ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια)
ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Ἁγίου Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας*
Κείμενο: Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος· καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν, καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη.
Ἐξήγηση: Σὲ ὅσα εἰπώθηκαν πιὸ πρὶν ἀκολουθοῦν καὶ τοῦτα· διότι, ἀφοῦ δίδαξε παραπάνω τὸ πῶς νὰ οἰκονομοῦμε (διαχειριζόμασθε) καλῶς τὸν πλοῦτο, πρεπόντως συνδέει καὶ τούτη τὴν παραβολή, ἡ ὁποία δηλοῖ τὰ ὅμοια μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ πλουσίου. Διότι παραβολὴ εἶναι καὶ τοῦτο, καὶ ὄχι καθὼς ἀνοήτως λογιάζουν (νομίζουν) κάποιοι, ὅτι εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἔγινε· διότι ἀκόμη οὔτε οἱ δίκαιοι ἀπόλαυσαν τὰ ἀγαθά, οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ τὶς κολάσεις· ἀλλὰ σχημάτισε τὸν λόγο ὁ Κύριος γιὰ νὰ παιδεύσει τοὺς ἀνελεήμονες, τί κολάσεις τοὺς ἀναμένουν· καὶ νὰ διδάξει ἐπίσης τοὺς κακοπαθοῦντες, τί ἀγαθὰ θὰ ἀπολαύσουν, γιὰ τὶς κακοπάθειες ποὺ ὑπέμειναν ἐδῶ. Τὸν μὲν πλούσιο χωρὶς ὄνομα τὸν ἔβαλε στὴν παραβολή, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζεται παρὰ Θεοῦ, καθὼς τὸ λέει καὶ διὰ τοῦ Προφήτου (Δαυΐδ), «οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου»1. Τὸν δὲ πτωχὸ τὸν λέει μὲ τὸ ὄνομα, διότι τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων γράφονται στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς2. Καὶ εἶναι λόγος τῶν Ἑβραίων –καθὼς διαλαμβάνει ἡ παράδοση– ὅτι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἦταν στὴν Ἱερουσαλὴμ κάποιος Λάζαρος πολὺ φτωχὸς καὶ πολὺ ἄρρωστος, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγουν ὅτι, ὡς φανερὸν καὶ γνώριμο, τὸν θυμήθηκε ὁ Κύριος στὴν παραβολή. Ὁ μὲν πλούσιος λοιπὸν ἦταν σὲ ὅλα εὐημερημένος, διότι κόκκινα καὶ βυσσινιὰ ἐνδύματα φοροῦσε· κι ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη τρυφὴ ἀπολάμβανε· διότι λέγει εὐφραινόμενος, ὄχι κάποτε εὐφραινόταν καὶ κάποτε δὲν εὐφραινόταν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν (καθημερινά)· κι ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ λαμπρῶς, δηλαδὴ ἄσωτα καὶ μὲ πολυτέλεια, δηλαδὴ μὲ πολλῶν λογιῶν φαγοπότια. Ὁ Λάζαρος ὄμως, καὶ πτωχὸς καὶ ἄρρωστος, καὶ μάλιστα κακῶς πληγωμένος· διότι ὑπάρχουν πολλοὶ ἄρρωστοι, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ πληγωμένοι· ἐδῶ λοιπὸν ἦταν περίσσευση (ἀφθονία) τοῦ κακοῦ. Καὶ ριγμένος στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου. Καὶ τοῦτο ἄλλη βάσανος, τὸ νὰ βλέπει ἄλλους σὲ φαγοπότια, κι αὐτὸς νὰ πεθαίνει τῆς πείνας· διότι ἐπιθυμοῦσε λέει νὰ χορτάσει, ὄχι καλὰ φαγητά, ἀλλὰ ἀπ’ τὰ ψίχουλα αὐτῶν, καὶ ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ χορταίνουν οἱ σκύλοι. Ἀλλὰ μήτε καὶ κανέναν εἶχε νὰ τὸν ὑπηρετίσει· διότι οἱ σκύλοι ἔγλειφαν τὶς πληγές του, ἀφοῦ δὲν ἦταν κανεὶς νὰ τοὺς διώξει. Ἆραγε λοιπὸν σὲ τόσα καὶ τέτοια κακὰ ποὺ ἦταν ὁ Λάζαρος βλασφήμησε; ἢ λοιδόρησε τὰ φαγοπότια τοῦ πλουσίου; ἢ κατέκρινε τὴν ἀπανθρωπιά του; ἢ κατηγόρησε τὴν πρόνοια (τοῦ Θεοῦ); Δὲν συλλογίσθηκε τίποτε ἀπ’ αὐτά, ἀλλὰ μετὰ πολλῆς φιλοσοφίας ὑπέμεινε. Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερό; Ἀπὸ τοῦτο: ὅταν πέθανε, τὸν δέχθηκαν οἱ Ἄγγελοι! Διότι ἂν ἦταν γογγυστὴς καὶ βλάσφημος, δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀξιωθεῖ τόσο μεγάλης τιμῆς, καὶ τῆς παρὰ τῶν Ἀγγέλων δορυφορίας. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη· διότι στ’ ἀλήθεια, αὐτοῦ καὶ ζωντανοῦ, ἡ ψυχή του ἦταν παραχωμένη, περιφέρουσα ὡς τάφο τὴν σάρκα. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν πέθανε, δὲν πηγαίνεται στὸν Παράδεισο ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων, ἀλλὰ κατεβάζεται στὸν ᾅδη. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐννόησε ποτέ του τίποτε ὑψηλὸ ἢ οὐράνιο, τοῦ κατωτάτου τόπου ἦταν ἄξιος. Διότι μὲ τὸ νὰ πεῖ ὅτι ἐτάφη, τοῦ δήλωσε ὁ Κύριος, ὅτι καὶ ἡ ψυχή του στὸν κατώτατο καὶ σκοτεινὸ τόπο τοῦ ᾅδη βάλθηκε.