Πρόσεχε μὴν περιφρονεῖς
Ἀπ’
ὅσα ζῶα ἔχει ἡ γῆ, πιὸ δυνατὸ ποιό εἶναι;
Ἄκου·
καὶ σύ ’πάνω σ’ αὐτὸ σκέψου καλὰ καὶ κρίνε.
Ἀπ’
ὅλα τὸ πιὸ δυνατό, ναί ! εἶναι τὸ μυρμῆγκι
ἂν
καὶ σἂν δύσκολα αὐτὸ χωράει στὸ μηλίγκι.
– Βάρος
σηκώνει ὁ ἄνθρωπος σἂν καὶ τὸν ἑαυτό του
μὰ τὸ μυρμῆγκι ὀκτὼ φορὲς τὸ σῶμα τὸ ’δικό του.
Τὸ
σῶμα τὸ ἀνθρώπινο δὲν ἔχει αὐτὴ τὴ ρώμη
καὶ
δὲν ἀντέχουν ὡς ἐκεῖ οἱ ἰδικοί μας ὦμοι.
Ἂν
εἴχαμε τὴ δύναμι ἀνάλογα τὴν ἴδια
φορτία
ἡμιονικὰ θἄταν γιὰ μᾶς παιγνίδια.
Γιατ’
ἕνας ἄνθρωπος γερὸς χωρὶς κόπο καὶ πόνο
θὰ
μπόραγε νὰ σήκωνε περίπου μισὸν τόνο !
Μὰ
τοῦ ἀνθρώπου τὸ κορμὶ τὰ νεῦρα κι’ οἱ μυῶνες
δὲν
εἶναι, ὄχι, σἂν κι’ αὐτὰ ποὔχουν οἱ μηλιγκόνες !
Ναί
! τὸ μυρμῆγκι τὸ φτωχὸ καὶ περιφρονημένο
εἶν’
ἀπὸ χάλυβα ’μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο πλασμένο.
Κι’ ἀπ’
ὅλα τὰ σχοινιά, ποὺ λές, τὸ πιὸ γερὸ τὸ ξέρεις;
ἂν
δὲν στὸ ποῦνε δύσκολα στὸ νοῦ σου θὰ τὸ φέρῃς.
Λοιπὸν
ἀπ’ ὅλα τἀ σχοινιὰ στὴ βιομηχανία
καννάβινα
συρμάτινα, στρεπτά, πλεκτά, παντοῖα
τὸ
πιὸ γερὸ καὶ δυνατὸ –δὲν θὰ τὸ βρῇς μὴν ψάχνῃς !–
Ναί,
εἶναι, φίλε, ἄκουσ’ το, εἶν’ ὁ ἱστὸς ἀράχνης !
Στὸ
τιποτένιο πάχος του τόσο αὐτὸ κρατάει
πού ’κείνη
μὲ τὴν τέχνη μας σίγουρα θὰ γελάῃ.
Τοῦ
ἱστοῦ της τὴν ποιότητα ἂν τὰ σχοινιά μας εἶχαν
ξέρεις
ἀπ’ τὰ σημερινὰ πόσον θὰ ὑπερεῖχαν;
Ἂν μὲ
τὴν ἴδια τὴν «ὑφὴ» καὶ «ὕλη» ἦταν φτιαγμένα
σἂν
πόσο, λές, πιὸ δυνατὰ θὰ ἦταν τὸ καθένα.
Μὲ
ἕνα συρματόσχοινο μετρίου πάχους μόνον
μεγάλου
θἀσηκώνοντο φορτία βάρους τόνων !.
’Κεῖ ποὺ μὲ περιφρόνησι κανεὶς τὸ μάτι
ρίπτει
πολλὲς φορὲς, ναί, ὁ Θεὸς κάτι σπουδαῖο κρύπτει.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Γ΄,
Ἀθῆναι 1975, σελ. 233.)