Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Η ΛΥΠΗ

 



 

Η ΛΥΠΗ

Μακαριστοῦ Γέροντος

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ Σιμωνοπετρίτου 


   ταν βλέπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ χρόνια νὰ περνοῦν, ὅταν βλέπει τὶς ἀποτυχίες του, τὰ τραύματά του, τὶς ἁμαρτίες του, τὶς ἐσωτερικές του πληγές, τὶς ἀπιστίες του, τὰ συντρίμμια τῆς ὑπάρξεώς του, τὰ πτώματα τοῦ λογισμοῦ του, τῆς καρδιᾶς του, μὲ τὰ ὁποῖα γέμισε τὴ ζωή του, ὅταν βλέπει πόσες φορὲς μετανόησε καὶ τίποτε δὲν ἔκανε, τὸν κυριεύει μία λύπη.

   Αὐτὴ ἡ λύπη μπορεῖ νὰ προέλθει ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν ἐνστικτώδη ἑαυτό μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μας, διότι θὰ θέλαμε νὰ εἴμαστε μεγάλοι, νὰ μὴν εἴχαμε λογισμούς, νὰ μὴν ἀποτυγχάναμε. Ἄπειρες ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες μας λυποῦν.

   Καλύτερα νὰ πέσεις στὰ χέρια πονηρῶν δαιμονίων, λεγεώνων δαιμονίων, παρὰ νὰ πέσεις στὸ χέρι τῆς λύπης, διότι δύσκολα κατορθώνεις νὰ τὴν ξεπεράσεις. Τὸν λογισμὸ τὸν ξεπερνᾶς, τὴν ἁμαρτία τὴ νικᾶς, τὸν διάβολο ὁμοίως, ἀλλὰ ἡ λύπη δὲν ξεπερνιέται. Γι’ αὐτὸ «νῆφε», νὰ ἀγρυπνεῖς νὰ μὴ σὲ κυριεύσει ἡ λύπη. Διαφορετικὰ γίνεται προβληματικὴ ἡ ἐπιτυχία σου.

   «Τὰ θηρεύματα»· κάθε λύπη ἀποκαλύπτει μία ἐνέδρα. Πόσοι ἄνθρωποι ἔγιναν θηράματα τοῦ δαίμονος τῆς λύπης, ὁ ὁποῖος στήνει τὶς ἐνέδρες του παντοῦ. Ὅσες ψυχὲς ποθοῦν τὸν Θεόν, τόσα δίκτυα ρίχνει ὁ δαίμων τῆς λύπης, καὶ τὰ θηράματα ποὺ πιάνει εἶναι ἀτέλειωτα. Διότι ἡ λύπη κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινοσχημία, κάτω ἀπὸ τὴν ψευδῆ μετάνοια, κάτω ἀπὸ τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπὸ χίλια δύο πράγματα, γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, πιάνεται «καὶ μὲ τὰ τέσσερα» καὶ ἀχρηστεύεται πέρα γιὰ πέρα.

   Ἡ λύπη εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐξαρθρώνει τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν σταματάει παρὰ μόνον ὅταν σὲ καθηλώσει, ὅταν σὲ κάνει πέρα γιὰ πέρα ἀδύναμο γιὰ τὰ πάντα. Καὶ ὁ πιὸ ἔξυπνος τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ (ὁ δαίμων-ὁ λογισμός), εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μακάριοι οἱ πενθοῦντες». Ὄχι μᾶς λέγει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, μὴν ξεγελιέσαι, αὐτὰ εἶναι σατανικά, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ. «Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαρὰ νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ», λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας.

   Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἁμάρτησα, ὅπως ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὅτι μέχρι τώρα ἔζησα (σαράντα ἑπτὰ χρόνια) μέσα στὴ διαφθορὰ καὶ ὅτι τὴ στιγμὴ αὐτὴ λέω∙ «ἥμαρτον Κύριε, θὰ σηκωθῶ». Πῶς θὰ καταλάβω ἐὰν ἔχω λύπη; Ἐὰν συνεχίζω νὰ σκέπτομαι τὴν ἁμαρτία μου, ἡ σκέψη μου εἶναι δαιμονική. Ἐὰν σκέπτομαι τὴ μετάνοια, αὐτὸ σημαίνει ὅτι θέλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀμέσως ἔχω τὴ χαρὰ τῆς προγεύσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ· ἀμέσως βάζω τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι ἁγνοί, καθαροί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μετανοήσει· τοποθετῶ τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσα στὰ νέφη τῶν ἁγίων.

Μὴ συγχέεις, λοιπόν, τὴν σατανική, τὴν δαιμονιώδη λύπη μὲ τὴν κατὰ Θεόν. Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαρά, διότι προορᾷς ἐνώπιόν σου τὸν Θεόν, γιὰ τὸν Ὁποῖο ζεῖ ἡ καρδιά σου, καὶ ἑπομένως βασιλεύει ἐν σοὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ (θεάρεστη) λύπη.