Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Δίχως ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθοῦμε




Δίχως ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθοῦμε


Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ*


   Δὲν ξέρω ἂν εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τὸν μεγάλο σκοτισμὸ τῶν παθῶν νὰ φτάσει κανεὶς σὲ τέτοια ἀνοησία, ποὺ νὰ νομίσει ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ μάλιστα μεγαλύτερος, ἀπὸ ἔλλειψη ταπεινοφροσύνης, αὐτὴν ποὺ ἀστόχησε ὁ πρώην ἐωσφόρος (φωτοφόρος), καὶ χωρὶς ἄλλη ἁμαρτία ἔγινε σκοτάδι.

   Λοιπὸν τί μέλλει νὰ πάθει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ταπείνωση, ὁ θνητός, τὸ χῶμα, γιὰ νὰ μὴ πῶ ὁ ἁμαρτωλός; Ἴσως ἐπειδὴ εἶναι τυφλός, δὲν πιστεύει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός.

   Εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνάγκη –λέει ὁ Χρυσόστομος– ὁ τέλειος ἄνθρωπος νὰ γίνει ἰσάγγελος, ὅπως λέει ὁ Κύριος, στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν βέβαια, καὶ ὄχι ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο· ἀλλ’ οὔτε τότε εἶπε ὅτι θὰ γίνουν ἄγγελοι, ἀλλὰ ἰσάγγελοι1. Γιατί, λέει, οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ μπορέσουν ν’ ἀλλάξουν τὴν φύση τους σὲ ἀγγελική, ἀλλὰ θὰ γίνουν ὅπως οἱ ἄγγελοι ἀμετάβλητοι στὸ ἀγαθό, κατὰ χάρη, καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ἀνάγκη, καὶ θἄχουν αὐτοπροαίρετη τὴν ἐξουσία κι ἀτελείωτη τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ ὅσα δὲν εἶδε μάτι ἀνθρώπου κ.λ.π.2. Ἐδῶ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει κανεὶς τέλειος, ἁπλῶς δέχεται μόνο προκαταβολὴ τῶν ὑποσχεμένων ἀγαθῶν.

   Ὅπως ὅσοι δὲν ἔχουν θεϊκὰ χαρίσματα ὀφείλουν νὰ ταπεινωθοῦν ὡς φτωχοί, τὸ ἴδιο ὀφείλουν κ’ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔχουν, γιατὶ τὰ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὴ καταδικαστοῦν γιὰ ἀγνωμοσύνη. Καὶ ὅπως οἱ πλούσιοι ὀφείλουν νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Θεὸ γιὰ τὰ καλὰ ποὺ τοὺς ἔδωσε, ἔτσι καὶ οἱ πλούσιοι σὲ ἀρετὲς ὀφείλουν νὰ εὐχαριστοῦν πολὺ περισσότερο.

   Καὶ ὅπως ὀφείλουν οἱ φτωχοὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεὸ καὶ ν’ ἀγαποῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς εὐεργετοῦν πλουσιοπάροχα, γιατὶ εὐεργετοῦνται ἀπὸ αὐτούς, ἔτσι καὶ οἱ πλούσιοι πολὺ περισσότερο, γιατὶ σώζονται καὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὸν μέλλοντα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Γιατὶ χωρὶς τοὺς φτωχοὺς δὲν μποροῦν οἱ πλούσιοι νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ πλούτου μποροῦν νὰ ξεφύγουν. Καὶ ὅπως οἱ μαθητὲς ὀφείλουν ν’ ἀγαποῦν τοὺς δασκάλους, ἔτσι καὶ οἱ δάσκαλοι τοὺς μαθητές, καὶ νὰ ὁμολογοῦν καὶ τοῦτοι καί ’κεῖνοι τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δίνει σ’ ὅλους τὴν γνώση καὶ κάθε ἄλλο ἀγαθό, γιὰ τὰ ὁποῖα χρωστοῦμε ὅλοι πάντοτε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε. Πολὺ περισσότερο ὅσοι ἐνισχυθήκαμε στὸ νὰ ἐπανέλθουμε στὴν πρώτη κατάσταση τοῦ θείου βαπτίσματος μὲ τὴν μετάνοια, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Γιατί μὲ φωνάζετε "Κύριε, Κύριε" καὶ δὲν κάνετε ὅ,τι σᾶς λέω;»3

   Ἀλλὰ μὴ τυχὸν κανένας ἀνόητος, ὅταν ἀκούσει τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου, νομίσει ὅτι ἂν δὲν ἐπικαλεστεῖ τὸν Κύριο, εἶναι ἀκατηγόρητος. Τὸ ἀντίθετο· καταδικάζεται περισσότερο, ὅπως λέει ὁ Κύριος: «Ἂν αὐτὰ κάνουν στὸ χλωρὸ ξύλο, τί θὰ γίνει στὸ ξερό;»4 Καὶ ὁ Σολομὼν λέει: «Ἂν μόλις σώζεται ὁ δίκαιος, ποῦ θὰ φανεῖ ὁ ἄδικος καὶ ἁμαρτωλός;»5 Οὔτε πάλι, βλέποντας ὅτι δυσκολεύεται ἀπὸ τὶς θεῖες ἐντολές, ν’ ἀπελπίζεται, καὶ καταδικαστεῖ χειρότερα ἀπὸ τὸν αὐτόχειρα. Ἀλλὰ μᾶλλον ὀφείλει νὰ θαυμάσει τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὶς ἐντολές, πῶς ἀπό ’δῶ καὶ ἀπό ’κεῖ ὠθοῦν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν τελειότητα, γιὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ βρίσκοντας ἄνεση στὰ χειρότερα, ἀλλὰ μόλις θελήσει νὰ κάνει κάτι τέτοιο, βρίσκει μπροστά του ὅλα τὰ δεινὰ καὶ στρέφεται στὸ καλό, ὅπως μὲ φιλανθρωπία οἰκονομεῖ ὁ Θεὸς ἀξιοθαύμαστα. Αὐτὸ γιὰ νὰ γίνει κάθε ἄνθρωπος τέλειος, κατὰ κάποιο τρόπο καὶ χωρὶς νὰ θέλει, ἂν καὶ εἶναι αὐτεξούσιος. Οἱ εὐγνώμονες ὅμως, ἀγωνίζονται περισσότερο, φιλοτιμούμενοι ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ πέρασαν τὸν ποταμὸ ἐνῶ κοιμόνταν, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ.

   Γι’ αὐτό, λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, ἔδωσε ὁ Θεὸς πολλοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ τοὺς φοβόμαστε καὶ νὰ καταφεύγουμε σ’ Αὐτόν. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸ ἐννοεῖ αὐτὸ ἀλλὰ ἀπὸ φιληδονία τὸ κακίζει, αὐτὸς σκότωσε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κατέστρεψε· ἀφοῦ πῆρε ὅπλα κατὰ τῶν ἐχθρῶν, τὰ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ σφάξει τὸν ἑαυτό του. Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι, ὅπως ὁ Θεὸς σὰν ἀγαθὸς ποὺ εἶναι, θέλει ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετήσει, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος, σὰν πονηρὸς ποὺ εἶναι, θέλει ὅλους νὰ τοὺς σύρει στὴν μοχθηρία του, ἂν καὶ δὲν μπορεῖ. Καὶ ὅπως οἱ φιλότεκνοι γονεῖς συνετίζουν μὲ ἀπειλὲς τὰ παιδιά τους ὅταν κάνουν παράλογα πράγματα, ἐνεργῶντας ἀπὸ στοργὴ πρὸς αὐτά, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς σὰν ραβδὶ ποὺ κάνει τοὺς ἄξιους νὰ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου. Ὅποιος διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει τὸ ραβδί, μισεῖ τὸ παιδί του, ἐνῶ ὅποιος τὸ ἀγαπᾶ, τὸ παιδαγωγεῖ μ’ ἐπιμέλεια6. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε φιλήδονοι καὶ φίλαυτοι διατρέχουμε κίνδυνο καὶ ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς –ἂν καὶ γιὰ τοὺς φιλόθεους εἶναι μᾶλλον σωτηρία–, ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, δηλαδή, κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τὴν ἔκπτωση στὴν ἀπώλεια ποὺ προέρχεται ἀπ’ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, σὰν υἱοὶ ποὺ παιδαγωγούμαστε ἀλλὰ δὲν θανατωνόμαστε7, πρέπει νὰ διαλέξουμε τὸ ἐλαφρότερο. Γιατὶ εἶναι καλύτερα μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν θλίψεων νὰ καταφεύγουμε στὸν Θεό, παρὰ ἀπὸ τὸν φόβο τῶν κινδύνων νὰ καταλήγουμε στὴν ἔκπτωση ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ πέσουμε στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποστοῦμε μαζί του τὴν αἰώνια ἔκπτωση, ἢ μᾶλλον κόλαση. Γιατὶ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο θὰ γίνει, ἢ τοὺς πειρασμοὺς θὰ ὑπομένουμε, ποὺ εἶναι πρόσκαιροι, ἢ τὴν κόλαση ποὺ εἶναι αἰώνια.

   Τοὺς δικαίους ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς δύο κινδύνους δὲν τοὺς ἀγγίζει, γιατὶ ἀγαποῦν μὲ χαρὰ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς φαίνονται δύσκολα, καὶ ἀγκαλιάζουν τοὺς πειρασμοὺς σὰν νὰ βρῆκαν εὐκαιρία αἰώνιου κέρδους καὶ μένουν ἀπλήγωτοι ἀπὸ αὐτούς. Δὲν πεθαίνει ὁ καθένας ποὺ τοῦ ἔριξαν βέλος καὶ δὲν τὸν πλήγωσε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε καίρια πληγή. Τί ἔβλαψε τὸν Ἰὼβ ἡ πληγή; Μᾶλλον δὲν τοῦ προξένησε στεφάνι;8 Ἢ μήπως φόβισε ποτὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Μάρτυρες; «Χαίρονταν, λέει, γιατὶ ἀξιώθηκαν νὰ ἀτιμασθοῦν γιὰ τὸ ὄνομά Του»9. Ὅσο περισσότερο ὁ νικητὴς πολεμεῖται, τόσο στεφανώνεται, καὶ ἀπ’ αὐτὸ παίρνει μεγάλη χαρά. Ὅταν ἀκούσει τὴν φωνὴ τῆς σάλπιγγας δὲν τὴν φοβᾶται ὡς προκήρυξη σφαγῆς, ἀλλὰ μᾶλλον εὐφραίνεται γιατὶ τοῦ προμηνύει τὴν ἀπονομὴ τῶν στεφανιῶν.

   Τίποτε ἄλλο δὲν βλέπουμε συνήθως νὰ φέρνει χωρὶς κόπο τὴν νίκη, ὅσο ἡ τόλμη ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ βέβαιη πίστη. Οὔτε ἄλλο φέρνει τὴν ἧττα, ὅσο ἡ φιλαυτία καὶ ἡ δειλία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Οὔτε ὑπάρχει ὁδηγὸς πρὸς τὴν ἀνδρεία, ὅσο ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ ἐμπειρία. Οὔτε ἄλλο ὁδηγεῖ στὴν λεπτότητα τῶν λογισμῶν, ὅσο ἡ ἀνάγνωση στὴν ἡσυχία. Οὔτε ἄλλο προξενεῖ λησμοσύνη, ὅπως ἡ ἀργία. Οὔτε ὑπάρχει σύντομος δρόμος γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως ἡ ἀνεξικακία. Οὔτε ἄλλο προξενεῖ τὴν συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ἔχθρα γιὰ τὶς ἁμαρτίες, ὅσο ἡ μετάνοια καὶ τὸ κόψιμο τῆς ἁμαρτίας. Οὔτε τὴν σύντομη προκοπὴ τῆς ψυχῆς, ὅπως τὸ κόψιμο τῶν θελημάτων καὶ τῶν νοημάτων μας. Οὔτε ὑπάρχει μεγαλύτερο, ἀπὸ τὸ νὰ ρίξει κανεὶς τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ γίνει τὸ θέλημά Του σὲ ὅλα τὰ ζητήματα. Οὔτε χειρότερο, ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανεὶς τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὸν μετεωρισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

   Κι αὐτό, γιατὶ σ’ ἐμᾶς ποὺ ἀγαποῦμε τὸ ἀγαθὸ μόνο ἀπὸ τὸν φόβο τῶν κολάσεων καὶ τῶν πειρασμῶν, δὲν μᾶς συμφέρει διόλου ἡ ἀνεξαρτησία, ἀλλὰ ὁ περιορισμὸς καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῶν πραγμάτων, γιὰ νὰ μπορέσουμε τοὐλάχιστον μὲ τὴν ἀποφυγὴ ἐκείνων ποὺ βλάπτουν τὴν ἀσθένειά μας νὰ παλεύουμε ἐναντίον τῶν λογισμῶν.

   Οἱ ἀπαθεῖς ἐξουσιάζουν τὰ ἀρχοντικὰ πνεύματα, ἐπειδὴ νίκησαν τὰ αἰσχρότατα πάθη, ἐνῶ οἱ ὑποτακτικοὶ σὲ πνευματικὸ πατέρα ἐξουσιάζουν τὰ ἀρχόμενα πνεύματα. Γιατί, ὅπως λένε ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἀββᾶς Κρόνιος, οἱ δαίμονες διακρίνονται σὲ ἄρχοντες καὶ σὲ ἀρχόμενους.

   Ἀρχοντικὰ πάθη εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ οἴηση καὶ τὰ ὅμοια· ἀρχόμενα εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία καὶ τὰ παρόμοια.

   Ἐκεῖνοι ποὺ ἔφτασαν στὴν τέλεια ἀγάπη ἔχουν ἐξουσία, γιατὶ κάνουν χωρὶς βία τὸ ἀγαθὸ καὶ χαίρονται νὰ τὸ κάνουν καὶ ποτὲ δὲν θέλουν νὰ τὸ ἀφήσουν. Καὶ ὅταν τοὺς τύχει ἐμπόδιο χωρὶς νὰ θέλουν, νοιώθουν σὰν αὐτοὺς ποὺ τυραννιοῦνται· τοὺς ἕλκει τότε ὁ θεῖος πόθος καὶ φεύγουν ἀμέσως στὴν ἡσυχία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐργασία, γιατὶ τὴν ἔχουν ἀπόλαυσή τους καὶ συνήθεια. Σ’ αὐτοὺς εἶναι ποὺ λένε οἱ Πατέρες: «Λίγο νὰ προσεύχεσαι, λίγο νὰ διαβάζεις, λίγο νὰ μελετᾶς, λίγο νὰ ἐργάζεσαι, λίγο νὰ φυλάγεις τὸν νοῦ σου, καὶ ἔτσι νὰ περνᾶς τὸν καιρό σου». Τὰ λένε αὐτὰ γιατὶ οἱ ἀπαθεῖς ἐξουσιάζουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ δὲν αἰχμαλωτίζονται ἀπὸ κανένα θέλημα, ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι πρέπει, ἀλλὰ ὅταν θέλουν, συγκεντρώνουν τὸν νοῦ τους καὶ διατάζουν τὸ σῶμα σὰν δοῦλο.

   Ἐμεῖς ὅμως χρωστοῦμε νὰ εἴμαστε κάτω ἀπὸ νόμο καὶ κανόνα, ὥστε παρὰ τὴν θέλησή μας καὶ ἀναγκαζόμενοι ἀπὸ τὸ χρέος, νὰ κάνουμε τὸ ἀγαθό. Κι αὐτὸ γιατὶ ἀκόμη ἀγαποῦμε περισσότερο τὰ πάθη καὶ τὶς ἡδονές, δηλαδὴ τὴν ἀνάπαυση τοῦ σώματος καὶ τὰ θελήματά μας, καὶ ὁ ἐχθρὸς ὁδηγεῖ ὅπου θέλει τὸν νοῦ μας. Ἐπίσης καὶ τὸ σῶμα ποὺ ἔχει ἄτακτες ὁρμές, κάνει ὅ,τι θέλει, σὰν νὰ μὴν ἔχει λογικό, καὶ εἶναι εὔλογο. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἐπιστασία ἀπὸ τὸν νοῦ, ὅλα γίνονται παρὰ τὸν λόγο καὶ παρὰ τὴν φύση, καὶ ὄχι ὅπως ἁρμόζει σὲ «ἀληθινοὺς Ἰσραηλῖτες».

   Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν ζηλωτὴ Σίμωνα τὸν Κανανίτη: «Νὰ ἕνας ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του»10. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ διακήρυττε τὴν ἀρετὴ τοῦ Ναθαναήλ. Γιατὶ ἡ λέξη Ναθαναὴλ ἑρμηνεύεται ζῆλος Θεοῦ. Καὶ τὸ κύριο ὄνομά του ἦταν Σίμων· λεγόταν Κανανίτης γιατὶ καταγόταν ἀπ’ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ Ναθαναὴλ πάλι, γιὰ τὴν ἀρετή του· ἐπίσης καὶ Ἰσραηλίτης, ποὺ σημαίνει, νοῦς ποὺ βλέπει τὸν Θεό, χωρὶς κανένα δόλο. Γιατὶ εἶναι συνήθεια τῆς Γραφῆς, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, νὰ ὀνομάζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀρετή τους, παρὰ ἀπὸ τὴν γενιά τους. Παράδειγμα, οἱ κορυφαῖοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρος καὶ Παῦλος: τὸν πρῶτο ὁ Κύριος τὸν ὀνόμασε Πέτρο (βράχο) γιὰ τὴν σταθερότητά του11, ἐνῶ ὁ δεύτερος ποὺ ὀνομαζόταν Σαῦλος, δηλαδὴ ζάλη, μετονομάστηκε Παῦλος12, δηλαδὴ ἀνάπαυλα–ἀνάπαυση, καὶ πολὺ φυσικά· γιατὶ ὅσο τάραξε πρωτύτερα τοὺς πιστούς, τόσο ὕστερα ἀνέπαυσε ὅλων τὶς ψυχὲς μὲ ἔργο καὶ μὲ λόγο, ὅπως λέει γι’ αὐτὸν ὁ Χρυσόστομος.

   Κοίταξε τὴν εὐλάβεια τοῦ Ἀποστόλου. Θυμούμενος τὸν Θεό, δὲν δίδασκε μέχρις ὅτου πρόσφερε στὸν Θεὸ τὴν εὐχαριστία καὶ ὑπόσχεση ποὺ χρωστοῦσε13, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀπὸ Αὐτὸν ἔχει τὴν γνώση καὶ τὴν δύναμη· ὅπως εἶναι εὔλογο, συνδύαζε τὴν εὐχὴ μὲ τὴν νουθεσία. Καὶ ὁ θεσπέσιος Λουκᾶς ἄφησε ἀσυμπλήρωτες τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὄχι ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἄλλη ἀνάγκη, ἀλλὰ γιατὶ ἀποδήμησε στὸν Θεό. Ἐμεῖς ὅμως ὅταν ἀφήσουμε κάτι ἀτελείωτο, ἐνεργοῦμε ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀνικανότητα, γιατὶ δὲν κάνουμε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ μ’ ἐπιμέλεια καὶ δὲν τὸ ἀγαποῦμε σὰν κύριο ἔργο, ἀλλὰ τὸ καταφρονοῦμε σὰν πάρεργο καὶ βαρετό, καὶ γι’ αὐτὸ μένουμε χωρὶς προκοπή. Ἢ καὶ γυρίζουμε πίσω μερικοὶ πολλὲς φορές, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ στράφηκαν πίσω καὶ δὲν ἀκολούθησαν πλέον τὸν Ἰησοῦ14. Ἂν καὶ –ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος– δὲν ἦταν σκληρὸς ὁ λόγος ὅπως νόμιζαν15, ἀλλὰ ὅ,τι εἰπώθηκε σ’ αὐτοὺς τότε, ἀναφερόταν σὲ δόγματα. Ὅπου ὅμως δὲν ὑπάρχει προαίρεση, οὔτε προθυμία, καὶ τὰ εὔκολα τὰ βρίσκει κανεὶς δύσκολα, ὅπως καὶ ἀντίθετα.


* «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τόμος Γ΄, Ὅτι ταπεινοφροσύνης δίχα ἀμήχανον σωθῆναι.


1. Λουκ. κ΄ 36.

2. Α΄ Κορ. β΄ 9.

3. Λουκ. ς΄ 46.

4. Λουκ. κγ΄ 31.

5. Παροιμ. ια΄ 31.

6. Παροιμ. ιγ΄ 24.

7. Β΄ Κορ. ς΄ 9.

8. Ἰὼβ μβ΄ 8.

9. Πράξ. ε΄ 41.

10. Ἰωάν. α΄ 48.

11. Μᾶρκ. γ΄ 16.

12. Πράξ. ιγ΄ 9.

13. Πράξ. ιη΄ 18.

14. Ἰωάν. ς΄ 66.

15. Ἰωάν. ς΄ 60.