Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Εἶπε Γέρων…




Εἶπε Γέρων…


   Τὸν καιρὸ ποὺ ὁ ἀββᾶς Λὼτ ἦταν νέος κι ἀρχάριος στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδινε συχνὰ αὐτὴ τὴν συμβουλή:

   – Δὲν θὰ γίνεις ποτὲ καλὸς Μοναχός, τοῦ ἔλεγε, ἂν δὲν διατηρήσεις ἄσβεστη στὴν καρδιά σου τὴν φλόγα τῆς πίστεως. Αὐτὴ θὰ σὲ φωτίζει νὰ περιφρονεῖς τιμὲς καὶ ἀναπαύσεις. Νὰ κόβεις τὰ θελήματά σου καὶ νὰ φυλάττεις ὅλες γενικῶς τὶς θεῖες ἐντολές.

 

   ποιος μπαίνει σὲ μυροπωλεῖο, ἔλεγε κάποιος Γέροντας, κι ἂν ἀκόμη δὲν ἀγοράσει κανένα ἄρωμα, βγαίνει ἔξω γεμᾶτος εὐωδία. Τὸ ἴδιο συμβαίνει σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συναναστρέφεται Ἁγίους ἀνθρώπους. Παίρνει ἐπάνω του τὸ πνευματικὸ ἄρωμα τῆς ἀρετῆς τους.

 

   Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν· «ἄνθρωπος συνοικῶν μὲ ἄλλον ἄνθρωπον, ὀφείλει εἶναι ὡς στήλη λιθίνη, ὑβριζόμενος καὶ μὴ ὀργιζόμενος, δοξαζόμενος καὶ μὴ ὑπερηφανευόμενος», δηλαδή, «ἕνας ἄνθρωπος ποὺ συνοικεῖ μὲ ἄλλον ἄνθρωπο, ὀφείλει νὰ εἶναι σὰν πέτρινη στήλη, ποὺ ὅταν τὴν βρίζουν δὲν ὀργίζεται, κι ὅταν τὴν δοξάζουν δὲν ὑπερηφανεύεται».

(Ἐκ τοῦ Εὐεργετινοῦ)

 

   ἀββᾶς Μᾶρκος ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο:

   — Διατὶ μερικοὶ καλοὶ ἄνθρωποι, ὅταν ἀποθνήσκουν, μετὰ μεγάλης θλίψεως καὶ πολλῆς σωματικῆς ταλαιπωρίας, ἀποχωρίζεται ἡ ψυχή τους ἀπὸ τὸ σῶμα;

   Ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος:

   — Διὰ νὰ ἀπέλθουν, ἐκ τοῦ κόσμου τούτου εἰς τὴν αἰωνιότητα, καθαροὶ ἀπὸ κάθε ἐνοχή. Ἁλατίζονται, τρόπον τινά, ἐδῶ μὲ τὸ ἁλάτι τῆς ταλαιπωρίας καὶ τῶν θλίψεων, γιὰ νὰ καταστοῦν ἐκλεκτοί.

 

   Γυρίζοντας κάποτε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς σκήτης ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, ἄκουσε φιλονικίες καὶ φωνὲς στὸν δρόμο. Προτοῦ μπεῖ μέσα, ἔκανε τρεῖς φορὲς τὸν γύρο τοῦ κελλιοῦ του.

   —Γιατί τὸ κάνεις αὐτό; ρώτησε κάποιος ποὺ ἔτυχε νὰ τὸν δεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη.

   —Γιὰ νὰ διώξω ἀπὸ τ᾿ αὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι μου τὰ λόγια ποὺ ἄκουσα, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Γιὰ νὰ ἔχω ἥσυχο τὸ κεφάλι μου μέσα στὸ κελλί.