστατοῦσε, πῶς στέκονταν στὴν Ἐκκλησία, μὲ τόση εὐλάβεια κ’ εὐταξία, ποὺ φαίνονταν σὰν χοροὶ τῶν Ἀγγέλων στὸν Οὐρανό. Γιὰ τοῦτον τὸν Ἅγιο μαρτυροῦσαν οἱ ἀδελφοὶ ὅλοι μ’ ἕνα στόμα, ὅτι στάθηκε μέγας στὴν ἀρετή· καὶ μάλιστα ἡ ἁγία Μελάνη ἡ Ρωμαία, ποὺ τὸν ἀντάμωσε στὸ ὄρος, ἐθαύμασε τὴν ἁγία πολιτεία του. Κι ἔλεγαν ὅτι, κοντὰ στὰ πολλά του μεγάλα κατορθώματα, οὔτε εἶπε ποτὲ σ’ ὅλη του τὴν ζωὴ ψέμα, οὔτε ὁρκίστηκε, οὔτε καταράστηκε ἄνθρωπο, οὔτε χωρὶς ἀνάγκη συναντοῦσε κάποιον.


* * * * *

Ἐκ τοῦ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΥ**


   Στὴν περιοχὴ ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ἀββᾶς Ὤρ, σὲ μιὰ πόλη κοντὰ σ’ αὐτήν, ζοῦσε ἕνας ἄρχοντας ποὺ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ κόμητος, ὀνομαζόμενος Λογγῖνος. Τοῦτος, ἦταν ἐλεήμων κ’ εὐλαβής. Ἐπειδὴ σεβόταν πολὺ τὸν Ἀββᾶ Ὤρ, παρεκάλεσε ἕνα Μοναχὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν ὀνομαστὸ αὐτὸν Ἀσκητή.

   Ὁ Μοναχός, ποὺ γνώριζε ὅτι ὁ ὅσιος Ὤρ δὲν ἀγαποῦσε τὶς φιλίες τῶν κοσμικῶν πλουσίων κ’ ἐνδόξων ἀνθρώπων, καὶ πόσο δύσκολα δεχόταν τέτοιους ἀνθρώπους, ἦλθε, λοιπόν, μιὰ μέρα σ’ αὐτὸν κι ἄρχισε νὰ ἐγκωμιάζει τὸν κόμητα Λογγῖνο, ὅτι εἶναι πολὺ καλὸς καὶ κάνει πολλὲς ἐλεημοσύνες. Κι ἀφοῦ κατάλαβε ὁ Γέροντας τὸν σκοπὸ τῶν ἐπαίνων καὶ τῶν ἐγκωμίων τοῦ λέει:

   – Πράγματι, καλὸς εἶναι.

   Ὁ Μοναχός τότε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Ὅσιο λέγοντας:

   – Κάμε ἀγάπη, Ἀββᾶ, νὰ τοῦ ἐπιτρέψεις νὰ ἔλθει νὰ σὲ δεῖ καὶ νὰ σὲ γνωρίσει.

   Ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:

   – Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον, αὐτός, νὰ περάσει τὸ φαράγγι τοῦτο· οὔτε θὰ μὲ δεῖ.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «ΛΑΥΣΑΪΚΟΝ», Βενετία 1866, σελ. 30, 31.

** «Εὐεργετινός», τόμ. Γ΄, Ὑπόθεσις ΚΖ΄. Βλέπε καὶ «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 6ος, σελ. 176, 177.

 


(Ἐπιμέλεια κειμένων, φραστικὴ διασκευὴ καὶ διορθώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).