Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Σκάνδαλο τὸ θαῦμα!

 


Σκάνδαλο τὸ θαῦμα!

«Εἰς κρῖμα ἐγὼ ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται»

(Ἰωάν. θ΄ 39)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Ὁ ἕνας τυφλὸς καὶ οἱ πολλοὶ τυφλοὶ

   Γιατί γιὰ ἕναν τὸ θαῦμα καὶ ὄχι καὶ γιὰ τοὺς πολλούς; Πολλοὶ οἱ τυφλοὶ στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή. Ἕνας ὅμως μόνο βρῆκε τὸ φῶς του. Ἕναν τυφλὸ συνήθως διακρίνουμε, ἐκεῖνον, τὸν «ἐκ γενετῆς». Οἱ ἄλλοι τυφλοί; Δὲν τοὺς βλέπουμε ἐμεῖς τοὺς βλέπει μόνο ὁ Χριστός. Καὶ σηματοδότησε, μετὰ τὴν περιπέτεια τοῦ πρώην τυφλοῦ, τοὺς πολλοὺς παραμένοντας τυφλούς.

   Ὁ ἕνας ἦταν τυφλὸς ὡς πρὸς τὰ μάτια τοῦ σώματος. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, ἦσαν τυφλοὶ ὡς πρὸς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὁ ἕνας δὲν ἔβλεπε τὸν φυσικὸ ἥλιο. Οἱ πολλοὶ δὲν ἔβλεπαν τὸν πνευματικό, τὸν νοητὸ ἥλιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ Δημιουργός του ἥλιου.

   Τί θὰ λέγατε γιὰ κάποιον, ποὺ ἰσχυρίζεται, ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι... μαῦρος; Ἀσφαλῶς, ὅτι εἶναι τυφλός. Ἔτσι τυφλοὶ ἦσαν οἱ Ἰουδαῖοι. Μπροστά τους ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰησοῦς κι ἐκεῖνοι τὸν ἔβλεπαν σὰν σκοτάδι τὸν ὀνόμασαν «ἁμαρτωλὸν» (στ. 24). Μπροστά τους ὁ ἥλιος τῆς Θεότητος κι ἐκεῖνοι τὸν ὀνόμασαν «διάβολον» (Ματθ. ια΄18). Ἡ διαστροφή τους πῶς ἀλλιῶς νὰ παρουσιασθεῖ, παρὰ ὡς τύφλα; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ μὲν τῆς περικοπῆς ἀσχολεῖται μ’ ἕναν τυφλό, στὸ τέλος ὅμως τῆς περικοπῆς ἀσχολεῖται μὲ τοὺς πολλοὺς τυφλούς. Καὶ λέγει: «Εἰς κρῖμα ἐγὼ ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (στ. 39).

   Γιατί δέν θεράπευσε αὐτούς, τοὺς πολλοὺς τυφλούς, ὁ Χριστός; Δηλαδή, γιατί δὲν ὁδηγήθηκαν στὴν πίστη οἱ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ εἶδαν ἕνα τόσο καταπληκτικὸ θαῦμα; Παλαιὸ τὸ πρόβλημα, καὶ σημερινό:

   – Οἱ ἄνθρωποι χρειάζονται θαύματα γιὰ νὰ πιστέψουν; Ὑπάρχει ἔλλειψη θαυμάτων, γι’ αὐτὸ δὲν πιστεύουν; Ἂν δοῦν θαύματα, θὰ πιστεύσουν;

   Ναί, λένε πολλοί, ἂν δοῦμε θαῦμα, θὰ πιστέψουμε. «Ἂν δοῦμε θαῦμα»! Ἔχουν δίκαιο. Δὲν βλέπουν ἕνα θαῦμα βλέπουν πολλὰ θαύματα, ἄπειρα θαύματα. Κορέσθηκαν ἀπὸ θαύματα τὰ συνήθισαν, δὲν ἐντυπωσιάζονται. Ὅπως ἡ δύση εἶναι ὁ τάφος τοῦ ἥλιου, ἔτσι ἡ συνήθεια εἶναι ὁ τάφος τοῦ θαυμασμοῦ. Μπορεῖς νὰ μετρήσεις τὰ κύματα τῆς θάλασσας; Ἀλλεπάλληλα, ἀμέτρητα, τὸ ἕνα ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ποιός δὲν τὰ βλέπει τὰ κύματα; Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ξένος πρὸς τὴν θάλασσα. Ξένος πρὸς τὴν Ζωὴ ὅποιος δὲν βλέπει τὰ ἀλλεπάλληλα θαύματα, ποὺ συμβαίνουν στὸν κόσμο. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καθάπερ τῆς θαλάττης τὰ κύματα, κἂν μυριάκις βιασώμεθα, οὐκ ἂν ποτε δυνηθείημεν ἐξαριθμεῖσθαι, οὕτως οὐδὲ τὸ ποικίλον εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, ὧν περὶ τὴν ἡμετέραν φύσιν ἐπεδείξατο» (Ε.Π.Ε. 3, 140).


Θαύματα πολλὰ

   Ναί, λένε ἀκόμη οἱ ὀλιγόπιστοι, ἂν τέτοιο θαῦμα δοῦμε, σὰν αὐτὸ μὲ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, θὰ πιστεύσουμε.

   Τί εἶναι τὸ θαῦμα αὐτό; Φωτοδοτικό! Τυφλὸς ὤν, εἶδε τὸ φῶς του.

   • Τόσοι τυφλοὶ καὶ σήμερα βρίσκουν τὸ φῶς τους. Μὲ τὸ θαῦμα τῆς ἐπιστήμης. Κάθε τόσο ἀκοῦμε γιὰ κάποια μεταμόσχευση κερατοειδοῦς τυφλὸς βρίσκει τὸ φῶς του, βλέπει μὲ τὰ μάτια κάποιου ἄλλου, κάποιου δότου. Δὲν εἶναι ἡ ἐπιστήμη ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ;

   • Ν’ ἀναφέρουμε καὶ ἄλλο, ἀνώτερο, φωτοδοτικὸ θαῦμα, σὰν ἐκεῖνο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς; Πόσοι τυφλοὶ «ἐκ γενετῆς» εἶδαν τὸ φῶς τους; Μὴ ψάχνετε μακρυά. Ἐγὼ καὶ σεῖς, πρὶν νὰ γεννηθοῦμε, ἤμασταν τυφλοί. Σκοτεινὸς τάφος ἡ μητρικὴ κοιλία. Καὶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ τάφου τῆς κυήσεως πῶς ἤρθαμε στὸ φῶς τῆς γεννήσεως;

   • Κάποτε ὅλοι δὲν εἴχαμε μάτια. Ποιός ἀπὸ τὸ μηδὲν μᾶς χάρισε τὰ μάτια; Ὅλοι ἔχουμε ζήσει τὸ ἀναστάσιμο θαῦμα. Δὲν εἴχαμε μάτια καὶ φῶς καὶ ἀποκτήσαμε.

   – Ναί, λένε ἀκόμη οἱ ζητοῦντες θαύματα, συνηθισμένα αὐτά, ποὺ ἀναφέρατε. Ἐμεῖς θέλουμε ἕνα ἔκτακτο θαῦμα.

   Μὰ κάθε δευτερόλεπτο βλέπουμε ἕνα ἔκτακτο θαῦμα. Εἶναι τόσο ὑπέροχα τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε εἶναι ἔκτακτα. Κάθε θαῦμα γιὰ μᾶς εἶναι ὑπερφυσικό. Γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι φυσικό. Ὅπως εἶναι γιὰ μᾶς φυσικὴ ἡ κατάσταση τῆς ἀναπνοῆς, ἔτσι γιὰ τὸν Θεὸ φυσικὴ κατάσταση εἶναι τὸ θαῦμα. Τὸ θαῦμα εἶναι ἡ ἀναπνοὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὅμως ἔχει συνηθίσει στὴν ἀσφυξία τῆς ἀπιστίας, δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσει τὴν πίστη στὰ τόσα θαύματα τοῦ Θεοῦ.

   Ὅσοι εἶναι πιστοὶ δὲν ζητοῦν θαύματα. Ζητάει κανεὶς κάτι, ποὺ δὲν ἔχει. Ὅποιος εἶναι ἄπιστος ἢ ὀλιγόπιστος, αὐτὸς ζητάει θαύματα. Καὶ αὐτός, ὅσα θαύματα κι ἂν δεῖ, δὲν θὰ πιστέψει, ἂν δὲν ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση.


Ἡ προκατάληψη καὶ ὁ φθόνος

   Οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ φίλοι τους ἀποτελοῦν ἀπόδειξη τῶν λεγομένων μας. Λίγο πρὶν ὁ τυφλὸς σκόνταφτε στὸ δρόμο, ἀφοῦ δὲν ἔβλεπε. Τώρα δὲν σκοντάφτει, ἀφοῦ ἔπαψε νἆναι τυφλός. Τώρα συνεχίζουν νὰ σκοντάφτουν οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι. Ποιὸ τὸ «σκάνδαλον», ἡ πέτρα, πάνω στὴν ὁποία σκοντάφτουν οἱ Ἰουδαῖοι; Σκάνδαλο εἶναι τὸ... θαῦμα! Δὲν τὸ δέχονται, κι ἂς εἶναι χειροπιαστό, ὅπως οἱ τυφλοπόντικες δὲν δέχονται, ὅτι ὑπάρχει ἥλιος. Εἶναι σκάνδαλο τὸ θαῦμα τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδὴ τὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Καὶ ἂς εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον χαρακτηριστικὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ.

   Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου γι’ αὐτὸ ἔδωσε φῶς στὸ παρὸν θαῦμα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου γι’ αὐτὸ ἔκανε αὐτὸ τὸ δημιουργικὸ θαῦμα. Τὸ ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ τυφλοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς θεραπευτικὸ εἶναι δημιουργικὸ θαῦμα. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς φωτοδότης εἶναι φωτουργός.

   Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι σκάνδαλο. Σκοντάφτουν πάνω του. Τὸ εἶχε πεῖ προφητικὰ ὁ πρεσβύτης Συμεών: «Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» (Λουκ. β΄ 34). Τὸ θαῦμα ἢ θὰ εἶναι «λίθος προσκόμματος» (Ρωμ. θ΄ 33), ὅπου θὰ σκοντάφτουν οἱ ἄπιστοι καὶ θὰ τσακίζονται, ἢ θὰ εἶναι «ἀκρογωνιαῖος λίθος» (Ἐφεσ. β΄ 20), ἀγκωνάρι, γιὰ νὰ πυργώσει τὸ οἰκοδόμημά της ἡ πίστη. Ἂς παρακολουθήσουμε τὶς ἀλλεπάλληλες φάσεις καὶ τοὺς ἀλλεπάλληλους διαλόγους τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, γιὰ νὰ δοῦμε, γιατὶ τόσοι σκόνταψαν πάνω στὸ θαῦμα αὐτό.

   • Σκόνταψαν ἀπὸ προκατάληψη γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ προκατάληψη εἶναι τὸ τυφλοπάνι, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ καταπληκτικὰ καὶ λαμπερὰ πράγματα. Καὶ ὑπάρχει λαμπερότερο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀναμαρτήτου Ἰησοῦ; Τὸ τυφλοπάνι τῆς προκαταλήψεως δὲν ἄφηνε τοὺς Ἰουδαίους νὰ δοῦν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ἐπὶ τῆς γῆς, τὴν ἀναμαρτησία τοῦ Θεανθρώπου. Ἡ προκατάληψη βγάζει λάσπη ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο, ποὺ τὴν ἐκσφενδονίζουν κατὰ τοῦ Ἀσπίλου. Ὀνομάζουν τὸν Ἀναμάρτητο «ἁμαρτωλό»: «Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖv;» (στ. 16). Ἔκριναν «ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια».

   Ὁ τυφλὸς ἦταν τὸ μικρὸ θαῦμα. Ὁ Χριστὸς τὸ μεγάλο θαῦμα. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν δέχονταν τὸ μεγάλο. Ἑπόμενο ἦταν νὰ μὴ δεχθοῦν καὶ τὸ μικρό. Καὶ σήμερα πολλοὶ δὲν βλέπουν τὰ μικρὰ θαύματα, ποὺ ζητοῦν, θεραπεῖες σωματικὲς καὶ ἄλλα, διότι δὲν βλέπουν τὸ αἰώνιο θαῦμα, ποὺ λέγεται ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ, Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ.

   • Σκόνταψαν ἀπὸ φθόνο στὸν Χριστό. Ὁ φθόνος τυφλώνει. Ὁ φθόνος τὸ ὡραῖο τὸ ὀνομάζει ἄσχημο. Ὁ φθόνος προσπαθεῖ νὰ σκιάσει τὸν ἥλιο. Φοβερὸ πρᾶγμα ὁ φθόνος. Ὁ φθόνος εἶναι φόνος. Σκοτώνει ὑπολήψεις. Οἱ Ἰουδαῖοι προσπάθησαν νὰ σκοτώσουν τὴν ἀντίληψη καὶ τὴν ἐντύπωση ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ὁ φθόνος εἶναι φίδι, ποὺ δηλητηριάζει. Φίδια φαρμακερὰ οἱ Ἰουδαῖοι. Θέλησαν νὰ δαγκώσουν τὸ θαυμασμὸ τοῦ κόσμου, ρίχνοντας τὸ δηλητήριο τῆς συκοφαντίας, ὅτι τάχα ὁ Χριστὸς εἶναι παραβάτης τοῦ Σαββάτου. Ὁ φθόνος εἶναι ὁδόφραγμα στὸ δρόμο τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ ἄλλου. Ν’ ἀναγνώριζαν τὸν Χριστό; Μὰ πῶς; Ἀφοῦ Τὸν φθονοῦσαν. Ἡ φυσική Του λάμψη εἶχε ὑπερκαλύψει τὴ δική τους προσποιητὴ εὐσέβεια. «Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἔφωνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος» (στ. 18).


Δειλία καὶ ἐγωισμὸς

   • Σκόνταψαν ἀπὸ δειλία στὸ θαῦμα. Καλά, οἱ φαρισαῖοι δὲν δέχθηκαν τὸ θαῦμα. Μὰ οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ; Γιατί ἀρνοῦνται τὸν Εὐεργέτης τους; Τὸ παιδί τους τόσα χρόνια βασανιζόταν βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε τὸ μεγαλύτερο δῶρο. Κι αὐτοί, ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν, δηλώνουν ἄγνοια. «Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη. Πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν» (στ. 20-21).

   Τὸ παιδὶ δὲν ἀρνεῖται ἐκείνους, ποὺ τὸν γέννησαν. Οἱ γονεῖς ἀρνοῦνται Ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἀναγέννησε. Γιατί; Τὴν ἐξήγηση δίνει ὁ Εὐαγγελιστής. Διότι φοβοῦνταν. «Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήση Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται» (στ. 22).

   Σκοπιμότητα προδοτική, φτηνὴ ἰδιοτέλεια. Γιὰ νὰ μὴ τοὺς διώξουν ἀπὸ τὴ συναγωγή! Γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὸ εἰσιτήριο τῆς συναγωγῆς, ἔχασαν τὸ εἰσιτήριο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Πόσοι θὰ χάσουν τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ προτίμησαν κάποιο ἄλλο εἰσιτήριο! Πόσοι ἀρνοῦνται τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ μὴ τὰ χαλάσουν μὲ τὸν κόσμο!

   Δὲν ἀποκλείεται καὶ γιὰ ἄλλο λόγο οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι ν’ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό. Ἔκαναν καλύτερη δουλειὰ σὰν ἦταν τυφλὸ τὸ παιδί τους. Καθόταν «προσαιτῶν» (στ. 8). Ζητιάνευε. Καὶ ἡ ζητιανιὰ τοῦ ταλαίπωρου τυφλοῦ ἴσως νὰ ἦταν πλουτισμὸς γιὰ τοὺς γονεῖς του. Κάθε ἡμέρα θὰ τοῦ μάζευαν τὶς εἰσπράξεις. Ἄν, λοιπόν, σκέφθηκαν ἔτσι, τότε ὁ Χριστὸς τοὺς χάλασε τὴ δουλειά. Ἀλλὰ κι ἔτσι νὰ μὴ σκέφτηκαν, γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὰν νὰ τοὺς ἔμπλεξε μὲ τὸ θαῦμα του. Καλύτερα δὲν εἶναι νὰ μὴ μπλέξει κανεὶς μὲ τὴν περιπέτεια τοῦ Ἰησοῦ;

   • Σκόνταψαν ἀπὸ ἐγωϊσμὸ στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς εἶχε ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τέτοιου θαύματος, ἀλλὰ καὶ ξεχωριστὴ χάρη τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε ν’ ἀποστομώνει τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἐγωϊσμό. Εἶχαν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. «Νὰ γίνουμε μαθητὲς ἐκείνου; Ἐσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου, ἐσύ, ὁ τιποτένιος. Ἐμεῖς δὲν καταδεχόμεθα νὰ καταξιώσουμε ἐκεῖνον. Ἐμεῖς εἴμεθα τοῦ Μωϋσέως μαθητὲς» (στ. 28). Εἶχαν μεγάλο ἐγωϊσμό. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ἕνα τόσο ἁπλὸ πρᾶγμα: «Πῶς ἤνοιξε τοὺς ὀφθλαμοὺς τυφλοῦ;» (στ. 26).

   Ἡ ταπείνωση ἀνοίγει τὴ διάνοια. Ὁ ἐγωϊσμὸς καθιστᾶ προβληματικὴ ἐπιχείρηση τὴν πίστη. Πῶς μὲ τέτοιο ἐγωϊσμὸ νὰ δεχθοῦν τὸ λόγο τοῦ τυφλοῦ; Τὸν βρίζουν. Τὸν ξευτελίζουν: «Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;» (στ. 34).

   Ὅταν βλέπεις ἄνθρωπο νἄχει ἐγωϊσμό, νὰ ξευτελίζει ἄλλους, νὰ τοὺς διαπομπεύει, νὰ ξέρετε πὼς αὐτὸς σκοντάφτει. Καὶ ἂν μιλάει γιὰ θαύματα, θὰ πρόκειται ὁπωσδήποτε γιὰ ψεύτικα, θὰ εἶναι ἀγύρτης. Τὸ θαῦμα ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει ταπείνωση καὶ ἀγάπη.


Ἄγνοια καὶ σκληρότητα

   • Σκόνταψαν καὶ γιὰ ἄλλο λόγο στὸ κολοσσιαῖο θαῦμα. Σκόνταψαν ἀπὸ ἄγνοια Χριστοῦ. Δὲν γνώριζαν Ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἤθελαν νὰ πληροφορηθοῦν. Ἤξεραν τὸν Μωϋσῆ, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ Μωϋσῆς γιὰ τὸν Χριστὸ προφήτευσε. Ὁ Μωϋσῆς δίνει τὸ «παρὼν» στὴ θεία ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Θαβώρ. Ἀλλ’ αὐτοὶ ἀρκοῦνται στὸν Μωϋσῆ, διότι ὁ Μωϋσῆς δὲν τοὺς στοιχίζει πολύ. Δὲν θέλουν νὰ πληροφορηθοῦν καὶ νὰ μάθουν κάτι γιὰ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ λένε: «Ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεὸς τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστὶν» (στ. 29).

   Τὸ ἴδιο καὶ σήμερα. Ὑπάρχει πόθος θαυμάτων μικρῶν, ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ ἄγνοια Χριστοῦ. Ἕνα σωρὸ γνώσεις ἔχουμε γύρω ἀπὸ ἁγίους, ἀπὸ προσκυνήματα. Δὲν γνωρίζουμε ὅμως τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν γνωρίζουμε «πόθεν ἐστὶν» ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος, ὅτι εἶναι ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὅτι εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου.

   • Σκόνταψαν τέλος καὶ κάπου ἀλλοῦ. Εἶχαν κακότητα οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅταν εἶδαν, ὅτι ἡ ἀλήθεια ἦταν μὲ τὸ μέρος τοῦ πρώην τυφλοῦ καὶ ὅτι δὲν εἶχαν πλέον ἄλλα ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν, κατέφυγαν στὴ βία. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν πέταξαν ἔξω, «Ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω» (στ. 34). Φαινόμενο καὶ αὐτὸ τῆς ἐποχῆς μας. Μιλᾶνε γιὰ θαύματα καὶ γιὰ ὁράματα, ἀλλ’ ἔχουν κακότητα μέσα τους. Καὶ κακοποιοῦν τοὺς ἄλλους.


Τὸ μεγάλο θαῦμα, ἡ πίστη

   Οἱ Ἰουδαῖοι –μ’ ἕνα λόγο– δὲν ἔβλεπαν τὸ θαῦμα, διότι δὲν εἶχαν μάτια. Ὁ Χριστὸς δὲν κάνει μόνο μικρὰ θαύματα. Κάνει καὶ μεγάλα. Δὲν ἄνοιξε μόνο τὰ σωματικὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Τοῦ ἄνοιξε καὶ τῆς ψυχῆς τὰ μάτια. Τοῦ ἀπηύθυνε τὸ μεγάλο ἐρώτημα, ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴν ὅλη περιπέτεια τὸν συνάντησε: «Πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (στ. 35). Εἶναι τὸ σοβαρότερο ἐρώτημα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Καὶ ὁ τυφλὸς μὲ τὴ σειρά του ρωτάει: «Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ τὸν πιστέψω;» (στ. 36). Τότε ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύπτεται, τοῦ φανερώνεται: «Καὶ ἐώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν» (στ. 37). Ὁ πρώην τυφλὸς βλέπει μπροστά του, μὲ τὰ ἀνοικτὰ πλέον σωματικὰ μάτια του τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ σαρκωμένο. Καὶ ψάλλει ὁ Ἱερὸς ὑμνογράφος: «Οὐ μόνον γὰρ τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς διήνοιξας, τοῦ ἀπὸ μήτρας πηρωθέντος, ἀλλὰ καὶ τοὺς τῆς ψυχῆς. Ὅθεν Θεόν σε ὡμολόγει τὸν κρυπτόμενον» (δοξαστικὸ τοῦ ὄρθρου Κυριακῆς Τυφλοῦ).

   Τὸ μεγάλο θαῦμα εἶναι ν’ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Πῶς γίνεται αὐτὸ ἀντιληπτό;

   Ἂν τὸ στόμα ὁμολογεῖ μὲ θάρρος τὸν Χριστό. Τὸ στόμα δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὰ θαυμαστά, ποὺ βλέπει ἡ ψυχὴ μὲ τὰ κυάλια τῆς πίστεως. Διακηρύσσει: «Πιστεύω, Κύριε» (στ. 38).

   Ἂν τὸ μυαλό, φωτισμένο, ὑποστηρίζει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν ἀγράμματος ὁ τυφλός, ἀλλ’ ἀποστόμωσε τοὺς φαρισαίους.

   Ἂν προσκυνοῦμε τὸν Ἰησοῦ. Δὲν ἀντέχει κανεὶς μπροστὰ στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Πέφτει καὶ Τὸν προσκυνεῖ. Ἡ τελευταία ἐνέργεια τοῦ τυφλοῦ. «Καὶ προσεκύνησεν αὐτὸν» (στ. 38).

   Θαύματα θέλουμε, ἀλλὰ θαύματα δὲν βλέπουμε, διότι ἀρνούμεθα ἢ καὶ πολεμᾶμε τὴν πηγὴ τῶν θαυμάτων. Πῶς ν’ ἀπολαύσουμε νερό, ὅταν κλείνουμε τὴ δεξαμενή; Δεξαμενὴ ὁ Χριστός. Ἐμεῖς τὴν κλείνουμε, ἀφοῦ δὲν Τὸν θέλουμε, δὲν Τὸν ἀγαπᾶμε, δὲν Τὸν μελετᾶμε, δὲν προσευχόμεθα μαζί του, δὲν τηροῦμε τὸ θέλημά του. Πῶς νὰ δοῦμε θαύματα, ὅταν καταστρέφουμε τὰ ἤδη γινομένα θαύματα τοῦ Θεοῦ; Ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸ φῶς στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον κι ἐμεῖς καταδικάζουμε ἀνθρώπους στὸ σκοτάδι.

   Φαντασθεῖτε κάποιον δήμιο νὰ βγάλει τὰ ματάκια εἴκοσι παιδιῶν! Θὰ μποροῦσε αὐτὸς νὰ ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν Φωτοδότη Χριστό; Καὶ ὅμως ὄχι σὲ εἴκοσι, ἀλλὰ σὲ χιλιάδες παιδάκια ἀπαγορεύουμε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Καταστρέφουμε τὸ φωτεινότερο θαῦμα, τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς, τὸ θαῦμα τῆς παιδοποιΐας. Κι ὕστερα μιλᾶμε γιὰ θαύματα.

   Καιρὸς ν’ ἀνανήψουμε καὶ νὰ νίψουμε τὴν ψυχή μας. Ἐκεῖνος ὁ τυφλὸς ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ (στ. 11). Ἐμεῖς ἂς πλυθοῦμε καὶ ἂς καθαρισθοῦμε στὴν θαυμασιώτερη κολυμβήθρα, στὴν κολυμβήθρα τῆς μετανοίας. Τότε θ’ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Καὶ γεμάτοι χαρὰ θὰ ψάλλουμε: «Εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον. Εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες...».



* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 39 - 45. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)