Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος

 




Ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος

Ἑορτάζει τὴν κε΄ (25η) Ἀπριλίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Σύροντες εἰς γῆν Μάρκον οἱ μιαιφόνοι,

Πρὸς οὐρανοὺς πέμποντες αὐτὸν ἠγνόουν.

Εἰκάδι πέμπτῃ Μᾶρκον ἐνὶ χθονὶ ἄφρονες εἷλκον.


   Τοῦτος ὁ πανεύφημος ἀπόστολος Μᾶρκος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σ’ ὅλη τὴν Αἴγυπτο καὶ Λιβύη καὶ Βαρβαρία καὶ Πεντάπολη, κατὰ τοὺς χρόνους Τιβερίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει ξδ΄ (64), καὶ συνέγραψε τὸ ἅγιό του Εὐαγγέλιο ὅπως τὸ ἐξήγησε σ’ αὐτὸν ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος.

   Ἀφοῦ δὲ ἦλθε στὴν Κυρήνη τῆς Πενταπόλεως ἔκαμε ἐκεῖ πολλὰ θαύματα· ἔπειτα ἀναχωρῶντας πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια κι ἀπό ’κεῖ στὴν Πεντάπολη. Καὶ παντοῦ ἐνεργοῦσε θαύματα, στόλιζε τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, χειροτονοῦσε Ἐπισκόπους καὶ κληρικούς, ὕστερα δὲ πάλι γύρισε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κ’ ἐκεῖ βρίσκοντας κάποιους ἀδελφούς, στὸ μέρος τῆς θαλάσσης τῆς καλουμένης τοῦ Βουκόλου, συναναστρεφόταν μ’ αὐτοὺς εὐαγγελιζόμενος καὶ κηρύττων τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

   Γι’ αὐτὸ λοιπόν, οἱ προσκυνητὲς τῶν εἰδώλων μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπουν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ν’ αὐξάνει καὶ νὰ προκόβει, ἔδεσαν τὸν Ἀπόστολο μὲ σχοινιὰ καὶ τὸν ἔσυραν πάνω σὲ πέτρες· οἱ δὲ σάρκες του κτυπούμενες στὶς πέτρες καταξεσχίζονταν καὶ τὸ αἷμα του κοκκίνιζε τὴν γῆ. Ἔπειτα τὸν ἔβαλαν στὴν φυλακή, στὴν ὁποία φάνηκε ὁ Κύριος πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ φανέρωσε τὴν μέλλουσα δόξα ποὺ ἔμελλε νὰ λάβει στοὺς οὐρανούς· καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἡμέρα τὸν ἔδεσαν πάλι οἱ εἰδωλολάτρες καὶ τὸν ἔσυραν μέσα στὶς ἀγορές. Ἐκεῖ λοιπόν, ἐπειδὴ σπαράσσονταν οἱ σάρκες του καὶ κατακόπτονταν ἀπ’ τὶς πέτρες, παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο ὁ μακαριστὸς τοῦ Κυρίου Ἀπόστολος.

   Κατὰ δὲ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος ὁ θεῖος τοῦτος Εὐαγγελιστὴς ἦταν ὡς ἑξῆς: Οὔτε πολὺ ψηλὸς καὶ μακρὺς οὔτε πάλι πολὺ χαμηλὸς καὶ κοντός, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ μέτριο μέγεθος τὸν στόλιζε καὶ ἡ ἐπανθοῦσα λευκότητα τῶν μαλλιῶν του. Ἡ μύτη του ἦταν μακριὰ καὶ ἴση κι ὄχι κοντὴ καὶ πλατειά, ὥστε νὰ δείχνει τὸ πρόσωπό του ὡς κολοβό. Τὰ φρύδια του ἔνευαν εἰς τὰ ἔσω, τὸ γένι του ἦταν δασὺ καὶ μακρύ, ἡ κεφαλή του φαλακρὴ καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του ἄριστα συγκεκραμένο. Εἶχε δὲ ὁ Ἀπόστολος πολλὴ συμπάθεια στοὺς δεομένους καὶ τὸ εὐκολομίλητο πρὸς ὅσους τὸν συναντοῦσαν, ὥστε οἱ ἀρετὲς τῆς ψυχῆς του ἀντέλαμπαν μὲ τὶς φυσικὲς χάριτες τοῦ σώματός του1.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 272-275. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Ἀξιόλογο εἶναι τὸ θαῦμα τὸ ἱστορούμενο στὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου Μάρκου τούτου, τῇ παρὰ Βαλλάνδρῳ ἀναφερομένη· δηλαδή, ὅτι στὴν Ἀλεξάνδρεια ἦταν κάποιος ὑποδημοτοποιός ἄπιστος, ὁ ὁποῖος ράβοντας μιὰ φορὰ τὸ σχισμένο καὶ παλαιὸ ὑπόδημα τοῦ ἁγίου Μάρκου τρύπησε τὸ χέρι του μὲ τὴν βελόνα. Πόνεσε πολύ, καὶ φώναξε «ὦ Θεέ μου!». Κ’ ἔτσι ὁ Εὐαγγελιστὴς λαμβάνοντας ἐκ τούτου ἀφορμὴ τὸν δίδαξε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ κ’ εὐθὺς τὸν γιάτρεψε μὲ τὸ πτύσμα του· ἔπειτα ἀφοῦ τὸν βάπτισε τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τοῦ ἐκεῖ θρόνου. Λέγουν δὲ καὶ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς τοῦτος ἦταν παρὼν στὴν Ρώμη, ὅταν μαρτύρησαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, κι ἀφοῦ ἔπειτα γύρισε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐκεῖ ἔλαβε τὸν διὰ μαρτυρίου θάνατο, ἐν ἔτει ξη΄ (68), κατὰ τὸν Εὐτύχιο Ἀλεξανδρείας.