Σάββατο 20 Απριλίου 2024

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ

  



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(Μάρκ. ι΄ 32 – 45)


   «Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,

   ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι,

   καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

   Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.

   ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν;

   οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.

   ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;

   οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε·

   τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται.

   καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.

   ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν·

   οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,

   καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος·

   καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.»



Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική:

   Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, πῆρε ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς λέγει ὅσα ἔμελλε νὰ τοῦ συμβοῦν.

   Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι: Ἰδοὺ ἀνεβαίνουμε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς εἰδωλολάτρες στρατιῶτες τῆς Ρώμης.

   Καὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ.

   Κ’ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ λέγουν: Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάμεις αὐτὸ ποὺ θὰ ζητήσουμε.

   Κι αὐτὸς τοὺς εἶπε: Τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω;

   Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: Ὅταν ὡς ἔνδοξος βασιλιᾶς καθίσεις στὸν βασιλικὸ θρόνο τῆς Ἱερουσαλήμ, δός μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου καὶ ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου.

   Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριο (τοῦ πόνου καὶ τοῦ μαρτυρίου) ποὺ ἐγὼ πίνω, καὶ νὰ βαπτισθεῖτε τὸ βάπτισμα (τοῦ αἵματος) ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι;

   Καὶ ἐκεῖνοι (χωρὶς καλὰ–καλὰ νὰ σκεφθοῦν), τοῦ εἶπαν: Μποροῦμε. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: Τὸ μὲν ποτήριο (τοῦ μαρτυρίου) ποὺ ἐγὼ (ἐντὸς ὀλίγου) πίνω, θὰ τὸ πιεῖτε καὶ τὸ βάπτισμα (τῆς ὀδύνης, τοῦ αἵματος καὶ τῆς θυσίας) ποὺ ἐγὼ (ἐντὸς ὀλίγου) θὰ βαπτισθῶ, θὰ τὸ βαπτισθεῖτε·

   τὸ νὰ καθίσετε ὅμως ἀπὸ τὰ δεξιά μου καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερά μου δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μου νὰ τὸ δώσω σὲ ὅποιον ἁπλῶς μοῦ τὸ ζητήσει, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ στοὺς ἀξίους, σὲ αὐτοὺς δηλαδὴ γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθεῖ.

   Οἱ ἄλλοι δέκα, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν γιὰ τὴν φιλόδοξη αὐτὴ συμπεριφορὰ τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου.

   Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς κάλεσε κοντά του καὶ τοὺς εἶπε: Ξέρετε, ὅτι αὐτοὶ ποὺ προβάλλονται σὰν ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, συμπεριφέρονται πρὸς τοὺς λαοὺς σὰν νὰ ἦσαν ἀπόλυτοι κύριοί τους. Κι ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μεγάλα ἀξιώματα, κάνουν κακὴ χρήση τῆς ἐξουσίας τους καὶ τοὺς καταδυναστεύουν, σὰν νὰ τοὺς ἔχουν δούλους τους.

   Δὲν πρέπει ὅμως τέτοια ἐγωϊστικὴ τάση καὶ συμπεριφορὰ νὰ παρατηρεῖται μεταξύ σας. Ἀλλ’ ὅποιος θέλει νὰ ἀναδειχθεῖ μέγας μεταξύ σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας, ποὺ νὰ σᾶς ἐξυπηρετεῖ μὲ ἀγάπη.

   Καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ γίνει πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων καὶ νὰ συμπεριφέρεται μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ τοῦ δούλου.

   Διότι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο καὶ ἀντάλλαγμα, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο.