Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Ἀρνητὴς τοῦ Θεοῦ




Ἀρνητὴς τοῦ Θεοῦ

«Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα»

(Λουκ. ιβ΄ 16)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Εὐφορία καὶ ἐφορία

   Δεχόμαστε τὴν μία εὐφορία, καὶ μάλιστα μὲ χαρά. Τὴν ἄλλη τὴν ἀποφεύγουμε σὰν τὸν μεγαλύτερο ἐχθρό. Αὐτὸ συνέβηκε καὶ μὲ τὸν δυστυχῆ ἄνθρωπο τῆς παραβολῆς.

   Ὅταν τοῦ κτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ πρώτη εὐφορία, τὴν καλοδέχτηκε. Δὲν ἤξερε, ποῦ νὰ τὴν φιλοξενήσει. Ἀλλ’ ὅταν στὸ τέλος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ ὁ ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης, τὰ ἔχασε. Καὶ τί δὲν θὰ ἔδινε, γιὰ ν’ ἀποφύγει αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη!

   Δὲν θέλησε ποτέ του νὰ σκεφθεῖ ὁ ἄφρων πλούσιος, ὅτι θὰ ἔλθει ὁ ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης. Καὶ αὐτός, ποὺ εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε δὲν τὸ θέλουμε, εἴτε τὸ σκεπτόμαστε εἴτε ὄχι, ἐπισκέπτεται ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ θάνατος. Τὸν ἐφοριακό, ποὺ ὀνομάζεται θάνατος, ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγει; Ἔχετε ὑπ’ ὄψιν σας κανένα φοροφυγάδα τοῦ θανάτου, ποὺ κατάφερε ν’ ἀποφύγει τὸν φόρο τοῦ θανάτου; Κοινὸς φόρος, γιὰ ὅλους. Τὸν πληρώνουν ὅλοι, ἀκόμη καὶ οἱ... πλούσιοι! Αὐτὸς ὁ ἐφοριακὸς δὲν λαδώνεται. Ὅσα χρήματα καὶ ἂν τοῦ προσφέρεις, δὲν συγκινεῖται, δὲν φεύγει. Δὲν ἀναβάλλει κἂν τὴν ἐπίσκεψη. Δὲν ματαιώνει τὴν κατάσχεση. Δὲν μειώνει τὸν φόρο. Ἀδωροδόκητος ὁ θάνατος.

   Αὐτὸ βλέπουμε πολὺ χαρακτηριστικὰ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου τῆς παραβολῆς. Ἄφρων πλούσιος! Ἔτσι παρέμεινε στὴν Γραφὴ καὶ στὴν ἱστορία. Κι εἶναι πραγματικὰ ἄφρων. Τὸ ἐπίθετο αὐτὸ δὲν τὸ ἔδωσε ἄνθρωπος. Τὸ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός: Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (στ. 20).

   Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίσει ἕνα ἄτομο, ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς εἶναι ἀπόλυτα σωστός. Ἂν οἱ ἄνθρωποι σὲ ἀποκαλέσουν ἄφρονα, ἀνόητο, ἄμυαλο, δὲν ἔχει καὶ τόση μεγάλη σημασία. Σημασία ἔχει νὰ μὴ σὲ ὀνομάσει ὁ Θεός. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγ. Γραφὴ δύο ἀνθρώπους ὀνόμασε ἄφρονας.

   • Τὸν ἕνα, διότι εἶπε: Δὲν ὑπάρχει Θεός! «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἐστι Θεός» (Ψαλμ. ιγ΄ 1).

   • Τὸν ἄλλον, διότι εἶπε: Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη! Ὅλα τὰ σκεπτόταν ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Μόνο τὴν ἀγάπη δὲν σκεπτόταν· τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ καλύτερη ἀποθήκη τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ. Στενοχωριόταν ὁ ἄφρων πλούσιος, διότι δὲν εἶχε τί νὰ κάνει τὴν πλούσια σοδειά του, ποῦ νὰ τοποθετήσει τὰ ἀγαθά του, ποῦ νὰ ἐπενδύσει τὰ πλούτη του. Σκεπτόταν νὰ γκρεμίσει τὶς παλιές του ἀποθῆκες καὶ νὰ κτίσει καινούργιες. Προγραμμάτισε!

   Τὸ πρόγραμμά του ὅμως ἔμεινε στὸ σχέδιο. Δὲν ὑλοποιήθηκε. Διότι μεσολάβησε τὸ πρόγραμμα Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἀγνοοῦσε. Μεσολάβησε ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν συνεργήσουμε, ὥστε ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι εὐεργετική, θὰ εἶναι τρομακτική. Τὸ νερὸ θέλει νὰ ποτίσει τὸν κῆπο σου. Ἂν ὅμως σὺ δὲν τὸ ἀφήνεις, ἐκεῖνο συγκεντρώνεται σὲ τεράστια ποσότητα, σπάει τὸν φράκτη, καὶ τότε γίνεται ὁρμητικὸς χείμαρρος, ποὺ καταστρέφει τὰ πάντα. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἐπεμβαίνει εὐεργετικὰ στὴν ζωή μας. Ἂν ἐμεῖς δὲν Τὸν ἀφήνουμε, μὲ τὴν ἄγνοιά μας, μὲ τὴν ἄρνησή μας, μὲ τὴν ἀπιστία μας, τότε θὰ ἔλθει ἡμέρα, ποὺ ἡ ὁρμὴ τοῦ Θεοῦ θὰ σπάσει τὸν φράκτη τῆς μακροθυμίας καὶ θὰ ξεσπάσει τιμωρητικά.

   Κάτι τέτοιο συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου ἔφθασε καταλυτικά. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κρατήσει ὁ ταλαίπωρος. Εἶχε πολλὰ κεκτημένα. Τώρα τὸ μόνο κεκτημένο, ποὺ τοῦ ἀπέμεινε, εἶναι ἡ αἰώνια κόλαση!


Ὑπὲρ εὐφορίας...

   Ἀφρων καὶ πλούσιος, διότι οὐσιαστικὰ ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Θεοῦ. Δὲν πίστευε στὸ Θεό. Ποῦ τὸ βλέπουμε;

   1. Τὴν εὐφορία τῆς γῆς τὴν θεωρεῖ δική του εὐφορία. Ἀναφέρεται σ’ αὐτὴ τὴν εὐφορία ἡ παραβολή: «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα» (στ. 16). Θὰ μποροῦσε νὰ μὴν εἶχε εὐφορήσει ἡ χώρα.

   • ἡ εὐφορία τῆς γῆς ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὄχι ἀπὸ τὴν γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ προσεύχονται στὴν θεία Λειτουργία: «Ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ὁ πλούσιος βέβαια ποτὲ δὲν παρακάλεσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐφορία τῶν καρπῶν. Ἀφοῦ δὲν πίστευε στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ Τὸν παρακαλοῦσε;

   Τότε γιατί τοῦ ἔδινε τέτοια εὐφορία, τέτοια καρποφορία, ὁ Θεός; Τὸ θέμα δὲν εἶναι, ἂν δίνει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς δίνει, εἴτε ἀξίζουμε, εἴτε δὲν ἀξίζουμε. «Ὁ Θεὸς ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους καὶ βρέχει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς» (Ματθ. ε΄ 45). Τὸ θέμα εἶναι, ἂν ἐμεῖς παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ δώσει. Καὶ Τὸν παρακαλεῖ ὅποιος Τὸν ἀναγνωρίσει. Καὶ Τὸν ἀναγνωρίζει, ὅποιος Τὸν γνωρίσει.


Ἄν δὲν βρέξει ὁ Θεός!

   Ὁ ἄφρων πλούσιος καμμία ἀναφορὰ δὲν κάνει στὸν Θεό, στὴν πηγὴ τῆς εὐφορίας. Γιατί «εὐφόρησεν ἡ χώρα»; Διότι δὲν ἀφώρισε ὁ Θεὸς τελείως τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν ξέκοψε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του.

   • Εὐφόρησε ἡ χώρα, διότι ὁ Θεὸς ἔρριξε τὴν βροχή. Θὰ μποροῦσε νὰ μὴ ρίξει καθόλου βροχή, νὰ καταδικάσει τὴν γῆ καὶ τοὺς ἀνθρώπους της στὴν σκληρὴ τιμωρία, ποὺ λέγεται ἀνομβρία, ὅπως καταδίκασε κάποτε τὸν Ἰσραήλ, ὅταν ἔκλεισε τοὺς οὐρανοὺς καὶ δὲν ἔβρεξε τριάμισυ χρόνια. Κάθε φορά, ποὺ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς τὸ φωτεινό του παράθυρο καὶ στέλνει ὁ Θεὸς τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, Τὸν εὐχαριστοῦμε; Λέμε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου»; Κάθε φορά, ποὺ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς τὶς δεξαμενές του καὶ στέλνει ὁ Θεὸς τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, λέμε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου»; Ὄχι μόνο αὐτὸ δὲν λέμε, ἀλλὰ καὶ βλασφημοῦμε τὸν Θεό, τὸν Εὐεργέτη μας. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴ κλείσει κάποτε ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ κλειδὶ τῆς ἀνομβρίας;

   • Θὰ μποροῦσε ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ρίξει βροχὴ εὐεργετική, νὰ ἔρριχνε φωτιὰ καὶ θειάφι, ὅπως ἔρριξε στὰ Σόδομα καὶ στὰ Γόμορρα (Λουκ. ιζ΄ 29). Μήπως ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ τοὺς Σοδομίτες; Ἦταν καλύτερος ἀπὸ τοὺς Σοδομίτες ὁ ἄφρων πλούσιος; Νὰ πῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος περιγράφει τὶς πράξεις τῶν Σοδόμων: «Ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν» (Λουκ. ιζ΄ 28). Φαΐ, πιοτό, ἀγοροπωλησίες, συναλλαγές, κτήματα, οἰκοδομές! Νὰ τὰ ἰδανικὰ τοῦ χωρὶς Θεὸ καὶ μεταφυσικὴ ἀγωνία ἀνθρώπου. Νὰ τὰ ἰδανικὰ τοῦ ταλαίπωρου πλουσίου. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (στ. 19).


Ἂν δὲν ἔδινε τὸ χῶμα!

   • Εὐφόρησε, λοιπόν, ἡ χώρα, διότι ὁ Θεὸς εὐδόκησε. Ἀντὶ νὰ ρίξει θειάφι, ἔρριξε βροχή. Ἀντὶ νὰ συνεχίσει τὴν ἀνομβρία, χάρισε τὸ δῶρο τῆς βροχῆς. Στὸν Θεὸ χρωστοῦσε τὰ πάντα. Μόνο γιὰ τὴν βροχή; Ὄχι. Ἡ βροχὴ πέφτει καὶ στὴν θάλασσα καὶ στὸ τσιμέντο καὶ στὰ βράχια. Καμμία ὅμως καρποφορία. Καρποφορεῖ ἡ βροχή, διότι πέφτει πάνω σὲ χῶμα. Αὐτὸ τὸ χῶμα ποιός τοῦ τὸ ἔδωσε; Ὁ Θεός, ποὺ ἐκεῖνος Τὸν ἀγνοοῦσε τελείως.

   Ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι ὅλη ἡ γῆ ἦταν σκεπασμένη ἀπὸ χρυσάφι. Παντοῦ χρυσάφι, πουθενὰ χῶμα, οὔτε σπιθαμή. Θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος; Οὔτε στιγμή, ἀφοῦ στὸ χρυσάφι πάνω δὲν φυτρώνουν στάχυα καὶ δέντρα καὶ λουλούδια. Ἀπὸ τὸ χῶμα γίνεται χρυσάφι. Ἀπὸ τὸ χρυσάφι δὲν γίνεται χῶμα.


Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ σπόρος!

   • Καὶ μόνο γιὰ τὴν βροχὴ καὶ γιὰ τὸ χῶμα θὰ ἔπρεπε ν’ ἀναγνωρίζουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε; Μπορεῖ νὰ πέφτει βροχή, νὰ ὑπάρχει καὶ χῶμα. Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχει σπόρος, τί θὰ φυτρώσει; Μὲ βροχὴ καὶ μὲ χῶμα κάνεις λάσπη, ἀλλὰ δὲν ἔχεις ψωμὶ καὶ τροφή. Ἡ καρποφορία γίνεται, διότι ὑπάρχουν σπόροι. Σκεφθήκατε τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κρύβεται μέσα στὸν σπόρο; Ἀνοίγει ὁ Θεὸς τὰ χέρια του καὶ εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο ὅταν ἀνοίγει τὸν οὐρανὸ καὶ ρίχνει τὴν βροχὴ στὴν γῆ. Ἀνοίγει τὰ χέρια του καὶ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ ὅταν στὰ βάθη τῆς γῆς ἀνοίγει ὁ κλεισμένος σπόρος καὶ γίνεται τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ.

   Ἔδωσε ὁ Θεὸς τοὺς σπόρους του, γι’ αὐτὸ «εὐφόρησεν ἡ χώρα». Μόνο ἕνας σπόρος, ποὺ ἔρριξε ὁ Θεός, δὲν φύτρωσε καθόλου. Ἔρριξε καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ πλουσίου τὸν σπόρο τῆς ἀγάπης του, μὰ δὲν φύτρωσε καθόλου. Τσιμέντο φιλαυτίας εἶχε γίνει ἡ καρδιὰ τοῦ πλουσίου. Ποῦ νὰ βρεῖ τόπο καὶ τρόπο νὰ φυτρώσει ἡ ἀγάπη, νὰ δώσει καρπούς; Νὰ γιατὶ ὁ φιλάργυρος εἶναι ἄπιστος, διότι δὲν ἀφήνει στὴν καρδιά του περιθώριο νὰ μπεῖ ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν μένει ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ ἡ ἀγάπη, μένει ἔξω ὁ Θεός. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἕτερον φιλάργυρος καὶ ἕτερον πλούσιος. Ὁ φιλάργυρος οὔκ ἐστι πλούσιος, ὁ φιλάργυρος πολλῶν δεῖται. Ὁ δὲ πολλῶν δεόμενος, οὐκ ἂν εὐπορήσειέ ποτε. Ὁ φιλάργυρος φύλαξ, οὐ δεσπότης ἐστὶ τῶν χρημάτων, δοῦλος, ὁ κύριος. Εὐκολώτερον γὰρ τῶν αὐτοῦ σαρκῶν μεταδοίη τινὶ ἢ τοῦ κατωρυγμένου χρυσίου» (Ε.Π.Ε. 31,65).


Κλέφτης ξένων πραγμάτων

   2. Δὲν πίστευε στὸν Θεὸ ὁ πλούσιος. Σὲ δύο συνεχόμενες Κυριακὲς (Η΄ καὶ Θ΄ Λουκᾶ) ἀκοῦμε δύο παραβολές, ὅπου φαίνεται ποιός ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Στὴν μία βλέπουμε τὸν σπλαχνικὸ Σαμαρείτη. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸς πιστεύει καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι ἄσπλαχνος, αὐτὸς δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ οὔτε πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός. Στὴν ἄλλη βλέπουμε τὸν ἄσπλαχνο πλούσιο. Ὁ ἄφρων πλούσιος ὄχι μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἦταν καὶ κλέφτης τοῦ Θεοῦ! Φαντασθεῖτε νὰ δώσει κάποιος σὲ κομιστὴ χρήματα, προκειμένου νὰ τὰ μεταφέρει σ’ ἄλλο σημεῖο. Κι ἐκεῖνος σὲ λίγο νὰ φωνάζει: «Εἶναι δικά μου»! Πῶς θὰ ὀνομάζατε τὸν ἄνθρωπο αὐτόν; Κλέφτη. Τέτοιος κλέφτης ἦταν ὁ ἄφρων πλούσιος. «Δικά μου! Δικά μου! Εἶναι δικά μου!», φωνάζει συνεχῶς. Πόσες φορὲς χρησιμοποιεῖ τὴν κτητικὴ ἀντωνυμία «μοῦ»! «Τοὺς καρπούς μου... Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας... Τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου... τὴν ψυχή μου». Ὅλα δικά του!

   Mά, θὰ πεῖτε, δὲν ἦταν δικά του; Ἀσφαλῶς δὲν ἦταν δικά του. Γιατί;

   • Πρῶτον, διότι τοῦ τὰ ἔδωσε ὁ Θεός. Τὰ ξένα τὰ λέγει δικά του. Αὐτὸ ὀνομάζεται κλοπὴ ξένης ἰδιοκτησίας. Αὐτὸ λέγεται ἀντιποίηση ἀρχῆς. Αὐτὸ δυστυχῶς κάνουμε ὅλοι. «Δικά μου», λέμε συνεχῶς. Ἀλλὰ ποῦ τὰ βρήκαμε; Ὅταν γεννήθηκες, κρατοῦσες στὰ χέρια σου κανένα πουγγὶ μὲ λίρες; Κρατοῦσες κανένα βιβλιάριο μὲ καταθέσεις; Ἔφερες μαζί σου κανένα συμβόλαιο ἰδιοκτησίας ἢ χρησικτησίας; «Τί ἔχεις καὶ οὐκ ἔλαβες; Καὶ εἰ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α΄ Κορ. δ΄ 7).

   Ἕνα εἶναι δικό μας: Ἡ ἐλευθερία. Καὶ κάνει αὐτὸ τὸ τραγικὸ ὁ ἄνθρωπος: Πουλάει τὸ δικό του, τὴν ἐλευθερία του, τὴν καρδιά του, καὶ κλέβει τὰ ξένα, ὅσα ὁ Θεὸς τοῦ ἔχει δώσει καὶ ὅσα σὲ ἄλλους ἀνήκουν. Ἔτσι γίνεται ἕνας αἰχμάλωτος κλέφτης. Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ ἄφρων πλούσιος.

   • Δὲν ἦταν δικά του, διότι δὲν τὰ ἐξουσίαζε. Δικό μας εἶναι κάτι, ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ δώσουμε ἢ νὰ τὸ πάρουμε. Κάτι, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας, δὲν εἶναι δικό μας. Ὁ πλούσιος δὲν μποροῦσε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ πλούτη.

   Ἦταν δοῦλος, ὄχι ἐλεύθερος. Ὅταν ἔχεις ἕνα ὡραῖο φαγητὸ καὶ τὸ κρατᾶς γιὰ νὰ μὴ τὸ χάσεις καὶ δὲν τὸ ἀπολαμβάνεις, εἶναι δικό σου; Τί δικό σου εἶναι, ἀφοῦ δὲν τὸ χρησιμοποιεῖς καὶ πεθαίνεις ἀπὸ τὴν πεῖνα; Αὐτὸς εἶναι ὁ φιλάργυρος. Τὰ λεφτὰ δὲν τὰ ἔχει γιὰ χρήση. Τὰ ἔχει γιὰ κτήση. Γι’ αὐτὸ εἶναι δυστυχής. Ἔχει ἄγχος. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὄντως ἀλλότρια. Ἃ γὰρ εἰς ἑτέρους ἐκβάλλειν οὐκ ἂν ἔλoιτο, οὐδὲ τοῖς δεομένοις διανεῖμαι, κἂν μυρίας ὑποσταίη τιμωρίας, πῶς ἂν δύναιτο ταῦτα ἴδια νομίζειν εἶναι; Πῶς δὲν ἔχει τὴν κτῆσιν, ὢν τὴν χρῆσιν οὐκ ἔχει μετὰ ἀδείας, οὐδὲ τὴν ἀπόλαυσιν;» (Ε.Π.Ε. 31,650).

   Δὲν ἦταν δικά του τὰ κτήματα. Δική του ἦταν ἡ σκλαβιά. Ἦταν δεμένος στὰ ὑλικὰ πράγματα. Δὲν ἦταν δικά του. Ἀπόδειξη, ὅτι τὰ ἔχασε.

   • Τότε γιατί τοῦ τὰ ἔδωσε ὁ Θεός; Γιὰ νὰ τὰ ἐπενδύσει. «Κάνετε ἐπενδύσεις»! Εἶναι τὸ σύνθημα, γιὰ τὴν ἀνάκαμψη τῆς οἰκονομίας. Ὁ πλούσιος εἶχε τὰ δύο στοιχεῖα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἦταν καταναλωτικὸς καὶ ἀποταμιευτικός. Δὲν εἶχε τὸ τρίτο. Δὲν ἔκανε ἐπενδύσεις. Τοῦ τὰ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὰ ἐπενδύσει στὸ σπουδαιότερο κοινωνικὸ ἔργο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη. Τοῦ τὰ ἐμπιστεύθηκε, γιὰ νὰ πληρώσει τὸν φόρο τῆς ἀγάπης. Ἀλλ’ ἐκεῖνος μόνο γιὰ ἀγάπη δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσει. Μόνο τὸ μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν του δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ κάνει.


Ὁ φόρος μετὰ τόκου

   Ὁ ἄφρων πλούσιος ἦταν μεγάλος φοροφυγάς. Χρωστοῦσε τὴν ἀγάπη καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν ξοφλήσει, οὔτε κἂν προκαταβολὴ τοῦ χρέους του νὰ δώσει. Χρωστοῦσε στοὺς ἀνθρώπους καὶ κατακρατοῦσε ξένα ἀγαθά. Τὸ ἴδιο, κατὰ κάποιο τρόπο, κάνουμε ὅλοι. Δὲν κλέβουμε μόνο τὸ Κράτος μὲ τὴν φοροδιαφυγή. Κλέβουμε καὶ τὸν Θεό, μὲ τὴν φοροδιαφυγή, ποὺ λέγεται ἔλλειψη ἀγάπης, ἀπουσία ἐλεημοσύνης. Χρωστᾶμε τὴν ἀγάπη. «Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾷν ἀλλήλους» (Ρωμ. ιγ΄ 8).

   Νομίζουμε, ὅτι δὲν χρωστᾶμε ἐμεῖς σὲ ἄλλους, ἀλλ’ ὅτι ὅλοι χρωστᾶνε σὲ μᾶς. Ὅλα δικά μας τὰ θέλουμε. Τίποτε δὲν δίνουμε σὲ ἄλλους, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ ἔχουν ἄμεση ἀνάγκη καὶ τοὺς ἀνήκουν αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Τίποτε γενναῖο δὲν δίνουμε στὴν ἐλεημοσύνη.

   Δὲν δίνουμε μόνοι μας; Τότε θὰ ἔλθει ὁ θάνατος καὶ θὰ μᾶς τὰ πάρει μὲ τὴν βία, ὑποχρεωτικά. Ὁ θάνατος ἔρχεται! Ἀπόψε, αὔριο, μεθαύριο, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, πάντως ἔρχεται. Καὶ θ’ ἀκούσουμε τὴν σκληρὴ φράση: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (στ. 20). Ὅλα θὰ μᾶς τὰ πάρει ὁ θάνατος. Καὶ μόνο; Ἡ ἐφορία, ποὺ λέγεται θάνατος, παίρνει καὶ τὸ κεφάλαιο, ζητάει καὶ εἰσπράττει καὶ τόκο. Καὶ ὅλα θὰ μᾶς τὰ πάρει καὶ θὰ πληρώσουμε καὶ τὸν τόκο τῆς πλεονεξίας μας καὶ τῆς σκληροκαρδίας μας. Καὶ αὐτὸ τὸν τόκο θὰ τὸν πληρώνουμε ὄχι ἁπλῶς ἰσόβια, ἀλλὰ αἰώνια, ἀφοῦ ὁ τόκος τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι αἰώνια κόλαση.

   Πρὶν νὰ μᾶς τὰ πάρει ὁ ἀδίστακτος θάνατος καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν προσωποκράτηση τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἂς ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Ἀντὶ νὰ καταβάλλουμε ἀκούσια τὸν τόκο τῆς κολάσεως, ἂς καταβάλλουμε ἑκούσια τὸν τόκο τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ πλουτίσουμε «εἰς Θεόν» (στ. 21).


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 197 - 201. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)