Τὸ ψεῦδος
Ἀφ’
ὅτου ἐκατάλαβα στὸν κόσμο ὅτι βγαίνω
σαράντα
φορὲς ψέμματα καὶ μίαν ἀλήθεια «κραίνω».
Μὰ
καὶ οἱ γύρω μου θαρρῶ κι’ αὐτοὶ τὸ ψέμμα λένε·
σἂν
κλαῖν’ γελᾶνε μέσα τους, κι’ ὅταν γελᾶνε κλαῖνε.
Βαρέθηκα
καὶ δὲν μπορῶ τὰ γύρω μου νὰ βλέπω
θὰ
πάρω μαυρομάντηλο τὰ μάτια μου νὰ σκέπω.
Θὰ
κλείσω καὶ τὸ στόμα μου θὰ κλείσω καὶ τ’ αὐτιά μου
νὰ σιάξῃ
τὸ κεφάλι μου, ν’ ἀλαφρωθῇ ἡ καρδιά μου.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Γ΄,
Ἀθῆναι 1975, σελ. 165.)