Ὁ Γέρος
«Ξένος
ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με» (Ματθ.
κε΄ 43)
Ἐγνώρισ’
ἕνα γέροντα, χρόνια πολλὰ εἶν’ τώρα
ποὔχε
γυρίσει ἄλλοτες κάθε χωριὸ καὶ χώρα
καὶ
ἤξερε τὸν κόσμο αὐτὸ κι’ ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές του
κι’
εἶδε καὶ λύπες καὶ χαρὲς στὶς μέρες τὶς δικιές του.
Καὶ
μοῦ διηγόταν κἄποτε ἀπὸ τὰ περασμένα
ἕνα
κακὸ ποὺ τοὔτυχε σἂν δούλευε στὰ ξένα·
«Ἐφτώχυνα,
παιδάκι μου, κι’ ἀρρώστησα ὁ δόλιος
καὶ
γέρος καθὼς ἤμουνα ὁ κόσμος ἦταν ὅλος
πίκρα,
κακία, κι’ ἦταν γραφτὸ γιὰ τότε τὴ ζωή μου
πεῖνα καὶ ψεῖρα, ξενητειά, νὰ τυραννῇ παιδί μου.
Στὸ
λέω καὶ δὲν ’ντρέπουμαι ἡ φτώχεια ἡ μεγάλη
πολλά
’χει γύρω της κακά, θὰ συμφωνήσουν κι’ ἄλλοι.
Μὰ
βρέθηκ’ ἕνας πλούσιος καλὸς καὶ τιμημένος
ποὺ
μ’ ἐλυπήθη, ὡς φαίνεται, καθὼς ἤμουνα ξένος
καὶ
γέροντας καὶ ἄρρωστος χωρὶς γνωστὸ κανένα
καὶ
θέλησε στὸ σπῆτί του νὰ πάρῃ τότ’ ἐμένα,
Καὶ
τῷντι στὸ κατώϊ του μ’ ἔβαλε, ποὺ λές, φίλε
καὶ
μ’ ἔτρεφε, ἂς εἶν’ καλά, καὶ μοὖπε ἀκόμη· στεῖλε
ὅ,τι
κι’ ἂν θέλῃς, γέροντα, ’πάνω τὸν ὑπηρέτη
νὰ
μοῦ ζητᾷς, μὴν ’ντρέπεσαι· πολλά του ἂς εἶν’ τὰ ἔτη!
Λίγος
καιρὸς ἐπέρασε παιδί μου ἀπὸ τότε
–καὶ
δὲν θυμᾶμαι, νὰ σοῦ πῶ καλὰ τὸ πῶς καὶ πότε–
καὶ
μὲ καλεῖ ὁ πλούσιος ἀπ’ τὸ κατώϊ πάνω
κι’
ἐγὼ μὲ τὴν μαγκοῦρά μου μέσ’ στὴν αὐλή του φτάνω.
Τότε
μοῦ λέει ὁ ἄρχοντας βαρὺς –εἶχε θυμώσει
γιὰ
τὸ καλὸ ποὺ μοὔκανε σἂν νἄχε μετανοιώσει–.
«Ὁ καθαρὸς κι’ ὁ ἄρχοντας εἶν’, γέρο ἀπ’ τὴν κούνια
κι’ ὑπάρχουν πάλι ἄνθρωποι ποὺ εἶν’ σωστὰ γουρούνια.
Μὲ ψεῖρες, ’ξανθηματικοὺς δὲν μπορῶ ’γὼ νὰ παίξω
δός του νὰ φάῃ καὶ σήμερα κι’ ἀμέσως βγάλ’ τον ἔξω».
Εἶπε
στὸν ὑπηρέτη του, κι’ ἀνέβηκε μὲ βία
ἀπάνω στ’ ἀρχοντόσπιτο ὅλος στενοχωρία.
Σοῦ
εἶπα πὼς ἐθύμωσε κι’ εἶχε μετανοήσει
ποὺ
εἶχε τὸ κατώϊ του στὸ ζήτουλα ἀφήσει.
Εἶναι
ἀλήθεια φεύγοντας δὲν μ’ ἔσπρωξαν στὴ σκάλα
μὰ
μοὔπανε λόγια πικρὰ καὶ γιὰ ν’ ἀφήσω τ’ ἄλλα
ἕνα
μονάχα θὰ σᾶς πῶ, ποὺ σἂν σκληρὸ μαχαῖρι
ἀκόμα
στὴν καρδοῦλά μου βαρὺν τὸν πόνον φέρει.
«Γέρο, μοῦ λέει τὸ παιδί, ἐδῶ τ’ ἀφεντικά μας
δὲν εἰμποροῦν νὰ βλέπουνε τὰ χάλια τὰ ’δικά μας·
ἂν εἶσαι γέρος καὶ φτωχὸς τὸ πρᾶμμ’ οἰκονομιέται
μὰ τὸν ψειριάρη ἄνθρωπο κι’ ἡ μάννα του βαριέται.
Ἄει στὸ καλό σου, γέροντα, καὶ τράβα στὴ δουλειά σου
καὶ ποιός ’μπορεῖ ν’ ἀνέχεται τὸ βρωμερὸ μπελᾶ σου».
Τὰ μάζεψα
καὶ ἔφυγα καὶ πάλι σὲ μιὰν ἄκρη
’ζήταγα·
μ’ ἀπ’ τὸ μάτι μου δὲν στάθηκε τὸ δάκρυ.
– Πέρασαν
μέρες κἄμποσες ψωμὶ δὲν λέω εἶχα
τὴ
νύχτ’ ὅμως, πνιγόμουνα ἀπ’ τὸ σκληρὸ τὸ βῆχα.
Ὥς
ποὺ μιὰ μέρα πέρασε κοντά μου ἕνας τεχνίτης
σἂν
νὰ ’φαινόταν ξενικός, ἄγνωστος, παροδίτης.
«Τί κάνεις ’δῶθε, γέροντα; πρωῒ πρωῒ γυρεύεις;
Ἐσὺ ’σαι γέρος κι’ ἄρρωστος μπορεῖς νὰ ζητιανεύῃς
γυρνῶντας μέσα στὰ στενά, στὰ μαγαζιά, στοὺς δρόμους;
καὶ τὸ δισσάκι σου εἶν’ βαρὺ γιὰ τοὺς δικούς σου
ὤμους.
Ἄκουσε ’μένα, γέροντα, στὸ σπῆτι τὸ δικό μου
θὰ βρῇς φαΐ, στρῶμα καλό· ἔλα στὸ φτωχικό μου.
Θὰ σ’ ἔχω φίλο ποθητό, τί λέω σἂν πατέρα
θἄσαι γιὰ μένα σύντροφος καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα».
Καὶ
πῆγα· ἀκολούθησα τὸν ἀγνωστό μου νέο
μὰ
πρῶτα τοὔειπα· «ἄκουσε παιδί μου τί σοῦ
λέω:
Δὲν εἶμαι μόνον ἄρρωστος, οὔτε πτωχὸς καὶ γέρος
εἶμαι ’ψειριάρης, βρωμερός, καὶ πρέπει νἄχῃς μέρος
ποὺ νὰ ’μπορῶ μονάχος μου τὰ ράκη μου ν’ ἁπλώσω
χωρὶς σ’ τοὺς ἄλλους γύρω μου βάρος κακὸ νὰ δώσω».
Κι’
αὐτὸς μοῦ λέει μὲ γλυκειὰ λαλιὰ καὶ καλωσύνη
ποὺ
νὰ ξεσβύσῃ δὲν μπορεῖ χρόνος καὶ λησμοσύνη.
«Οἱ ἀρρώστειες, τὰ γεράματα κι’ ἡ φτώχεια γέροντά μου
εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, κι’ εἶν’ καὶ σ’ ἐμὲ κοντά
μου·
γιατ’ εἴμαστ’ ὅλοι ἄνθρωποι καὶ τὰ δεινὰ τοῦ βίου
δὲν κάνουνε διάκρισι φτωχοῦ εἴτε πλουσίου.
Ἡ νόσος καὶ τὰ γηρατειά, ἡ φτώχεια καὶ τὰ πλούτη
’γίναν γιὰ ὅσους περπατοῦν μέσ’ στὴ ζωὴ ἐτούτη».
Καὶ
ἔμεινα στὸ σπῆτί του ἕνα καὶ δύο χρόνια·
σἂν
νἄταν γυιός μου φέρθηκε μ’ ἀγάπη καὶ συμπόνια.
Κι’
ἐπέρασ’ ἡ ἀρρώστεια μου γλύτωσα κι’ ἀπ’ τὴν ψεῖρα
καὶ
μέσα στὰ γεράματα δύναμι λίγη πῆρα.
Τώρα
δουλεύω μάγερας καὶ βγάζω τὸ ψωμί μου
ὅσο
νὰ στείλῃ ὁ Θεὸς νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μου.
Κι’ ἐσήκωσε
τὰ χέρια του τ’ ἀποκοκκαλιασμένα
κι’
εὐχήθηκε στὸν Οὐρανὸ μὲ μάτια δακρυσμένα.
«Θεὸς σχωρέσ’ τὸν πλούσιο γιὰ τὸν κακό του τρόπο
μὰ ὅμως ὅλα τὰ ἀγαθὰ σὲ κάθε γῆς καὶ τόπο
ποὺ θὰ βρεθῇ ὁ νιὸς αὐτὸς νὰ τὸν περιστοιχίζουν
κι’ ἡ Εὐλογία κι’ ἡ Χαρὰ ποτὲ νὰ μὴ χωρίζουν
ἀπ’ τὴν ψυχή του τὴν καλή, κι’ ἀπ’ τὴ γενειά του ὅλη
καὶ τ’ οὐρανοῦ πλούτη γι’ αὐτὸν νὰ στάζουνε οἱ θόλοι.
Καὶ εἴθε νἄβρῃ ἔλεος ’μπρὸς σ’ τοῦ Θεοῦ τὸν θρόνον
ποὺ τέτοια σπλάγχνα ἄνοιξε στὸν γέρικόν μου πόνον».
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Β΄,
Ἀθῆναι 1973, σελ. 61-63.)