Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς




Ὁ Τίμιος Σταυρὸς



Στὸν κόσμο αὐτὸ τὸν μάταιο

ποὺ ὁ καθεὶς διαβαίνει

τί ἄλλο ἀπ’ τὸ θάνατο ’μπορεῖ νὰ περιμένῃ

σἂν τὴ ζωή του βέβαιο

ποὺ κάθε μέρα ζῇ.


Θἀρθῇ λοιπὸν μία στιγμὴ

νύχτα ἢ μεσημέρι

τὸ δειλινὸ ἢ τὸ πρωῒ

χειμῶνα ἢ καλοκαῖρι

ὅπου τὸ φῶς στὰ ’μάτια του

γιὰ πάντα θὰ σβυσθῇ.


Καὶ ὕστερα στὴ μαύρη γῆ

πλάκα βαρειὰ καὶ κρύα

θὰ τὸν σκεπάζῃ πάντοτε

κι’ ἐλπίδα πιὰ καμμία

δὲν θἄχῃ αὐγὴ καὶ ἥλιο

πάλι νὰ ξαναϊδῇ.


Μὰ κι’ ἄλλη πλάκα, τῆς σιγῆς

ἡ παγερὴ ἡ λήθη

θὰ τὸν καλύψῃ δεύτερη

ὄχι στὴ γῆ, στὰ στήθη

κείνων π’ ἀφῆκε πίσω του

μὲ δάκρυα καὶ στοργή.


Μόνον μαζί του πάντοτε

στὸ παλαιὸν μνημεῖον

θὲ νἄχῃ μέσ’ στὴ μοναξιὰ

ἕνα φρικτὸ σημεῖον

παρηγοριὰ ὁλόμονη

καὶ σύντροφο πιστό.


Εἶν’ ὁ Σταυρὸς ὁ Τίμιος

ἡ Ἱερὴ σημαία

τοῦ καθενὸς Χριστιανοῦ

τὸ ὅπλον, ἡ ρομφαία

τῶν Χερουβεὶμ ἡ πύρινη

τὸ κλεῖθρον τ’ Οὐρανοῦ.


Χαρὰ σ’ ἐκεῖνον ὅπου πρὶν

ἀκόμη ἀποθάνῃ

τὸ σῆμ’ αὐτὸ τὸ Ἱερὸ

στέμμα δικό του κάνει

κι’ ἔχει ἀπὸ τὸν βίον του

σύντροφον τὸν Σταυρόν.


Στὸν τάφον ’κεῖ ποὺ βλέπουνε

οἱ ἄλλοι ζόφον κι’ Ἅδην

αὐτὸς θὲ νἄβρῃ πάμφωτη

πύλη π’ ἀπ’ τὸ σκοτάδι

τῆς γῆς θὰ τρέξῃ ἔνδοξος

στοῦ οὐρανοῦ τὸ φῶς.


Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1971, σελ. 216, 217.