Η ΛΥΠΗ
Ὅταν βλέπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ
τὰ χρόνια νὰ περνοῦν, ὅταν βλέπει τὶς ἀποτυχίες του, τὰ τραύματά του, τὶς
ἁμαρτίες του, τὶς ἐσωτερικές του πληγές, τὶς ἀπιστίες του, τὰ συντρίμμια τῆς
ὑπάρξεώς του, τὰ πτώματα τοῦ λογισμοῦ του, τῆς καρδιᾶς του, μὲ τὰ ὁποῖα γέμισε
τὴ ζωή του, ὅταν βλέπει πόσες φορὲς μετανόησε καὶ τίποτε δὲν ἔκανε, τὸν
κυριεύει μία λύπη.
Αὐτὴ ἡ λύπη μπορεῖ νὰ προέλθει ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν ἐνστικτώδη ἑαυτό μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μας, διότι θὰ θέλαμε νὰ εἴμαστε μεγάλοι, νὰ μὴν εἴχαμε λογισμούς, νὰ μὴν ἀποτυγχάναμε. Ἄπειρες ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες μας λυποῦν.
Καλύτερα νὰ πέσεις στὰ χέρια πονηρῶν δαιμονίων, λεγεώνων δαιμονίων, παρὰ νὰ πέσεις στὸ χέρι τῆς λύπης, διότι δύσκολα κατορθώνεις νὰ τὴν ξεπεράσεις. Τὸν λογισμὸ τὸν ξεπερνᾶς, τὴν ἁμαρτία τὴ νικᾶς, τὸν διάβολο ὁμοίως, ἀλλὰ ἡ λύπη δὲν ξεπερνιέται. Γι’ αὐτὸ «νῆφε», νὰ ἀγρυπνεῖς νὰ μὴ σὲ κυριεύσει ἡ λύπη. Διαφορετικὰ γίνεται προβληματικὴ ἡ ἐπιτυχία σου.