Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ




Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ

Ἑορτάζει τὴν ε΄ () Ἰουλίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων·

Θεῖος δ’ Ἀθανάσιος ἔνθεον τέλος.

Κἂν ἦν Ἀθανάσιος ὕστερος χρόνοις,

Ἀλλ’ ὑπερέσχε καὶ παλαιοὺς τοῖς πόνοις.

 

Εἰς τοὺς ἓξ μαθητὰς αὐτοῦ.

 

Ἀθανασίῳ καὶ μαθητῶν ἑξάδι,

Ναοὶ λύονται σωμάτων ναοῦ λύσει.

Πέμπτῃ δ’ Ἀθανάσιον· ἄγον νόες ἄστυ Θεοῖο.


   περιφανὴς τοῦτος τῆς οἰκουμένης ἀστέρας ἄκμαζε κατὰ τοὺς χρόνους Νικηφόρου τοῦ Φωκᾶ, ἐν ἔτει 963· πατρίδα μὲν εἶχε τὴν Τραπεζοῦντα, ποὺ βρίσκεται πλησίον τῆς Λαζικῆς· οἱ δὲ γονεῖς του ἦσαν εὐγενεῖς καὶ φιλόθεοι, καταγόμενοι καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Κι’ ἐπειδὴ εἶχε τέτοιους ἀγαθοὺς γονεῖς ὁ ἅγιος, ἔλαβε παρ’ αὐτῶν καὶ ἀγαθὴ ἀνατροφή· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νεαρᾶς του ἡλικίας δόθηκε στὴν μάθηση τῶν γραμμάτων, καὶ ἀφοῦ γεύθηκε αὐτά, ἐπεθύμησε νὰ φθάσει καὶ στὴν τελειότητα αὐτῶν· ἔτσι ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου χόρτασε κατακόρως ἀπὸ τὰ μαθήματα, καὶ ἄλλα διδάχθηκε ἀπὸ ἄλλους, καὶ ἄλλα δίδαξε αὐτὸς σὲ πολλούς, διότι ἐνῶ ἦταν νέος στὴν ἡλικία εἶχε γνώμη γεροντική, ὄντας σώφρων καὶ ἀγκαλιζόμενος τὴν ἀσκητικὴ σκληραγωγία. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐπειδὴ μελετοῦσε νὰ φθάσει στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως καὶ ἀρετῆς, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ ὑψηλὸ καὶ δυσκολοανάβατο βουνὸ τοῦ Κυμινᾶ, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἀσία, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἦταν μοναστῆρι μὲ ἡγούμενο τὸν Μιχαὴλ τὸν ἐπονομαζόμενο Μαλεΐνο, ἄνδρα ἱερὸν καὶ ἀκριβέστατο διδάσκαλο τῆς μοναδικῆς πολιτείας, ὁ ὁποῖος ὁδηγοῦσε τοὺς ὑποτασσόμενους σ’ αὐτὸν μοναχοὺς στὴν οὐράνια καὶ ἀγγελικὴ ζωή. Μὲ τούτους λοιπὸν συναριθμηθεὶς καὶ ὁ μακάριος τοῦτος, ἀντὶ Ἀβράμιος μετονομάσθηκε διὰ τοῦ θείου σχήματος Ἀθανάσιος.

   Ἔτσι, σὲ λίγο καιρὸ ὑπερέβη στοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους ὅλους τοὺς ἐκεῖ ἀγωνιστές, δουλαγωγῶντας καὶ καταξηραίνοντας τὸ σῶμα καὶ ἀποβλέποντας μόνον στὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀπόλαυση. Κι’ ἐπειδὴ τὸν τιμοῦσαν ὅλοι οἱ ἐκεῖ, διὰ τοῦτο, γιὰ νὰ φύγει τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων ἀνεχώρησε ὁ ἀοίδιμος καὶ πῆγε στὸ ἅγιον Ὄρος, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μὲν στὴν Μακεδονία, ὑψηλὸ καὶ μακρὺ ποὺ φθάνει σὲ πολὺ μῆκος τῆς θαλάσσης, ἔχει δὲ σχῆμα στενοῦ λαιμοῦ.

   Ἐκεῖ λοιπὸν ἀφοῦ βρῆκε ὁ Ὅσιος ἕνα γέροντα ἔγινε μαθητής του ὑποτακτικός, ἀγαπῶντας τὴν ὑπακοὴ μὲ ταπεινὸ φρόνημα· καὶ κοντὰ σ’ ἐκεῖνον ἔχυσε πολλοὺς πνευματικοὺς ἱδρῶτες. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ κατὰ θεία ἀποκάλυψη σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ ἐσώτερο μέρος τοῦ ἁγίου Ὄρους καὶ πολὺ παρακληθεὶς ἀπὸ τὸν βασιλέα Νικηφόρο τὸν Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος ἤξερε πρότερον τὸν Ἅγιο καὶ εἶχε φιλία μὲ αὐτόν, ἔκτισε ὡραῖο ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ πολλὰ κελλιὰ καὶ μεγάλους οἴκους ἀπὸ τὰ θεμέλια, εἰς κατοικία καὶ ἀνάπαυση μοναχῶν· καὶ ἀφοῦ ἐσύστησε Λαύρα* μοναχῶν πολυάνθρωπη ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, χωρὶς νὰ μείνει ἄμοιρος καὶ τέλους μαρτυρικοῦ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ ἀδαμάντινος δὲν ἔπαυε ἀπὸ τοῦ νὰ καταδαμάζει τὸν ἑαυτό του μὲ βαρύτατους κόπους, σπούδαζε (φρόντιζε) νὰ μετασκευάσει καλύτερη καὶ τὴν ὀροφή, ἤτοι τὸν θόλο τοῦ ἁγίου Βήματος· ἔτσι, ὁ μὲν Ἅγιος ἀνέβηκε γιὰ νὰ κλείσει καὶ νὰ τελειώσει τὸν θόλο, ὁ δὲ θόλος γκρεμίσθηκε καὶ κατέχωσε τὸν Ἅγιο μαζὶ μὲ ἕξι μαθητές του.

   Τοῦτος ὁ Ὅσιος μύρια μὲν καὶ ἄλλα ἔκαμε θαύματα καὶ δοξάσθηκε μὲ λόγους καὶ διδασκαλίες καὶ μὲ ἔργα καὶ προοράσεις, καθὼς ἀναφέρει ὁ κατὰ πλάτος βίος του, γιάτρεψε δὲ καὶ ἕνα λεπρὸ καὶ ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης λύτρωσε ἐκείνους ποὺ ἔπλεαν στὴν θάλασσα μαζὶ μὲ τὸ πλοῖο. Ἀλλὰ καὶ κάποιος ἀδελφὸς ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δεινὴ ἀσθένεια ἔλαβε πάνω του τὴν σινδόνα ἐκείνη ποὺ ἦταν βαμμένη ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ Ὁσίου καί, ὢ τοῦ θαύματος!, εὐθὺς γιατρεύθηκε· καὶ πολλὰ ἄλλα ἄξια λόγου καὶ ἐνθυμήσεως ἔκαμε καὶ κάνει δι’ αὐτοῦ ὁ τῶν θαυμασίων Θεός.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 6ος, σελ. 29-31. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


* Λαύρες ὀνομάζουν οἱ δικοί μας τὰ μεγάλα καὶ πολυάνθρωπα μοναστήρια μεταφορικῶς ἀπὸ τῆς λαύρας, ἤτοι τῆς ἐνδομύχου καύσεως, ἢ ἀπὸ τοῦ λίαν αὔρας ἔχειν, δηλαδὴ πολλὲς πνοές, γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους σὲ αὐτήν. Ὁ δὲ Βαρῖνος τὴν Λαύρα ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τοῦ λαὸν ρέειν δι’ αὐτῆς.