Ἡ
ταπείνωση καὶ ἡ θεωρία
Ὁσίου Καλλίστου Ἀγγελικούδη*
Θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, Κύριε, καὶ διαπιστώνοντάς τα ἡ ψυχή μου ἐξίσταται. Ἡ αἰτία τῆς ὑψώσεως τοῦ νοῦ γίνεται πολὺ μεγάλη ἀφορμὴ γιὰ ταπείνωση, κι ἐκεῖνο ποὺ ὑψώνει ἀπείρως τὴν ψυχή, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὴν ταπεινώνει ὑπερβολικά. Πὼς δηλαδὴ ἀρχὴ τῆς θεωρίας εἶναι ἡ ταπείνωση, καὶ τελείωση τῆς ταπεινώσεως ἡ θεωρία. Ἀκόμη κι ἂν κανεὶς γνωρίσει ὅλη τὴ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, χωρὶς ταπείνωση εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει ὑψοποιὸ θεωρία. Λέω ὑψοποιὸ θεωρία, γιὰ νὰ τὴν διακρίνω ἀπὸ τὴν θεωρία ποὺ εἶχαν οἱ Ἕλληνες, ποὺ δὲν ἦταν ὑψοποιός. Χωρὶς ὑψοποιὸ θεωρία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος οὔτε ἂν κάμψει τὸ λαιμό του σὰν κρίκο1. Ὦ ἡ ἀνείπωτη σοφία τοῦ σοφοῦ Δημιουργοῦ μας!
Ποιός
ἐννόησε ποτὲ κάτι τέτοιο πρὶν τὸ δεῖ, ἀπὸ ταπείνωση ὕψιστη ἀνύψωση, εἴτε ἀπὸ τὰ
ὕψη ὑπερβολικὴ ταπείνωση; Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ καὶ γιὰ τὸν θεόμορφο νοῦ ὅτι
«αὐτὸς ποὺ κατέβηκε, ὁ ἴδιος εἶναι καὶ ποὺ
ἀνέβηκε»2, καὶ νὰ προσθέσει σ’ αὐτὸ ὅτι «αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε, ὁ ἴδιος
εἶναι καὶ ποὺ κατέβηκε». Γιατὶ ὅταν ὁ νοῦς μὲ βαθιὰ γνώση φτάσει μέσῳ τῆς χάρης
στὰ ὕψιστα μὲ ταπείνωση καὶ χαίρεται σὰν οἰκεῖα του τὰ θεῖα ποὺ ξεπερνοῦν τὸν
λόγο, τότε νοιώθει κατώτερος ἀπ’ ὅλα μὲ τὴν ταπείνωση. Λέει ὁ Δαβίδ: «Κύριε, δὲν ὑψώθηκε ἡ καρδιά μου, καὶ τὰ
μάτια μου δὲν κοίταξαν ψηλά, καὶ δὲν ἔκανα πράγματα μεγάλα ποὺ προξενοῦν τὸν
θαυμασμὸ καὶ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου, παρὰ ὅταν ταπεινοφρονοῦσα»3.
Ὁ νοῦς ὅμως, μαζὶ μὲ αὐτό, μπορεῖ νὰ πεῖ ὄχι ἀνάρμοστα καὶ τὸ ἀντίθετο: «Κύριε, δὲν ταπεινώθηκα καὶ δὲν ταλάνισα τὸν
ἑαυτό μου καὶ δὲν τὸν ὀνόμασα χῶμα καὶ στάχτη, παρὰ ὅταν ὑψώθηκε ἡ καρδιά μου
καὶ τὰ μάτια μου κοίταξαν ψηλὰ κ’ ἔζησα πράγματα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ποὺ ὑπερβαίνουν
τίς δυνάμεις μου». Ὦ θαυμαστὲ
Δημιουργὲ Βασιλεῦ, φέρνεις σὲ ἔκσταση τὴν καρδιά μου ὅταν κατανοεῖ τὸ ἔργο τῆς
σοφίας Σου, τὸν νοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει δημιουργηθεῖ σοφὸς ἀπὸ τὴν πρόνοιά Σου.
* «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τόμος Δ΄, ΚΕ΄
(25) Περὶ ταπεινώσεως καὶ θεωρίας.
1. Ἠσ. νη΄ 5.
2. Ἐφεσ. δ΄ 10.
3. Ψαλμ. ρλ΄ 1-2.