Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

«Δὲν μποροῦσα νὰ ἰδῶ τὴν σκηνὴ αὐτή…»




«Δὲν μποροῦσα νὰ ἰδῶ τὴν σκηνὴ αὐτή…»


Σημείωση: Πρὸ πολλῶν ἐτῶν, διάβασα ἕνα μικρὸ βιβλίο* (σχετικὸ μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μακαριστοῦ Ἐπισκόπου) ὅπου περιγράφεται καὶ τὸ παρακάτω θλιβερὸ καὶ συνάμα ἀηδιαστικὸ συμβάν, ἀπόρροια τοῦ κατοχικοῦ λιμοῦ (δηλ. τῆς πεῖνας τοῦ 1941-44)! Ὁ Καλὸς Θεός, εἴθε νὰ μᾶς λυπηθῆ, ὥστε νὰ μὴ ζήσωμε καὶ ἰδοῦμε τέτοιες ἢ παρόμοιες εἰκόνες!

π.Ν.


   … Ἐν συνεχείᾳ συνέβη καὶ τρίτο περιστατικὸ τὸ ὁποῖον τὸν συνετάραξεν ὁλόκληρον καὶ τὸν ἔκαμε νὰ λάβη τὰς πλέον γενναίας ἀποφάσεις. Πολλοὶ τὸ ἔχουν ἀκούσει ἀπ᾿ τὸν ἴδιον τὸν Χρυσόστομον ὁ ὁποῖος τόσον συχνὰ τὸ διηγεῖτο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς καθὼς τὸ ἤκουσε, τὸ ἐδημοσίευσε ἀργότερον εἰς τοπικὴν ἐφημερίδα τῆς Χαλκίδος. Ἀπ᾿ τὴν ζωντανὴ αὐτὴ περιγραφή του μεταφέρομεν ἐδῶ ἕνα μικρὸν ἀπόσπασμα:

   «… 9 Μαΐου 1942. Τὴν ἡμερομηνίαν αὐτὴ δὲν θὰ τὴν ξεχάσω ὅσο ζῶ». Καὶ συνέχισεν ὁ Δεσπότης. «Μὰ ἦταν τρομερὸν αὐτὸ τὸ ὁποῖον εἶδαν τὰ μάτια μου. Δὲν χωρεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἄνθρωπος μεσόκοπος τὴν ἡλικίαν, μᾶλλον κοντοῦ ἀναστήματος, ὅπως τὸν ἔβλεπαν τὰ μάτια μου, δὲν μποροῦσε νὰ σταθῆ στὰ πόδια του ἀπὸ τὸ μεθύσι ποὺ εἶχε κάμει στὸ μικρὸ ταβερνεῖο… καὶ ἀκριβῶς κάτω ἀπ᾿ τὸ μπαλκόνι μου ἐξέμαξε ὅ,τι ἔφαγε καὶ ἤπιε ὁ δυστυχής.

   Ἀλλά, Χριστέ μου, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἐπηκολούθησε! Ἕνα κορίτσι περνοῦσε ἀπ᾿ τὸν δρόμο. Ἦταν καὶ δὲν ἦταν δεκατριῶν ἐτῶν. Ἕνα ἀδύνατο κορμὶ καὶ μερικὰ κουρέλια ἐκρέμαντο ἀπ᾿ τὸ σκελετωμένο σωματάκι του.

   Εἶχε ἀφήσει ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη της ἡ πεῖνα τοῦ ᾿41 στὸ ἄμοιρο αὐτὸ κορίτσι. Μὰ ἔξαφνα τὸ βλέπω, ἐνῶ εἶχε φθάσει κάτω ἀπ᾿ τὸ μπαλκόνι μου, νὰ ἀνοίγη τὰ μάτια του καὶ νὰ κάθεται σταυροπόδι ἐμπρὸς στὰ ἐμετὰ τοῦ προσπεράσαντος μεθυσμένου… μὲ τὰ σκελετωμένα χεράκια του πῆρε ἀπ᾿ τὸν ἐμετὸ καὶ ἔφαγε… Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ ἰδῶ τὴν σκηνὴ αὐτή. Ἔκλεισα τὰ μάτια μου… Τὸ κορίτσι αὐτὸ τῆς νύχτας ἦταν τὸ θεμέλιο τοῦ Ὀρφανοτροφείου μου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα σὰν τὰ κυνηγημένα πουλιὰ ἐρχόντουσαν δυστυχισμέναι τῆς ζωῆς ὑπάρξεις καὶ ἐγὼ μὲ εὐσεβεῖς συνεργάτας καὶ συνεργάτιδας τὰ ἐσκεπάσαμε κάτω ἀπ᾿ τὰ πτερά, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».



* «ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΗΣ ΠΟΙΜΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΖΕΡΒΑΣ 1898-1968 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΚΥΡΟΥ», ΚΥΜΗ 1971, σελ. 29-30.