Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

«Τά δαχτυλάκια του ἁγιάσανε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη…»




«Τά δαχτυλάκια του ἁγιάσανε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη…»


Ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Γεωργίου (Καρσλίδη)*


   Μιά μέρα ἀποφάσισα νά πάω νά δῶ τόν Γέροντα. Μόλις ἔφτασα στό μοναστήρι, ὁ Γέροντας μέ περίμενε στήν αὐλή. Μ᾿ ἀγκάλιασε καί μέ φίλησε. Τοῦ φίλησα κι ἐγώ τό χέρι καί πῆγα στήν ἐκκλησία νά προσκυνήσω. Ἤμουν ὁ μοναδικός προσκυνητής, καί ὁ Γέροντας μοῦ προσέφερε ψωμί καί τυρί. Ἐγώ ἀρνήθηκα νά φάω, καί παρά τίς προτροπές του, δέν ἄγγιξα τίποτα. Ὁ Γέροντας ἐπέμενε καί μοῦ εἶπε:

   – Ἐμεῖς οἱ πνευματικοί πού δίνουμε κανόνα, ἔχουμε καί τό δικαίωμα νά τόν λύσουμε.

   Πράγματι, εἶχα κανόνα ἀπό τήν πρώτη μου ἐξομολόγηση νά μήν τρώω ἀρτήσιμα κάθε Δευτέρα. Τότε τόν κοίταξα στά μάτια καί τόν ρώτησα:

   – Γέροντα, πῶς τό κατάλαβες γιατί δέν τρώω;

   Μετά, ἀφοῦ ἔφαγα, μοῦ εἶπε ὅτι τό πρωί ξεθάψανε ἕνα ἀγοράκι 12 χρονῶν, τά δαχτυλάκια του, ἀπό τό δεξί χέρι τοῦ ἀγοριοῦ δέν λιώσανε, ἐπειδή ἁγιάσανε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη ὅπως μοῦ ἐξήγησε. Ἤμουν πολύ ἐνθουσιασμένος καί χαρούμενος πού μέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί γνώρισα πνευματικό πατέρα πού μέ καθοδηγοῦσε σωστά καί μοῦ ἔλεγε νά προσέχω πολύ στή ζωή μου. Σήμερα αἰσθάνομαι πολύ ὑποχρεωμένος ἀπέναντί του, γιατί εἶχα ἄγνοια ἀπό τά καθήκοντα πού ἐπιβάλλεται νά γνωρίζει ὁ χριστιανός γιά νά βρεῖ τόν σωστό δρόμο καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

   Μετά τήν Θ. Λειτουργία καί τό πρωϊνό, ρώτησα τόν Γέροντα γιατί ἔτρεχαν δάκρυα ἀπό τά μάτια τῆς Παναγίας. Μέ κοίταξε καί κούνησε τό κεφάλι του:

   – Γιαβρούμ, πῶς νά μήν κλαίει ἡ Παναγία μας μ᾿ αὐτά πού γίνονται καί πού θά γίνουν; (Ἦταν ἡ κατοχή ἀπό τούς Βουλγάρους 1942-1943).

   Τό μεσημέρι φάγαμε μαζί καί τό ἀπόγευμα ἑτοιμάστηκα νά φύγω γιά τό χωριό μου, τήν Φτελιά. Ὁ Γέροντας ὅμως δέν μ᾿ ἄφησε νά φύγω.

   – Θά μείνεις ἐδῶ καί αὔριο θά πᾶμε στήν Δράμα. Σέ θέλω μαζί μου, μοῦ εἶπε.

   Τό βράδυ στό μοναστήρι δέν ὑπῆρχαν προσκυνητές καί ἔμεινα στό κελλί τοῦ Γέροντα σ᾿ ἕνα καναπέ ἀπό σανίδες ἀπέναντι ἀπό τό κρεβάτι του πού ἦταν κι αὐτό ἀπό σανίδες. Τώρα πού εἴμασταν μόνοι μας, εἶχα τήν ἐπιθυμία νά μάθω γιά τόν πατέρα μου. Πίστευα ὅτι ὁ Γέροντάς μου γνώριζε τήν τύχη του στήν ἐξορία τῆς Σιβηρίας ἀπό τούς Ρώσους κομμουνιστές. Ἤθελα νά μάθω ἄν θά τόν ξαναέβλεπα ζωντανό. Χωρίς νά πῶ τίποτα, ὁ Γέροντας μέ κοίταξε στά μάτια καί μοῦ εἶπε:

   – Γιαβρούμ, ὁ πατέρας σου εἶναι ψηλά, πάνω στό ρασί (στά ποντιακά σημαίνει βουνοπλαγιά) καί μᾶς βλέπει. Μή στενοχωριέσαι, ἐσύ νά εἶσαι καλά, ἡ μάνα σου καί τ᾿ ἀδέλφια σου. Ἐκεῖνος σᾶς βλέπει ἀπό ψηλά καί χαίρεται, ἐσεῖς νά τόν μνημονεύετε. Ζωντανό δέν θά τόν ξαναδεῖτε.

   Ἄν καί ἤμουν 16 χρονῶν παιδί, στενοχωρέθηκα, γιατί πίστευα ὅτι ὁ πατέρας μου θά γλύτωνε ἀπό τούς κομμουνιστές καί θά ἐρχόταν στήν Ἑλλάδα. Ὁ Γέροντας μέ χάϊδεψε καί μέ συμβούλεψε νά μή στενοχωριέμαι.

   – Κοιμήσου, αὔριο θά σηκωθοῦμε καί θά κατεβοῦμε στήν Δράμα.


* Ἀπὸ τὸ θαυμάσιο βιβλίο τῶν Γ.Κ.Χατζοπούλου - Ι.Σ.Διαμαντοπούλου, «Ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ὁσίου Πατρός ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΣΛΙΔΗ», Δράμα 1982.