Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Βασιλεύς, ἐπίσκοπος Ἀμασείας

 




Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Βασιλεύς, ἐπίσκοπος Ἀμασείας

Ἑορτάζει τὴν κς΄ (26η) Ἀπριλίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τμηθείς, Βασιλεῦ, βασιλεὺς πόλου γίνῃ,

Ἐξ αἱμάτων σῶν βάμμα κόκκινον φέρων.

Εἰκάδα ἀμφ’ ἕκτην Βασιλεὺς ξίφει αὐχένα κάρθη.


   Τοῦτος ὁ ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Βασιλεὺς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Ἀμασείας ποὺ βρίσκεται στὴν Μαύρη θάλασσα, κατὰ τοὺς χρόνους Λικινίου ποὺ εἶχε σύζυγο τὴν Κωνσταντίνα ἢ Κωνσταντία, τὴν ἀδελφὴ Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει τιζ΄ (317). Τοῦτος ὁ Λικίνιος, στάλθηκε μὲν γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν Μαξιμῖνο, –ὁ ὁποῖος σηκώθηκε ἐναντίον τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου–, κράτησε ὅμως τυραννικῶς κάποια μέρη τῆς Ἀνατολῆς· κ’ ἐπειδή, ἀφοῦ φονεύθηκε ὁ Μαξιμῖνος ἔπαψε νὰ πολεμεῖ τὸν Λικίνιο κ’ ἔτσι τοῦτος γλύτωσε τὸν κίνδυνο τῆς ζωῆς του, γι’ αὐτὸ ὁ Λικίνιος ἀφοῦ ἦλθε στὴν Νικομήδεια πρόσφερε γιὰ τὴν νίκη αὐτὴ θυσίες στὰ εἴδωλα. Τότε λοιπὸν πρόσταξε νὰ φέρουν μπροστά του καὶ τὸν ἅγιο Βασιλέα, μαζὶ καὶ μιὰ κόρη ὀνομαζόμενη Γλαφυρὴ ἢ Γλαφύρα, τῆς ὁποίας ἡ ὑπόθεση ἦταν ὡς ἑξῆς:

   Ἡ Γλαφυρὴ ἦταν ὑπηρέτρια τῆς συζύγου τοῦ Λικινίου Κωνσταντίνας, κ’ ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ὁ Λικίνιος λύσσαγε ἀπ’ τὸν ἔρωτά του γι’ αὐτήν, φανέρωσε τὸ πρᾶγμα στὴν κυρία της ἡ ὁποία ἔδωκε χρήματα στὴν Γλαφυρὴ καὶ τὴν ἔστειλε στὴν Ἀνατολή. Αὐτὴ λοιπὸν περπατῶντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο κατάντησε (κατέληξε) στὴν Ἀμάσεια, ὅπου ἦταν Ἐπίσκοπος ὁ ἅγιος Βασιλεύς. Τοῦτο λοιπὸν μαθαίνοντας ὁ Λικίνιος καὶ ὅτι ὅσα χρήματα εἶχε μαζί της ἡ Γλαφυρὴ τὰ ἔδωκε στὸν ἅγιο Βασιλέα γιὰ νὰ κτίσει Ἐκκλησία, πρόσταξε νὰ πιάσουν καὶ τοὺς δύο καὶ νὰ τοὺς φέρουν μπροστά του. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Γλαφυρὴ εἶχε ἤδη πεθάνει, γιὰ τοῦτο πιάσθηκε μόνος ὁ ἅγιος Βασιλεὺς καὶ τὸν ἔφεραν στὴν Νικομήδεια μπροστὰ στὸν Λικίνιο.

   Ἔλεγξε δὲ ὁ Ἅγιος ἀρκετὰ τὴν ταλαιπωρία τῶν ψευδωνύμων θεῶν κ’ ἔφτυσε μὲ καταφρόνηση τὴν πλάνη καὶ ματαιότητα τους, καὶ γι’ αὐτὸ ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ ὁ Λικίνιος τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου. Καὶ λοιπὸν ἀποκεφαλίσθηκε ὁ μακάριος Βασιλεὺς καὶ βάλθηκε σὲ πλοῖο καὶ ἡ μὲν ἁγία του κεφαλὴ ρίχτηκε στὴν θάλασσα ἀπ’ τὸ ἕνα μέρος τοῦ πλοίου, τὸ δὲ ὑπόλοιπο σῶμά του ἀπ’ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ πλοίου. Καὶ τοῦτα τὰ δύο, ὢ τοῦ θαύματος!, ἑνώθηκαν πάλι μαζί, ἡ κεφαλὴ δηλαδὴ μὲ τὸ σῶμα, καὶ συναρμόσθηκαν κατὰ τὴν φυσικὴ ἁρμονία κ’ ἔτσι βρέθηκε σῶος ὁ Ἅγιος στὸν κόλπο τῆς Σινώπης ἀπὸ κάποιους ἁλιεῖς. Τοῦτοι δηλαδή, καθὼς ἔβαλαν τὸν γρίπο καὶ τὸν τράβηξαν στὴν ξηρὰ ἔσυραν μαζὶ καὶ τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ἄγγελος δὲ Κυρίου φάνηκε σ’ ἕνα Χριστιανό, Ἐλπιδηφόρο καλούμενον, ὁ ὁποῖος δέχθηκε πρῶτος τὸν Ἅγιο στὸν οἶκο του, ὅταν ἦρθε στὴν Νικομήδεια καὶ φανέρωσε σ’ αὐτὸν περὶ τοῦ ἁγίου λειψάνου. Ὁ δὲ Ἐλπιδηφόρος ἀφοῦ ἔλαβε μαζί του τοὺς δύο Διακόνους Θεότιμο καὶ Παρθένιο, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο ἀπ’ τὴν Ἀμάσεια, ἦλθαν καὶ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ τίμησαν μὲ μῦρα κι ἀρώματα καὶ μὲ ψαλμωδίες κι ἄσματα τὸ ἔφεραν στὴν Ἀμάσεια.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 276-278. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).