Δὲν πρέπει ποτὲ ν’ ἀπελπίζεται κάποιος ὅσο πολὺ κι ἂν φταίει…
Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ*
Δὲν πρέπει ὅμως ν’ ἀπελπιζόμαστε, ὅταν δὲν εἴμαστε ὅπως πρέπει νὰ εἴμαστε. Κακὸ εἶναι βέβαια, ἄνθρωπε, ποὺ ἁμάρτησες. Γιατί ὅμως ἀδικεῖς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ ἄγνοιά σου τὸν νομίζεις ἀδύνατο; Μήπως δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὴν ψυχή σου Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε γιὰ σένα αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο κόσμο ποὺ βλέπεις; Κι ἂν πεῖς ὅτι "αὐτὸ μᾶλλον καταδίκη μου εἶναι, ὅπως καὶ ἡ συγκατάβασή Του", μετανόησε καὶ δέχεται τὴν μετάνοιά σου, ὅπως τοῦ ἀσώτου1 καὶ τῆς πόρνης2. Ἂν οὔτε αὐτὸ δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις, ἀλλὰ ἀπὸ συνήθεια ἁμαρτάνεις σ’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλεις, ἔχε ταπείνωση σὰν τὸν τελώνη3 καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὴν σωτηρία σου. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἁμαρτάνει χωρὶς νὰ μετανοεῖ, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζεται, ἐξ ἀνάγκης βάζει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπ’ ὅλη τὴν κτίση καὶ δὲν τολμᾶ νὰ κατακρίνει ἢ νὰ κατηγορήσει κανένα ἄνθρωπο. Θαυμάζει μᾶλλον τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ νιώθει εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Εὐεργέτη καὶ ἄλλα πολλὰ καλὰ μπορεῖ νὰ ἔχει. Καὶ μ’ ὅλο ποὺ εἶναι ὑποχείριος τοῦ διαβόλου πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὡστόσο πάλι ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ παρακούει τὸν ἐχθρὸ ποὺ τὸν σπρώχνει στὴν ἀπόγνωση, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι κάπως μὲ τὸν Θεό, ἂν ἔχει εὐγνωμοσύνη, εὐχαριστία, ὑπομονή, φόβο Θεοῦ, καὶ ἂν δὲν κρίνει κανένα γιὰ νὰ μὴν κριθεῖ4, τὰ ὁποῖα εἶναι πάρα πολὺ ἀναγκαῖα.
Ὅπως
λέει ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν γέεννα, αὐτὴ σχεδὸν μᾶς εὐεργετεῖ περισσότερο ἀπὸ τὴν
βασιλεία τῶν οὐρανῶν· γιατὶ ἐξαιτίας της πολλοὶ μπαίνουν στὴν βασιλεία, ἐνῶ λόγῳ
τῆς βασιλείας λίγοι, μὲ τὴν φιλανθρωπία βέβαια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, γιατὶ ἡ πρώτη μᾶς
διώχνει μὲ τὸν φόβο, ἐνῶ ἡ ἄλλη μᾶς ἀγκαλιάζει, καὶ σωζόμαστε καὶ μὲ τὰ δύο, μὲ
τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ πολεμοῦνται ἀπὸ πολλὰ πάθη, ψυχικὰ καὶ
σωματικά, στεφανώνονται ἂν κάνουν ὑπομονὴ καὶ δὲν παραδίνουν τὸ αὐτεξούσιό τους
ἀπὸ ἀμέλεια, οὔτε ἀπελπίζονται, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ πέτυχε τὴν ἀπάθεια μὲ ἀσφάλεια
καὶ ἀνακούφιση, ξεπέφτει γρήγορα ἂν δὲν ὁμολογεῖ τὶς εὐεργεσίες πάντοτε μὲ τὸ νὰ μὴ κατακρίνει κανένα. Ἂν
τολμήσει τέτοιο πρᾶγμα (δηλ. νὰ κατακρίνει), εἶναι σὰν νὰ δείχνει ὅτι μὲ τὴν
δική του δύναμη ἀπέκτησε τὸν πλοῦτο τῆς ἀπάθειας, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καὶ
ὅπως διατρέχει μεγάλο κίνδυνο ὅποιος εἶναι ἀκόμη ἐμπαθὴς καὶ ἄμοιρος ἀπὸ τὸν
φωτισμὸ τῆς γνώσεως, ἂν εἶναι πνευματικὸς ὁδηγὸς ἄλλων, λέει ὁ Δαμασκηνός, ἔτσι
καί ’κεῖνος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀπάθεια καὶ πνευματικὴ γνώση, ἂν δὲν ὠφελήσει
καὶ ἄλλες ψυχές.
Τίποτε
ἄλλο δὲν συμφέρει στὸν ἀσθενῆ ὅσο ἡ φυγὴ στὴν ἡσυχία, οὔτε στὸν ἐμπαθῆ καὶ
στερημένο ἀπὸ γνώση ὅσο ἡ ὑποταγή. Δὲν ὑπάρχει
ἄλλο καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴν ἀδυναμία καὶ
ἄγνοιά του, οὔτε χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ τὰ ἀγνοεῖ.
Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πάθος πιὸ μισητὸ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια,
οὔτε πιὸ γελοῖο ἀπὸ τὴν φιλαργυρία, ἡ
ὁποία εἶναι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν5· καὶ εἶναι γελοῖο, γιατὶ ἄνθρωποι
ποὺ μὲ πολὺ κόπο ἀπέκτησαν χρήματα φτιαγμένα ἀπὸ τὸ μέταλλο τῆς γῆς, τὰ
ξανακρύβουν πάλι στὴν γῆ ἄπρακτα. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος: «Μὴ μαζεύετε πλούτη στὴν γῆ κλπ.», καί: «Ὅπου εἶναι τὰ πλούτη σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας»6.
Γιατὶ
σ’ ἐκεῖνα ποὺ πολυκαιρίζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σ’ αὐτὰ καὶ σύρεται μὲ πόθο ἀπὸ
τὴν συνήθεια, εἴτε στὰ γήϊνα πράγματα, εἴτε στὰ πάθη, εἴτε στὰ οὐράνια καὶ αἰώνια
ἀγαθά. Ἡ συνήθεια ὅταν πολυκαιρίσει, ἀποκτᾶ δύναμη φύσεως, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Κι ὅταν εἶναι κανεὶς ἀσθενής, τότε ὀφείλει
νὰ προσέχει περισσότερο στὴν μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν
ψυχή του ἀπὸ κάθε καταδίκη, μήπως φτάσει τὸ τέλος τῆς ζωῆς καὶ μέλλει νὰ
μετανοεῖ ἀνώφελα καὶ νὰ θρηνεῖ αἰώνια.
Ἐκεῖνος
λοιπὸν ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστεῖ γιὰ τὸν Χριστὸ αἰσθητὸ θάνατο ὅπως Ἐκεῖνος,
πρέπει νὰ ὑπομένει τοὐλάχιστον τὸν κατὰ
προαίρεση θάνατο νοητῶς. Καὶ θὰ εἶναι μάρτυρας κατὰ τὴν συνείδηση, μὲ τὸ νὰ μὴ ὑποταχθεῖ στοὺς δαίμονες καὶ στὰ
θελήματα ποὺ τὸν πολεμοῦν, ἀλλὰ νὰ τοὺς νικᾶ, ὅπως οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καὶ οἱ
ὅσιοι Πατέρες· γιατὶ οἱ πρῶτοι μαρτύρησαν αἰσθητά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι νοητά. Λίγο λοιπὸν ἂν βιάσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του,
νίκησε τὸν ἐχθρό· ἢ λίγο ἂν ἀμελήσει καὶ
σκοτισθεῖ, χάθηκε.
* «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τόμος Γ΄, Περὶ
τοῦ μὴ ἀπογινώσκειν εἰ καὶ πολλὰ πταίει τις.
1.
Λουκ. ιε΄ 20.
2.
Λουκ. ζ΄ 47, 48.
3. Λουκ.
ιη΄ 13.
4. Ματθ.
ζ΄ 1.
5. Α΄
Τιμ. στ΄ 10.
6. Ματθ.
στ΄ 19 καὶ 21.