Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΟΧΙ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ, ΑΛΛΑ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΖΕΙ Ἢ ΚΟΛΑΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου ΙΘ΄ 16–26)

 

ΟΜΙΛΙΑ

 ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΟΧΙ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ,

 ΑΛΛΑ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΖΕΙ Ἢ ΚΟΛΑΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   Ὅποιος στοχαστεῖ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς»1, ἐκεῖνος πιστεύει καὶ πείθεται ὅτι ἡ πτωχεία ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὴν τελειότητα. Πείθεται, λέγω, ὅτι ὁ μὲν φτωχὸς γίνεται τέλειος στὴν ἀρετή, ὁ δὲ πλούσιος μένει πάντοτε ἀτελὴς στὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς. Κι ἀληθῶς βλέπουμε ὅτι ὁ πλούσιος εὔκολα καταγκρεμίζεται σέ ’κεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, στὰ ὁποῖα πολὺ δύσκολα περιπίπτει ὁ φτωχός. Ἡ πολυποικιλία τῶν ἐκλεκτῶν φαγητῶν, τὸ πλῆθος τῶν πολυειδῶν ποτῶν, ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση καὶ ἡ τρυφή, ἀνάβουν φλογερὲς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ἡ ξηροφαγία καὶ ὑδροποσία, ἡ κακουχία καὶ οἱ σωματικοὶ κόποι μαραίνουν τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν· τὰ πρῶτα μετέρχονται (χρησιμοποιοῦν) οἱ πλούσιοι, τὰ δεύτερα οἱ φτωχοί. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ὁ μὲν πλούσιος εὔκολα περιπίπτει στὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, ὁ δὲ φτωχὸς δύσκολα γίνεται ἀσελγής. Ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ πλούτου, ἡ περιποίηση καὶ οἱ ἔπαινοι καὶ ἡ κολακεία τῶν ἀνθρώπων ἐξεγείρουν σφόδρα τὰ κύματα τῆς ὑπερηφάνειας· ἡ εὐτέλεια τῆς πτωχείας, ἡ παραδρομὴ καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων βυθίζουν τὴν ψυχὴ στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως· τὰ πρῶτα περιστοιχοῦν τοὺς πλουσίους, στὰ δεύτερα ὑπόκεινται οἱ φτωχοί. Γιὰ τοῦτο ὁ μὲν πλούσιος εὔκολα γίνεται ὑπερήφανος, ἀλλ’ ὑπερήφανο φτωχὸ δύσκολα βρίσκεις. Ἡ καρδιὰ τοῦ πλουσίου ἔχει δεσμοὺς πολλοὺς καὶ μεγάλους· τὴν δεσμεύει ὁ πόθος τοῦ χρυσοῦ, τὴν δεσμεύει ἡ ἀστραπὴ τῶν πολύτιμων λίθων καὶ τῶν λαμπρῶν κειμηλίων, τὴν δεσμεύει ἡ καρποφορία τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν ἀμπελώνων, τὴν δεσμεύει ἡ μεγαλοπρέπεια τῶν παλατιῶν καὶ ἡ ὑπηρεσία τῶν δούλων· ὅσα πράγματα ἔχει, τόσοι δεσμοὶ γίνονται τῆς καρδιᾶς του καὶ τόσοι δεσπότες. Τοῦ φτωχοῦ ἡ καρδιὰ δὲν ἔχει κανένα δεσμὸ καὶ κανένα δεσπότη, ἐπειδὴ τίποτε δὲν ἔχει ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ δεσμεύσει ἢ νὰ ὑποδουλώσει τὴν καρδιά του. Ἡ ἀγάπη τοῦ πλουσίου εἶναι κολλημένη καὶ προσηλωμένη στὸν πλοῦτο του· ἡ ἀγάπη τοῦ φτωχοῦ εἶναι ἐλεύθερη κι ἀδούλωτη. Γιὰ τοῦτο ὁ μὲν πλούσιος πολὺ δύσκολα προσφέρει τὴν καρδιά του στὸν Θεό, πολὺ δύσκολα τὸν ἀγαπᾶ μὲ τέλεια ἀγάπη· ὁ φτωχὸς μὲ μεγάλη εὐκολία ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ διανοίας καὶ ἰσχύος. Κ’ ἐπειδή, ὅπου λείπει ἡ τέλεια ἀγάπη, ἐκεῖ λείπει τῶν ἀρετῶν ἡ τελειότητα, γιὰ τοῦτο ὁ μὲν πλούσιος πολὺ δύσκολα γίνεται τέλειος, ὁ δὲ φτωχὸς ἀνεβαίνει εὐκολώτερα στὴν δυνατὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τελειότητα· γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶπε ὁ Κύριός μας· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς»2.

   Ἀλλ’ ὁ Θεός, λέγεις, ἔκαμε καὶ τὸν πλούσιο καὶ τὸν φτωχό, «πλούσιος καὶ πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησε»3. Πῶς λοιπὸν ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Πατέρας ὅλων καὶ τοὺς ἀγαπᾶ ὅλους καὶ θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν, τοῦτον κάνοντάς τον πλούσιο, τοῦ ἔκαμε στενὴ τὴν ὁδὸ τῆς οὐρανίου βασιλείας, ἐκεῖνον ὅμως, μὲ τὸ νὰ τὸν ἀναδείξει φτωχό, πλάτυνε ὑπὲρ αὐτοῦ τὸν δρόμο τοῦ Παραδείσου; Γιατί ὁ Θεὸς τόσο ἄνισα διαμέρισε σ’ αὐτοὺς τ’ ἀγαθά του; Γιατί δὲν κατέστησε ὅλους πλούσιους ἢ ἔστω ὅλους φτωχούς; Ἐπειδὴ ἐπίσης ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ, καὶ θέλει τὴν σωτηρία ὅλων, γιὰ τοῦτο ἔκαμε αὐτὴ τὴν ἄνιση διανομή. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ μόνος, ἔχει ἀνάγκη βοηθοῦ. «Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ’ αὐτόν»4. Ἔζησαν κάποιοι στὴν ἔρημο κατὰ μόνας, ἀλλὰ πολὺ λίγοι κ’ ἐκλεκτοί, ἐνδυναμούμενοι ἀπὸ τὴν θεία χάρη, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀλλὰ τ’ οὐρανοῦ, δὲν ἦσαν ἐπίγειοι ἄνθρωποι, ἀλλ’ ὅπως οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο ὁμηγυρικὸ (κοινωνικό, συντροφικό), ἔχοντας ἀνάγκη τὴν βοήθεια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τοῦτο ὁ Θεὸς δὲν διαμοίρασε ἐξίσου τ’ ἀγαθά Του. Ἐὰν ὅλοι ἦσαν ἐξίσου πλούσιοι ἢ ὅλοι φτωχοί, οὔτε ἰατρὸ θἆχες γιὰ νὰ γιατρέψει τὴν ἀσθένειά σου, οὔτε τεχνίτη γιὰ νὰ ἑτοιμάζει τ’ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ζωή σου, οὔτε ὑπηρέτη γιὰ νὰ σὲ ὑπηρετήσει στὶς ἀνάγκες σου καὶ ν’ ἀναπληρώσει τὰ ὑστερήματά σου. Ἐάν, ἐπίσης, ὅλοι ἦσαν πλούσιοι ἢ φτωχοί, οὐδεμία ἀνάγκη θἆχε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ὡς ἐκ τούτου, θὰ ἔφευγαν (θ’ ἀπομακρύνονταν) οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους, θὰ σβηνόταν ἡ ἀγάπη, δὲν θὰ συγκροτοῦνταν καμμιὰ κοινωνία, καὶ γενικὰ οὐδεμία ἄνεση θά ’βλεπες ἐπὶ τῆς γῆς· κι ἔτσι εὔκολα θὰ ἐφθείρετο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀνισότητα ὅμως τῆς διανομῆς συνάπτει καὶ περισφίγγει τοὺς ἀνθρώπους θαυμάσια. Ὁ φτωχός, ἀναγκαζόμενος ἀπὸ τὴν φτώχεια του, ἔρχεται στὸν πλούσιο γιὰ νὰ λάβει ἀργύρια· ὁ πλούσιος, μὴ μπορῶντας νὰ ἐπαρκέσει στὶς ἐργασίες του, προσκαλεῖ τὸν φτωχὸ σὲ ὑπηρεσία καὶ βοήθεια. Ἀπὸ τοῦτο ἀποτελοῦνται καὶ στερεώνονται οἱ συνοικισμοί, τὰ χωριά, οἱ πόλεις καὶ τῶν ἀνθρώπων ἡ ὁμήγυρη· ἀπὸ τοῦτο τ’ ἀμοιβαῖα βοηθήματα (ἡ βοήθεια τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον), καὶ ἡ μετάδοση, ἡ ἀνάπαυση, ἡ ἀσφάλεια, ὁ πολλαπλασιασμός, καὶ ἡ στερέωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους· ἀπὸ τοῦτο δὲ καὶ ἡ σωτηρία, διότι ὁ μὲν πλούσιος σώζεται μὲ τὴν μετάδοση καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, ὁ δὲ φτωχὸς μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπομονή.

   Ἀλλ’ ὁ πλοῦτος, ἀποκρίνεσαι, δημιουργεῖ τόσα ἐμπόδια στὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς, ὥστε γίνεται σχεδὸν ἀδύνατο στὸν πλούσιο τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του. Ὁ πλοῦτος αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν οὔτε καλὸς εἶναι οὔτε κακός· γίνεται δὲ καλὸς ἢ κακὸς ἀπὸ τὴν θέλησή σου, ὅπως καὶ ἡ γλῶσσα σου. Μὲ τὴν γλῶσσα σου, ὅταν θέλεις, κάνεις πολλὰ καλά· συμβουλεύεις τὸ ἀγαθό, προσεύχεσαι, δοξολογεῖς τὸν Θεό, ἑρμηνεύεις τὶς θεῖες Γραφές, κηρύττεις τὸ Εὐαγγέλιο, διδάσκεις τὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἐπιστρέφεις τὸν ἁμαρτωλό, στηρίζεις τὸν ἐργάτη τῆς ἀρετῆς. Μὲ τὴν ἴδια γλῶσσα σου κάμεις φοβερὰ ἁμαρτήματα· προτρέπεις στὴν ἀνομία καὶ στὴν ἀδικία, κατακρίνεις, βρίζεις, συκοφαντεῖς, ψευδομαρτυρεῖς, προδίδεις, βλασφημεῖς. Κινεῖς τὴν γλῶσσα σου, ὅπως θέλεις, καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁμαρτία. Τὰ ἴδια γίνονται καὶ μὲ τὸν πλοῦτο. Ὅποιος χρησιμοποιήσει τὸν πλοῦτο καλῶς, ἐκεῖνος ἐργάζεται μεγάλες καὶ πολλὲς ἀρετές. Ποιός χορταίνει τὸν πεινασμένο καὶ ντύνει τὸν γυμνό; Ὁ πλούσιος. Ποιός ἐπιλαμβάνεται τοῦ ὀρφανοῦ καὶ προστατεύει τὴν χήρα; Ὁ πλούσιος. Ποιός ἐξαγοράζει τὸν αἰχμάλωτο κ’ ἐλευθερώνει τὸν βασανιζόμενο στὴν φυλακὴ γιὰ χρέη, καὶ σώζει παρθένους ποὺ κινδυνεύουν, καὶ κτίζει Θεοῦ θυσιαστήρια, καὶ στολίζει ἐκκλησίες; Ὁ πλούσιος. Ὅταν ὅμως, ὁ πλούσιος χρημοποιήσει κακῶς τὸν πλοῦτο, τότε καταγκρεμίζεται σὲ φοβερὰ ἀνομήματα, γίνεται ὑπερήφανος, κοιλιόδουλος, ἀσελγής, πλεονέκτης, φιλάργυρος, καταδυναστεύει ἄδικα τὸν ἀδύνατο, καταδιώκει τ’ ὀρφανό, κατατρέχει τὴν χήρα, ἁρπάζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, σχεδιάζει κατὰ τοῦ πλησίον τὸ κακὸ καὶ βλάπτει παντοιοτρόπως χωρὶς ντροπή. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι τὸ πᾶν ἔγκειται ὄχι στὴν δύναμη τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὴν θέληση τοῦ ἀνθρώπου.

   Ἀλλ’ ὁ πλοῦτος, λές, ἐξασθενεῖ κι αὐτὲς τὶς δυνάμεις τῆς θελήσεως τὶς ἀναγκαῖες στὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Ναί, πράγματι· γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Κύριος· «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»5· γιὰ τοῦτο παρέστησε τὴν δυσκολία πολὺ μεγάλη· «πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν»6· γιὰ τοῦτο συμβούλεψε, ὅποιος θέλει τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ ἐξαίρετα βραβεῖα, νὰ κατασταθεῖ φτωχός· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι»7. Ναί, πράγματι ὁ πλοῦτος ἐξασθενεῖ τὶς δυνάμεις τῆς θελήσεως· ἀλλ’ ὅπου λείπει ἡ δύναμη τῆς φύσεως, ἐκεῖ ὑπερλάμπει τὸ κράτος τῆς χάριτος. «Ἡ γὰρ δύναμίς μου», εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Παῦλο, «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»8. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τοὺς πειρασμοὺς τοῦ πλουσίου, ὅταν δεῖ σ’ αὐτὸν ἀγαθὴ προαίρεση, τοῦ χορηγεῖ πλούσια τὴν χάρη Του, διὰ τῆς ὁποίας αὐτὸς θριαμβεύει κατὰ τῶν πολέμων τοῦ πλούτου· ἡ δύναμη τῆς χάριτος καθιστᾶ δυνατὸ τὸ ἀδύνατο τῆς φύσεως· καὶ τοῦτο μᾶς δίδαξε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο· «παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι»9.

   Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἀμφιβάλλουμε περὶ τούτων καὶ αἰτιάζουμε (κατηγοροῦμε) τὸν Θεό, τὸν δοτῆρα τοῦ πλούτου, ὡς ποιητὴ τοῦ κακοῦ, προβάλλει ὁ Θεὸς στὶς ἁγίες Γραφὲς τύπους πλουσίων διεστραμμένων καὶ πονηρῶν, καὶ παραδείγματα πλουσίων δικαίων καὶ ἁγίων. Ἰδοὺ δύο πλούσιοι διεστραμμένοι καὶ κακοί: Περὶ μὲν τοῦ ἑνὸς λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο· «ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος»10· περὶ δὲ τοῦ ἄλλου· «ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα»11. Ὁ πρῶτος ὑπερήφανος, ἐπειδή, ἂν καὶ δὲν ἦταν βασιλιᾶς, ντυνόταν ὅμως μὲ βασιλικὰ ἐνδύματα, δηλαδὴ πορφύρα καὶ βύσσο· κοιλιόδουλος, ἔκδοτος στὶς ἡδονὲς καὶ τρυφὲς τοῦ σώματος, καὶ κενόδοξος. Τὸ μαρτυρεῖ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦτος· «εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς»12· ὑπερβολικὰ ἀνελεήμων κι ἄσπλαγχνος, διότι ἔβλεπε καθημερινὰ τὸν Λάζαρο πεσμένο μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ οἴκου του πεινασμένο, ἀσθενῆ, καταπληγωμένο, ἔβλεπε καὶ τοὺς σκύλους ποὺ ἔγλειφαν τὶς πληγές του, καὶ ὅμως οὐδέποτε τὸν σπλαγχνίσθηκε, οὔτε τὸν ἐλέησε. Ὁ δεύτερος πλούσιος ἦταν πλεονέκτης· «καθελῶ μου», ἔλεγε, «τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου»13. Ἦταν φίλαυτος, δὲν μετέδιδε καὶ σ’ ἄλλους ἀπ’ τ’ ἀγαθά του, ἦταν φιλάργυρος, ἔχοντας τὸ κεφάλι πάντοτε σκυμμένο πρὸς τὰ κάτω στὴν γῆ ὅπως ὁ χοῖρος καὶ ποτὲ δὲν ὕψωνε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό· «ψυχή», ἔλεγε, «ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»14. Ἦταν μωρὸς κι ἀνόητος, ἐπειδή, ἂν καὶ μὴ γνωρίζοντας ἐὰν ζήσει ἕως τὴν αὐριανὴ ἡμέρα, ἐντούτοις φανταζόταν ἔτη πολλά. «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»15.

   Ἰδοὺ καὶ ἄλλοι δύο πλούσιοι δίκαιοι, ἅγιοι, ἔνδοξοι ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. «Ἀβραὰμ δὲ ἦν πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ»16. Καὶ ποιός ἀγνοεῖ τοῦ Ἀβραὰμ τὶς ἀρετές; Φιλόξενος, ὥστε καὶ Ἀγγέλους φιλοξένησε17. Φιλοδίκαιος, ὥστε τίποτε δὲν ἔλαβε ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ βασιλέως Σοδόμων «ἀπὸ σπαρτίου ἕως σφυρωτῆρος ὑποδήματος»18. Ὑπάκουος στὸν Θεό, ὥστε καὶ τὴν μάχαιρα ἔλαβε κι ἅπλωσε τὸ χέρι νὰ σφάξει τὸν ἀγαπητό του γυιό19. Τόσο πιστὸς στὸν Θεό, ὥστε ἡ πίστη του «ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην»20, δηλαδὴ ὡς κατόρθωση πάσης ἀρετῆς. Ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι κανεὶς ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δὲν βρέθηκε τόσο πολὺ ἄξιος, ὥστε ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε σάρκα ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Παρθένο; Ποιός δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς γιὰ τὸ ὑπερβολικὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δόξας του στὸν οὐρανό, ὀνόμασε τὸν τόπο τῆς αἰώνιας εὐφροσύνης κι ἀναπαύσεως κόλπο τοῦ Ἀβραάμ;21

   Ἀκοῦστε τώρα τί μαρτυρεῖ αὐτὸς ό Θεὸς καὶ περὶ τοῦ Ἰώβ· αὐτὸς ἦταν ὑπέρπλουτος, πανευτυχής, «εὐγενὴς τῶν ἀφ’ ἡλίου ἀνατολῶν»22. Καὶ ὅμως ὑπερέλαμπαν σ’ αὐτὸν οἱ ἀρετές, δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια, ἡ καθαρότητα, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εὐσέβεια, ἡ τέλεια ἀποχὴ παντὸς πονηροῦ ἔργου. «Καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος», λέγει ὁ Θεὸς περὶ αὐτοῦ, «ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος»23. Τόσο πολὺ ἔλαμπαν σ’ αὐτὸν οἱ ἀρετές, δηλαδὴ ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς, ἡ σταθερότητα τῆς γνώμης, ἡ ὑπομονὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ πρὸς τὸν Θεὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τέλεια ὑπακοή, ὥστε καὶ δικό του παιδὶ ὁ Θεὸς τὸν ὀνόμασε καὶ τὸν ἀνακήρυξε ἀνώτερον κατὰ τὴν ἀρετὴ ὅλων τῶν τότε ἀνθρώπων. «Προσέσχες», εἶπε στὸν Διάβολο, «τῇ διανοίᾳ σου κατὰ τοῦ παιδός μου Ἰώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ’ αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς»24. Πῶς λοιπὸν ἔγινε σ’ αὐτὸν τὸ ἀδύνατο δυνατό; Βλέποντας ὁ Θεὸς τὴν ἀγαθώτατη προαίρεση τῆς ψυχῆς του, ἔδωκε σ’ αὐτὸν τὴν δύναμη τῆς χάριτός Του, ἡ ὁποία τόσο τὸν ἐνίσχυε, ὥστε ὄχι μόνον οἱ πειρασμοὶ τοῦ πλούτου, ἀλλὰ καὶ οἱ σφοδροὶ πόλεμοι τοῦ Διαβόλου καθόλου δὲν μπόρεσαν νὰ βλάψουν τὴν ψυχή του. Ὁ Θεὸς προστάτευε τὴν ψυχή του γιὰ τὴν ἀγαθή του θέληση. «Ἰδού», εἶπε ὁ Κύριος στὸν Διάβολο, «πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, δίδωμι ἐν τῇ χειρί σου, ἀλλ’ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ»25.

   Ἀλλὰ καὶ τοῦ νεανίσκου τὸ παράδειγμα –ποὺ ἐξιστορήθηκε ἀπὸ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο– ἀποδεικνύει φανερὰ τοῦ λόγου τὸν σκοπό. Ἄρχοντας ἦταν ὁ νεανίσκος καὶ κτήματα εἶχε πολλά, δηλαδὴ ἦταν πολὺ πλούσιος. Καὶ ὅμως ὁ πλοῦτος, ἂν καὶ τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς τελειότητας, ὅμως μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἐμποδίσει ἀπὸ τὸ νὰ φυλάττει τὶς θεῖες ἐντολές. Παιδιόθεν αὐτὸς φύλαξε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου»26.

   Ἄδικα λοιπόν, ἀδελφοί, αἰτιάζουμε (κατηγοροῦμε) τὸν πλοῦτο ὡς πρόξενο κολάσεως· ὁ πλοῦτος οὔτε σώζει οὔτε κολάζει, ἀλλ’ ἡ χρήση τοῦ πλούτου, ἡ μὲν καλὴ σώζει, ἡ δὲ κακὴ κολάζει. Μάταια νομίζουμε ὅτι ἡ πτωχεία γίνεται αἴτιο τῆς ἀρετῆς· ἡ πτωχεία καθ’ ἑαυτὴν οὔτε καλὴ εἶναι οὔτε κακή, ἀλλὰ τῆς πτωχείας ἡ χρήση, ἡ καλὴ φέρει στὴν ἀρετή, ἡ κακὴ καταγκρεμίζει στὴν ἁμαρτία. Στὴν θέληση λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὸν πλοῦτο ἢ στὴν πτωχεία βρίσκεται ἡ σωτηρία καὶ ἡ κόλαση. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς πάντοτε χορηγεῖ τὴν χάρη Του στὴν καλὴ προαίρεση. Ὁ Κύριος ἀνέδειξε καὶ τὸν πλούσιο καὶ τὸν φτωχό. «Πλούσιος καὶ πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησεν». Ἐκεῖνον ἔκαμε πλούσιο, ὥστε μὲ τὴν χρηστότητα κι εὐσπλαγχνία καὶ ἐλεημοσύνη νὰ ξεφύγει τὴν κόλαση. Τοῦτον (τὸν ἔκαμε) φτωχό, ὥστε μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ σταθερότητα καὶ ἀνδρεία νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια βασιλεία. Καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησε ὁ Θεός, εἶναι καλὰ κι ὠφέλιμα καὶ σωτήρια. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν»27.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 247–251. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Ματθ. ιθ΄ 21.

2. ὅπ. παραπ.

3. Παροιμ. κβ΄ 2.

4. Γεν. β΄ 18.

5. Ματθ. ιθ΄ 23.

6. Ματθ. ιθ΄ 24.

7. Ματθ. ιθ΄ 21.

8. Β΄ Κορ. ιβ΄ 9.

9. Ματθ. ιθ΄ 26.

10. Λουκ. ιστ΄ 19.

11. Λουκ. ιβ΄ 16.

12. Λουκ. ιστ΄ 19.

13. Λουκ. ιβ΄ 18.

14. Λουκ. ιβ΄ 19.

15. Λουκ. ιβ΄ 20.

16. Γεν. ιγ΄ 2.

17. Γεν. ιη΄ 8.

18. Γεν. ιδ΄ 23.

19. Γεν. κβ΄ 10.

20. Γεν. ιε΄ 6.

21. Λουκ. ιστ΄ 22.

22. Ἰὼβ α΄ 3.

23. Ἰὼβ α΄ 1.

24. Ἰὼβ α΄ 8.

25. Ἰὼβ α΄ 12.

26. Ματθ. ιθ΄ 20.

27. Γεν. α΄ 31.