Σάββατο 27 Απριλίου 2024

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ

  



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ τῶν ΒΑΪΩΝ

(Ἰωάν. ιβ΄ 1 – 18)


   «Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.

   ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ.

   ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.

   λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι·

   διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;

   εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.

   εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.

   τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.

   Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.

   ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν,

   ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.

   Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα,

   ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.

   εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον·

   μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.

   Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ᾿ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ.

   Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.

   διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.»



Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική:

   Ἕξι ἡμέρες πρὶν τὸ Πάσχα ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴν Βηθανία, ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ τὸν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν.

   Παρέθεσαν, λοιπόν, σὲ αὐτὸν δεῖπνο ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε. Ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες.

   Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Μαρία πῆρε μία λίτρα γνήσιου καὶ πολύτιμου μύρου, καμωμένου ἀπὸ τὸ ἀρωματικὸ φυτὸ ποὺ λέγεται νάρδος, καὶ ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τὰ ὁποῖα καὶ σπόγγισε ὕστερα μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της. (Τοῦτο τὸ ἔκαμε ἀπὸ βαθειὰ πίστη πρὸς τὸν Σωτῆρα καὶ ἀπὸ θερμὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς αὐτόν, ποὺ εἶχε ἀναστήσει τὸν ἀδελφό της). Κι ὅλο τὸ σπίτι γέμισε ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ μύρου.

   Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰούδας, ὁ γυιὸς τοῦ Σίμωνα ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ λίγο ἔμελε νὰ τὸν παραδώσει στοὺς σταυρωτές:

   Γιατί τὸ μύρο αὐτὸ δὲν πουλήθηκε ἀντὶ τριακοσίων δηναρίων, (ἀντὶ ἑξῆντα περίπου χρυσῶν λιρῶν) καὶ δὲν δόθηκε τὸ ἀντίτιμό του στοὺς φτωχούς;

   Εἶπε αὐτό, ὄχι διότι εἶχε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦταν κλέφτης, καὶ εἶχε τὸ κουτὶ τῶν εἰσφορῶν, καὶ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ χρήματα ποὺ ἔριχναν σ’ αὐτό.

   Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ἀφῆστε ἥσυχη αὐτὴ τὴν γυναῖκα· φύλαξε τὸ μύρο αὐτὸ σὰν νὰ προαισθανόταν καὶ τὸ χρησιμοποίησε γιὰ μένα τώρα, τὶς παραμονὲς τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου.

   Διότι τοὺς φτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, ἐμένα ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε. Μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ παραδοθῶ στὰ χέρια τῶν σταυρωτῶν μου.

   Πληροφορήθηκε τότε πολὺς λαὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴν Βηθανία καὶ ἦλθαν ἐκεῖ, ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λάζαρο, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν.

   Οἱ ἀρχιερεῖς ὅταν πληροφορήθηκαν αὐτά, ἀποφάσισαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν Λάζαρο,

   διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πῆγαν γι’ αὐτὸν στὴν Βηθανία κι ὅταν τὸν ἔβλεπαν ζωντανὸ καὶ ὑγιῆ, ἀναστημένο ἐκ νεκρῶν, πίστευαν στὸν Ἰησοῦ.

   Τὴν ἄλλη μέρα πολὺς λαός, ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ τὴν ἑορτή, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα,

   πήρανε στὰ χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ φοίνικες καὶ βγῆκαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν καὶ φώναζαν: Δόξα καὶ τιμὴ σὲ αὐτόν· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ἂς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἐκ   μέρους τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἔνδοξος καὶ ἀληθινὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.

   Βρῆκε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἕνα πουλάρι καὶ κάθισε πάνω σ’ αὐτό, σύμφωνα μ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένο στὶς προφητεῖες:

   «Μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τῆς Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμᾶτος ἀγάπη γιὰ σένα, καθισμένος ἐπάνω σὲ πουλάρι ὄνου.»

   Τί σήμαιναν τὰ λόγια καὶ τὰ γεγονότα αὐτὰ δὲν εἶχαν ἐννοήσει οἱ μαθητές του προηγουμένως, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν θριαμβευτικὴ ἀνάστασή του καὶ τὴν ἔνδοξη ἀνάληψή του δοξάσθηκε, τότε θυμήθηκαν, ὅτι αὐτὰ ὅλα εἶχαν γραφεῖ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτὸν καὶ στὴν ἐκπλήρωση αὐτῶν συνείργησαν αὐτοὶ καὶ ὁ λαός, χωρὶς νὰ τὸ ἐννοοῦν.

   Τὶς ὧρες τῆς μεγάλης ἐκείνης ὑποδοχῆς ὁ λαός, ποὺ ἦταν μαζί του ὅταν ὁ Ἰησοῦς φώναξε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, μαρτυροῦσε καὶ ἐπιβεβαίωνε στὰ ἄλλα πλήθη τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα.

   Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ πολλὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν προϋπάντησαν, διότι εἶχαν πληροφορηθεῖ ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες, ὅτι αὐτὸς εἶχε κάμει τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα.