Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

ΠΟΙΟ ΑΠ ᾿ ΤΑ ΕΝΝΙΑ;


Ἕνα ὄμορφο, διδακτικὸ καὶ γεμᾶτο ἀνθρωπιὰ διήγημα


ΠΟΙΟ ΑΠ ᾿ ΤΑ ΕΝΝΙΑ;


Τοῦ Οὔγγρου Μόρ Γιοκάϊ*


  Ζοῦσε κάποτε στή Βουδαπέστη ἕνας φτωχός μπαλωματής, πού δυσκολευόταν πολύ νά τά φέρει βόλτα στή ζωή. Ὄχι γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποφασίσει ἄξαφνα νά πάψουν νά φοροῦν παπούτσια, ὄχι γιατί τό συμβούλιο τῆς πόλης εἶχε δώσει διαταγή νά πουλιοῦνται τά παπούτσια στή μισή τιμή, ὄχι ἀκόμα γιατί ἡ δουλειά του, πού ὅλοι του οἱ πελάτες ἔλεγαν πώς βαριόντουσαν νά φοροῦν τά παπούτσια πού τούς μπάλωνε, δέν ἦταν καλή.

  Εἶχε λοιπόν πολλούς πελάτες καί ὅλοι τόν καλοπλήρωναν, καί κανένας δέν τοῦ εἶχε φάει ποτέ οὔτε δεκάρα. Κι ὡστόσο, ὁ καημένος ὁ μαστρο-Γιάννης ἔβλεπε καί πάθαινε νά σμίξει τίς δυό ἄκρες, ὅπως λένε.

  Ὁ λόγος ἦταν πώς ὁ καλός Θεός τοῦ εἶχε χαρίσει ἐννιά παιδιά, ὅλα ἑφτάγερα.

  Ὕστερα, σά νά μήν ἔφταναν ὅλ᾿ αὐτά, πέθανε μιά μέρα καί ἡ γυναίκα του, κι ἔτσι ὁ μαστρο-Γιάννης, ὁ μπαλωματής, ἀπόμεινε μονάχος στόν κόσμο μαζί μέ τά ἐννιά παιδιά του. Δυό - τρία πήγαιναν στό σχολεῖο, ἕνα - δυό τά εἶχε τιμωρημένα, ἕνα ἄλλο ἔπρεπε νά τό σηκώνει ἀγκαλιά, γιά τό ἄλλο ἔπρεπε νά βράσει λίγο λαπά, ἄλλο ἔπρεπε νά τό ταΐσει, ἄλλο νά τό ντύσει καί ἄλλο νά τό πλύνει.

  Μά πρίν ἀπ᾿ ὅλα, ἔπρεπε νά δουλεύει μέρα - νύχτα γιά νά τά ζήσει. Ἐδῶ πού τά λέμε, φίλοι μου, ἦταν μιά πολύ δύσκολη δουλειά. Κι ὅποιος δέ μέ πιστεύει, μπορεῖ νά δοκιμάσει!

  Ὅποτε τούς ἔφτιαχνε παπούτσια, ἔπρεπε νά τούς φτιάχνει ἐννιά ζευγάρια μαζί· ὅποτε τούς ἔκοβε ψωμί, ἔπρεπε νά κόβει ἐννιά φέτες μαζί, καί ὅταν τούς ἔστρωνε νά κοιμηθοῦν, ἡ κάμαρα ὁλόκληρη –ἀνάμεσα στήν πόρτα καί στό παράθυρο– γινόταν ἕνα μεγάλο κρεβάτι, γεμάτο μικρά καί μεγάλα, ξανθά καί μελαχρινά κεφάλια.

  – Θεέ καί Κύριε, μεγάλη ἡ Χάρη σου! ἀναστέναζε πολλές φορές ὁ ἀγαθός τεχνίτης, καθώς δούλευε –μεσάνυχτα περασμένα– γιά νά προφτάσει νά τελειώσει τή δουλειά του καί νά θρέψει τόσες ψυχές. Κάρφωνε πρόκες μέ τό σφυράκι, τρυποῦσε μέ τό σουβλί του τά πετσιά, τά ἔραβε μέ τό χοντρό βελόνι του, καί κάθε λίγο καί λιγάκι σηκωνόταν γιά νά σκεπάσει –πότε τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο– τά παιδιά πού εἶχαν πετάξει τίς κουβέρτες τους. Ἐννιά ἦταν, ἄς μήν τό ξεχνᾶμε!

  Δόξα σοι ὁ Θεός ὅμως, δέν εἶχε ἀκόμα κανένα παράπονο ὁ μαστρο-Γιάννης, γιατί ἦταν καί τά ἐννιά ὑπάκουα, ὄμορφα καί καλότροπα, εὐλογημένα, μέ γερά κορμιά κι ἀκόμα πιό γερά στομάχια. Καί νά ξέρετε πώς εἶναι καλύτερα νά νοιάζεται ἕνας πατέρας γιά ἐννιά φέτες ψωμί, παρά γιά ἕνα μπουκαλάκι γιατρικό.

  Εὐτυχῶς, κανένα ἀπό τά παιδιά τοῦ μάστορα δέν εἶχε στό νοῦ του νά πεθάνει. Ἦταν γραφτό πώς ὅλα θά τραβοῦσαν τό δρόμο τους στή ζωή καί πώς δέ θά ἄφηναν τή θέση τους σέ ἄλλους. Οὔτε τά χιόνια οὔτε οἱ βροχές οὔτε καί τό ξερό ψωμί τά πείραζαν.

 


  Τή βραδιά τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ μαστρο-Γιάννης γύριζε στό σπίτι του κατακουρασμένος ἀπό τούς δρόμους πού εἶχε κάνει γιά νά παραδώσει στίς διάφορες συνοικίες τῆς πολιτείας τά τελειωμένα παπούτσια, καί νά πάρει λίγα λεφτά γιά τά αὐριανά ψώνια.

  Καθώς προχωροῦσε βιαστικός κοίταζε τίς βιτρίνες τῶν μαγαζιῶν καί πλῆθος καροτσάκια, σταματημένα στά σταυροδρόμια καί φορτωμένα μέ χρυσά καί ἀσημένια ἀρνάκια καί ζαχαρένιες κουκλίτσες. Οἱ γυναῖκες πού ἔσπρωχναν τά καροτσάκια, τά πουλοῦσαν στούς γονεῖς γιά νά τά χαρίσουν στά φρόνιμα παιδιά. Ὁ μαστρο-Γιάννης στάθηκε μπροστά σ᾿ ἕνα δυό καροτσάκια… Θά ἔπρεπε ν᾿ ἀγοράσει κι αὐτός κάτι… Τί ὅμως; Καί νά ψωνίσει καί γιά τά ἐννιά; Θά χρειαζόταν πολλά λεφτά. Μόνο γιά τό ἕνα λοιπόν; Τά ἄλλα θά ζήλευαν. Ὄχι, ἔπρεπε νά τούς κάνει ἕνα ἀλλοιώτικο χριστουγεννιάτικο δῶρο· ἕνα δῶρο ὡραῖο καί εὐχάριστο, ἕνα δῶρο πού νά μή σπάζει οὔτε νά παλιώνει, κάτι πού θά τό χαίρονταν ὅλα μαζί καί δέ θά μποροῦσαν νά τό πάρουν τό ἕνα ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλο.

  – Λοιπόν, παιδιά! Ἕνα, δυό, τρία, τέσσερα… ὅλα ἐδῶ εἴσαστε; εἶπε μόλις ἔφτασε στό σπίτι, ἀνάμεσα στά ἐννιά παιδιά του. Τό ξέρετε πώς αὔριο ἔχουμε Χριστούγεννα; Μιά γιορτή, μιά πολύ χαρούμενη γιορτή; Ἀπόψε λοιπόν δέν θά δουλέψουμε, μά θά γλεντήσουμε!

  Τά παιδιά χάρηκαν τόσο ἀκούγοντας πώς θά γλεντοῦσαν, πού λίγο ἔλειψε νά γκρεμίσουν τό σπίτι μέ τίς φωνές καί τά χοροπηδήματά τους.

  – Ἤσυχα! Γιά νά δοῦμε ἄν θά καταφέρω νά σᾶς μάθω τοῦτο τό ὄμορφο τραγούδι πού ξέρω. Εἶναι ἕνα πολύ ὄμορφο τραγούδι. Τό φύλαξα γιά νά σᾶς τό χαρίσω γιά τά Χριστούγεννα.

  Τά πιό μικρά σκαρφάλωσαν μέ φωνές καί γέλια στά γόνατα καί στούς ὤμους τοῦ πατέρα τους, καί περίμεναν ἀνυπόμονα ν᾿ ἀκούσουν τό ὄμορφο τραγούδι.

  – Λοιπόν, τί εἴπαμε; Ἄν εἴσαστε καλά παιδιά… νά μπεῖτε ὄμορφα-ὄμορφα στή γραμμή!… Ἔτσι… τά μεγάλα ἐδῶ, καί τά πιό μικρά πλάϊ τους.

  Τά ἔστησε λοιπόν ἀνάλογα μέ τό μπόϊ τους καί μόνο τά δυό μικρότερα τά κράτησε στά γόνατά του.

  – Καί τώρα, σιωπή! Πρῶτα-πρῶτα θά τό τραγουδήσω ἐγώ, μόνος μου, καί ὕστερα θά τό τραγουδήσετε κι ἐσεῖς μαζί μου.

  Ὁ μπαλωματής ἔβγαλε τόν πράσινο σκοῦφο του, κι ἄρχισε νά ψάλλει, σοβαρά κι εὐλαβικά, τήν ἐξαίσια μελωδία:

«Ἅγια νύχτα σέ προσμένει…»

  Τά μεγαλύτερα παιδιά –ἀγόρια καί κορίτσια– τήν ἔμαθαν σχεδόν ἀμέσως, μά τά πιό μικρά δυσκολεύτηκαν κάπως. Ἔχαναν ὁλοένα τόν τόνο καί τό μέτρο. Σέ λίγο ὅμως τήν ἔψαλλαν ὅλα.

  Ἦταν ἀδύνατο νά φανταστεῖ κανείς κάτι πιό χαρούμενο, ἀπ᾿ αὐτές τις ἐννέα λεπτές φωνοῦλες, πού ἔψαλλαν ὅλες μαζί αὐτό τό ὑπέροχο τραγούδι τῶν ἀγγέλων, μέσα σέ κείνη τήν ἁγιασμένη νύχτα. Ἴσως οἱ ἄγγελοι νά τό ἔψαλλαν κι ἐκεῖνοι ψηλά στά οὐράνια, καθώς οἱ ἐννέα ἀθῶες ψυχοῦλες τούς συνόδευαν μέ τίς μελωδικές φωνές τους ἀπό τή γῆ.

  Ὅλοι ξέρουμε πόση χαρά σκορπίζει στά οὐράνια ἕνας παιδιάστικος ὕμνος.

  Δέν σκόρπιζε ὅμως τήν ἴδια χαρά καί στό ἀπάνω πάτωμα τοῦ ἴδιου σπιτιοῦ. Ἐκεῖ ζοῦσε ἕνας ἐργένης, ὁλομόναχος μέσα σέ ἐννέα κάμαρες. Στή μιά καθόταν, στήν ἄλλη κοιμόταν, στήν τρίτη κάπνιζε τήν πίπα του, στήν τέταρτη ἔτρωγε, καί ἕνας Θεός ξέρει, τί ἔκανε σ᾿ ὅλες τίς ἄλλες…

  Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε οὔτε γυναῖκα οὔτε παιδιά, μά εἶχε ἀμέτρητα πλούτη: Κείνη τή νύχτα, ὁ πλούσιος ἐργένης καθόταν στήν κάμαρα Νο 8, καί ἀναρωτιόταν γιατί τάχα νά εἶχε καταντήσει τόσο ἄχαρη ἡ ζωή του; Γιατί τό μαλακό, ζεστό κρεβάτι του, δέν μποροῦσε νά τοῦ χαρίσει ἕναν ἥσυχο ὕπνο καί γλυκά ὄνειρα;

  Ἄξαφνα, ἀδύνατη στήν ἀρχή, μά ὅλο καί πιό δυνατή ἀπό στιγμή σέ στιγμή, ἔφτασε ὥς ἀπάνω ἡ χαρούμενη μελωδία τοῦ Χριστουγεννιάτικου ὕμνου.

  Στήν ἀρχή ὁ ἐργένης μας προσπάθησε νά μήν ἀκούει, μέ τήν ἐλπίδα πώς γρήγορα θά σώπαιναν τά παιδιά. Μά ὅταν ξανάρχισαν, γιά δέκατη φορά, τό τραγούδι τους, δέν μπόρεσε πιά νά κρατηθεῖ. Πέταξε τό πανάκριβο ποῦρο πού κάπνιζε καί κατέβηκε –ἔτσι ὅπως ἦταν– μέ τή ρόμπα τοῦ σπιτιοῦ, στό κάτω πάτωμα.

  Μπῆκε στήν κάμαρα τοῦ μπαλωματῆ, τή στιγμή ἀκριβῶς πού τά παιδιά τελείωναν τό τραγούδι τους.

  Ὁ μάστορας σηκώθηκε μέ σεβασμό ἀπό τό σκαμνί του καί χαιρέτησε τόν μεγάλον ἄρχοντα.

  – Εἶσαι ὁ Γιάννης, ὁ μπαλωματής, ἔτσι δέν εἶναι; τόν ρώτησε ὁ πλούσιος.

  – Στίς προσταγές σας, Ἐξοχώτατε, τοῦ ἀποκρίθηκε πρόθυμα ὁ ἄλλος. Μήπως θέλετε νά μοῦ παραγγείλετε κανένα ζευγάρι πέτσινες μπότες;

  – Δέν ἦρθα γι᾿ αὐτό. Μά τόσα παιδιά ἔχεις;

  – Ἕνα σωρό, Ἐξοχώτατε, μικρά καί μεγάλα. Ἐννιά στόματα πού δέν χορταίνουν ὅσο κι ἄν φᾶνε!

  – Καί πού χαλοῦν τόν κόσμο σάν τραγουδοῦν! συμπλήρωσε ὁ Ἐξοχώτατος. Ἄκουσε, μαστρο-Γιάννη: Θά σοῦ κάνω μιά πρόταση, γιά τό καλό σου: Δῶσε μου τό ἕνα ἀπ᾿ τά παιδιά σου. Θά τό υἱοθετήσω, θά τό σπουδάσω σά νά ἦταν δικό μου, θά τό πάρω μαζί μου στά ταξίδια μου, καί θά τόν κάνω σωστόν ἄρχοντα. Κάποια μέρα θά μπορέσει νά σᾶς βοηθήσει ὅλους…

  Ὁ μαστρο-Γιάννης γούρλωσε τά μάτια του ἀκούγοντάς τον. Τί μεγάλα λόγια!… Νά γίνει τό ἕνα του παιδί ἄρχοντας! ποιανοῦ δέν θά τοῦ ἄρεζε κάτι τέτοιο; Γιατί νά μήν τοῦ δώσει ἕνα; Ἦταν ἀληθινά μιά πολύ μεγάλη τύχη! πῶς νά τή διώξει;

  – Διάλεξε, λοιπόν, γρήγορα-γρήγορα, ἕνα, κι ἄς τελειώνουμε, εἶπε ὁ ἄρχοντας.

  – Νά, ὁ Ἀλέξης. Ὄχι, τοῦτον δέν μπορῶ νά τόν ἀφήσω νά φύγει. Εἶναι καλός μαθητής καί λέω νά τόν κάνω παπά. Τό ἄλλο; εἶναι κορίτσι, καί δέν φαντάζομαι νά θέλετε νά πάρετε κορίτσι, Ἐξοχώτατε. Τόν Πέτρο; Μά μέ βοηθάει κιόλας στή δουλειά μου. Δέν μπορῶ νά κάνω χωρίς αὐτόν, τόν μικρούλη τό Γιαννάκη, πού ἔχει τό ὄνομά μου. Πῶς νά τόν δώσω; Τόν Ἄλκη; Μά εἶναι ἴδιος κι ἀπαράλλαχτος ἡ μητέρα του. Κάθε φορά πού τόν βλέπω, θαρρῶ πώς ζωντάνεψε ἡ μακαρίτισσα. Χωρίς αὐτόν τό σπίτι θά μοῦ φαινόταν ἀδειανό. Τό ἄλλο, εἶναι κι αὐτό κορίτσι -δέ σᾶς κάνει. Ὕστερα εἶναι ὁ Παυλάκης, ὁ ἀγαπημένος τῆς μητέρας του… Τά κόκκαλα τῆς καημένης τῆς γυναίκας μου θά ἔτριζαν μέσα στόν τάφο της ἄν τόν ἔδιωχνα ἀπ᾿ τό σπίτι. Ὅσο γιά τά δυό τελευταῖα, εἶναι μικρά -μεγάλος μπελάς γιά σᾶς, Ἐξοχώτατε…

  Ἔφτασε στό τέλος χωρίς νά μπορέσει νά διαλέξει. Ξανάρχισε, ἀπό τό μικρότερο τούτη τή φορά, κι ἔφτασε ὥς τό πιό μεγάλο, μά τό ἀποτέλεσμα ἦταν τό ἴδιο: δέν μποροῦσε ν᾿ ἀποφασίσει ποιό θά μποροῦσε νά δώσει, γιατί ὅλα τ᾿ ἀγαποῦσε τό ἴδιο, κι ὅποιο κι ἄν ἔδινε θά τό ἀποζητοῦσε πολύ.

  – Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νά διαλέξετε μόνα σας, εἶπε στό τέλος. Ποιό ἀπό σᾶς θέλει νά πάει μέ τόν κύριο, νά γίνει ἄρχοντας καί νά ταξιδεύει σ᾿ ὅλο τόν κόσμο; Ἐλᾶτε, μιλῆστε. Ποιός θέλει νά πάει μέ τόν Ἐξοχώτατο;

  Ὁ καημένος ὁ μπαλωματής ἦταν ἕτοιμος νά κλάψει, τή στιγμή πού τά ρωτοῦσε. Μά καθώς τά παρακινοῦσε ν᾿ ἀποφασίσουν, τά παιδιά γλίστρησαν σιγά-σιγά πίσω του, καί ἄλλο τοῦ ἔπιασε τό χέρι, ἄλλο τό πόδι, τό σακκάκι, τήν πέτσινη ποδιά του, καί κρεμάστηκαν ὅλα στόν πατέρα τους πασχίζοντας νά κρυφτοῦν ἀπό τά μάτια τοῦ ξένου.

  Στό τέλος ὁ μαστρο-Γιάννης δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ πιά. Γονάτισε στό πάτωμα, τά μάζεψε ὅλα στήν ἀγκαλιά του καί τά δάκρυά του στάλαζαν στά κεφαλάκια τῶν παιδιῶν, πού ἔκλαιγαν κι ἐκεῖνα μαζί του.

  – Δέν μπορεῖ νά γίνει, Ἐξοχώτατε! φώναξε στό τέλος. Ἀδύνατον. Ζητῆστε μου ὅ,τι ἄλλο θέλετε στόν κόσμο, μά δέν μπορῶ νά σᾶς δώσω οὔτε ἕνα παιδί μου, μιᾶς καί μοῦ τά ἔστειλε ὁ Θεός.

  Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος εἶπε πώς τά καταλάβαινε, μά πώς ὁ παπουτσής μποροῦσε νά τοῦ κάνει μιά ἄλλη χάρη τουλάχιστον· θἄθελαν μήπως, αὐτός καί τά παιδιά του, νά μήν ξανατραγουδήσουν; Καί γι᾿ αὐτή τή θυσία πού ζητοῦσε, θά ἔδινε στόν μαστρο-Γιάννη χίλια φλορίνια.

  Ὁ μαστρο-Γιάννης δέν εἶχε ξανακούσει ποτέ στή ζωή του αὐτές τίς δυό λέξεις: χίλια φλορίνια. Καί νά τώρα πού τοῦ ἔβαζαν ἕνα κολλαριστό χιλιάρικο στή χούφτα του.

  Ὁ ἐξοχώτατος ξαναγύρισε στήν κρεβατοκάμαρά του. Κι᾿ ὁ Γιάννης ὁ μπαλωματής κοίταζε τά παράξενα σχέδια τοῦ χιλιάρικου καί δέν πίστευε ἀκόμα στά μάτια του. Ὕστερα, ἀνήσυχος καί κάπως φοβισμένος, τό κλείδωσε σέ μιά ξύλινη κασέλα κι ἔβαλε, ἀμίλητος, τό κλειδί στήν τσέπη του.

  Τά παιδιά σώπαιναν κι ἐκεῖνα. Δέν εἶχαν πιά τήν ἄδεια νά τραγουδήσουν. Τά μεγαλύτερα κάθησαν θλιμμένα στίς καρέκλες τους, καί δοκίμαζαν νά ἡσυχάσουν τά πιό μικρά, λέγοντάς τους πώς δέν ἔπρεπε νά τραγουδοῦν γιατί τό τραγούδι τους ἐνοχλοῦσε τόν ὄμορφο κύριο στό ἀπάνω πάτωμα. Ὁ ἴδιος ὁ μπαλωματής σουλατσάριζε ἀμίλητος καί σκυθρωπός μέσα στήν κάμαρα. Ἔσπρωξε μάλιστα ἀπότομα τόν Παυλάκη, τόν ἀγαπημένο τῆς μακαρίτισσας τῆς γυναίκας του, ὅπως εἶχε ἐξηγήσει λίγο πρίν στόν κυρ-πλούσιο, γιατί τοῦ ζήτησε νά ξαναπεῖ τό ὄμορφο τραγούδι, πού τό εἶχε κιόλας ξεχασμένο.

  – Δέν ἔχουμε πιά δικαίωμα νά τραγουδᾶμε, φώναξε.

  Ὕστερα κάθησε θυμωμένος στόν πάγκο του, καί ρίχτηκε μέ φούρια στή δουλειά του. Ἔκοβε, κάρφωνε κι ἔραβε τά πετσιά, ὥσπου κάποια στιγμή, ἀποξεχάστηκε καί ἄρχισε νά μουρμουρίζει: «Ἅγια νύχτα σέ προσμένει…». Ἔκλεισε μέ τή χούφτα του τό στόμα, ἀμέσως ὅμως θύμωσε. Πέταξε τό σφυρί στό μπάγκο τῆς δουλειᾶς του, κλώτσησε πέρα τό σκαμνί, ἄνοιξε τήν κασέλα, πῆρε τό χιλιάρικο κι᾿ ἀνέβηκε τρία-τρία τά σκαλιά ὥς τό διαμέρισμα τοῦ ἐξοχώτατου.

  – Εὐγενέστατε, τοῦ εἶπε, εἶμαι ὀ πιό ταπεινός σας δοῦλος. Σᾶς παρακαλῶ ὅμως νά πάρετε πίσω τά λεφτά σας! Δέ θά τά ἔχω, βέβαια, μά θά εἴμαστε ἐλεύθεροι ἐγώ καί τά παιδιά μου, νά τραγουδᾶμε ὅποτε μᾶς ἀρέσει, γιατί αὐτό γιά μᾶς ταιριάζει πολύ περισσότερο ἀπό τά χίλια φλορίνια σας.

  Ἄφησε, λοιπόν, ὁ μαστρο-Γιάννης τό χιλιάρικο στό τραπέζι τοῦ ἐξοχώτατου καί κατέβηκε λαχανιασμένος στά παιδιά του.

  Τά φίλησε ἕνα-ἕνα, τά ἔβαλε πάλι στήν ἀράδα, κάθησε στό χαμηλό σκαμνί του καί ὅλοι μαζί ξανάρχισαν νά ψάλλουν ὁλόψυχα: «Ἅγια νύχτα σέ προσμένει…»… Ἦταν τρισευτυχισμένοι καί καταχαρούμενοι, σά νά εἶχαν δικό τους ὁλόκληρο τό μεγάλο σπίτι.

  Αὐτός ὅμως πού τό εἶχε τό σπίτι, σουλατσάριζε νευρικά στίς ἐννιά του κάμαρες καί ἀποροῦσε πῶς μποροῦσαν νά εἶναι τόσο εὐτυχισμένοι καί χαρούμενοι οἱ νοικιάρηδες τοῦ κάτω πατώματος, μέσα σ᾿ ἕναν τόσο ἄχαρο καί κουραστικό κόσμο.



* Ὁ Μόρ Γιοκάϊ (Mor Jokai, Κομάρομ 1825 - Βουδαπέστη 1904) ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικώτερους συγγραφεῖς τῆς Οὐγγαρίας. Δημοσίευσε τό πρῶτο του ποίημα σέ ἡλικία 10 ἐτῶν καί ἀργότερα σπούδασε νομικά. Στά 1847 ἔβγαλε τό περιοδικό «Σκηνές τῆς Ζωῆς». Τό 1848, μαζί μέ τόν Πέτεφι, τέθηκε ἐπικεφαλής τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἐθνικιστικοῦ κινήματος τῆς Οὐγγαρίας. Τό πρῶτο του μυθιστόρημα «Μέρες γιορτῆς» (1846) τό ἀκολούθησε πλούσια καί ποικίλη παραγωγή. Μετά τά ἱστορικά μυθιστορήματα «Ἡ χρυσή ἐποχή τῆς Τρανσυλβανίας» (1852), «Τουρκικός κόσμος στήν Οὐγγαρία» (1853) κ.ἄ., ὁ Γιοκάϊ ἐγκαινίασε μία νέα φάση στήν ἱστορία τοῦ οὐγγρικοῦ μυθιστορήματος μέ τό ἔργο του «Ἕνας Οὔγγρος μαχαραγιάς» (1853), εἰσάγοντας ἕνα ρωμαλέο καί ἐκφραστικό ὕφος, μία ἰδιαίτερη προτίμηση γιά τό ἐξωτικό καί ἕνα ἀνεξάντλητο χιοῦμορ. Ἄλλα ἀξιόλογα ἔργα του: «Ἐπεισόδια ἀπό τόν πόλεμο γιά τήν οὐγγρική ἀνεξαρτησία τό 1848 καί τό 1849» (1850), «Μαῦρα διαμάντια» (1870), «Ὁ χρυσός ἄνθρωπος» (1873), «Οἱ δύο Τρένκ» (1893) κ.ἄ. Ὅλα τά μυθιστορήματα τοῦ Γιοκάϊ μαγεύουν κυριολεκτικά τόν ἀναγνώστη μέ τή γραφικότητά τους, μέ τήν πλούσια ποικιλία τῶν τύπων τους, μέ τό γλαφυρό ὕφος τῆς ἀφήγησής τους, καί πρό παντός μέ τήν ἀγάπη τους στούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Συγκρίθηκε συχνά μέ τόν Ντίκενς στόν βρετανικό τύπο τοῦ 19ου αἰῶνα. Πολλά ἀπό τά ἔργα του μεταφράστηκαν σέ ξένες γλῶσσες.