Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Ὁ ἁγιασμένος παπα-Τύχων μιλᾶ γιά τήν ταπείνωση

 



Ὁ ἁγιασμένος παπα-Τύχων μιλᾶ γιά τήν ταπείνωση

 

 

Ὁ μακαριστός Ἱερομόναχος π. Ἀγαθάγγελος (Καλαφάτης) στό χαριτωμένο βιβλίο του* ἀναφέρει:

 

…Πολύ μιλοῦσε γιά τήν ταπείνωση: «Κάθε πρωΐ ὁ Θεός εὐλογεῖ τούς ἀνθρώπους μέ τό ἕνα χέρι. Ὅταν βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο τό εὐλογεῖ μέ τά δύο χέρια.»

          Κάποτε τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας μοναχός καί τοῦ εἶπε πῶς δέν ἔχει κάνει τίποτε τό κακό στή ζωή του. Διέκρινε ὅμως πῶς τά λόγια του ἔκρυβαν μεγάλη ὑπερηφάνεια καί λυπήθηκε πολύ καί τόν θεώρησε ξεπεσμένο δαίμονα. «Δέν θέλω νά βλέπω τέτοιον ἄνθρωπο», ἔλεγε, «χίλιες φορές νά εἶχε πέσει σέ ἁμαρτία, παρά ἔτσι πού εἶναι. Αὐτός εἶναι γιά τήν κόλαση, παιδί μου.»

 

          Τότε μοῦ διηγήθηκε ἕνα γεγονός ἀπ᾿ τήν πατρίδα του:

          «Σ᾿ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι ἦταν μιά νέα μοναχή καί φημιζόταν πολύ γιά τήν ἀρετή της. Ἡ ἡγουμένη εἶδε, τότε, ἕνα ὅραμα κι ἄκουσε φωνή πού τῆς ἔλεγε, “αὐτήν τήν μοναχή νά τήν ταπεινώσης’’. Ἡ ἡγουμένη ἀπόρησε, γιατί τήν θεωροῦσε ὡς τήν καλύτερη μοναχή της. Ἡ νέα μοναχή εἶχε συνήθεια μετά τήν ἀκολουθία νά μένη μόνη στόν ναό. Στεκόταν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἔλεγε: “Ἐγώ παρθένος, ἐσύ παρθένος, ἐσύ γέννησες, ἐγώ ὄχι”. Καί μέ τά λόγια της αὐτά ἔδειχνε τήν ὑπερηφάνειά της. Σύντομα ὅμως ὁ Θεός τῆς ἔδωσε πειρασμό, ὥστε τήν ἔφερε σέ μεγάλη ταπείνωση. Καί τότε, γονατισμένη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μετανοημένη, ταπεινωμένη, κάνοντας μετάνοιες καί χύνοντας δάκρυα, ἔλεγε, πώς εἶναι ἡ ἁμαρτωλότερη τοῦ κόσμου…».

          «Δάκρυα, παιδί μου, δάκρυα, αὐτό θέλει ὁ Θεός».

          «Ἡ Κόλαση ἔχει γεμίσει ἀπό ἀνθρώπους παρθένους-ὑπερήφανους. Ταπεινό ἄνθρωπο θέλει ὁ Θεός».

 

          Ἡ ταπείνωση τοῦ παπα-Τύχωνα ἦταν τόση, πού ὅταν πήγαινε κανείς νά ἐξομολογηθῆ, μετά ἀπό τήν συγχωρητική εὐχή, τοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, κάνε εὐχή καί γιά μένα…».

 

          Ὅταν ἕνας νέος, ἀδιάφορος, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος γιά περιοδεία, τόν ὁδήγησα στήν καλύβα τοῦ Γέροντα. Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα, θέλησε κι αὐτός νά ἐξομολογηθῆ. Μπαίνοντας στήν ἐκκλησία ξέσπασε σέ δάκρυα κι ἔπεσε στά πόδια του παρακαλώντας τήν συγχώρεση τῶν πολλῶν του ἁμαρτιῶν. Ὁ παπα-Τύχων τόσο τόν ἀγάπησε, πού τοῦ ζητοῦσε τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή νά κάνη εὐχή γι᾿ αὐτόν, νά τόν συγχωρέση ὁ Θεός, γιατί ὁ νέος εἶχε πολλά δάκρυα ἐνῶ ὁ ἴδιος, ἔλεγε, δέν εἶχε. Αὐτός, πού ποτέ δέν τοῦ ἔλειπαν κι εἶχε ἕνα πανί πού τά μάζευε κι ἦταν πάντα μουσκεμένο…

 

          Τό πετραχήλι του κι αὐτό ἦταν πάντα βρεγμένο ἀπ᾿ τά καθημερινά του δάκρυα -τό φυλάω ὡς ἀκριβή εὐλογία. Ἀκόμη καί ὁ μεγάλος σταυρός, ἄν τόν προσέξη κανείς, θά δῆ τά στίγματα τῶν δακρύων του, πού τοῦ τά ἔχυνε μέ τίς φοῦχτες. Θεωροῦσε πώς μέ τά δάκρυα πλένουμε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς τά σκουπίζουμε…

 

 

* Ἱερομονάχου Ἀγαθαγγέλου (Καλαφάτη), «ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ-ΤΥΧΩΝΑ», Γ΄ Ἔκδοση ἀνανεωμένη καί ἐπαυξημένη, Ἱ. Κελλίου Τιμίου Σταυροῦ Καρυῶν - Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 27-30.