Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ




Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


   Σκοτάδι βαθὺ στὴν ἀτέλειωτη νύχτα τῶν αἰώνων. Γενεὲς γενεῶν ἦρθαν στὸν κόσμο κι ἔφυγαν μὲ τὴν λαχτάρα τῆς προσμονῆς. Περίμεναν τὸ γλυκοχάραμα. Λαχταροῦσαν τὴν ἀνατολή. Πανανθρώπινη ἡ προσδοκία, πὼς θὰ ἐρχότανε κάποιος θεόσταλτος, νὰ φέρει φῶς στὰ σκοτάδια τῆς ἀγνοίας. Τὰ προφητικὰ κείμενα τῶν Ἰουδαίων ἔγραφαν καθαρὰ γιὰ τὸν Μεσσία, ποὺ θὰ ἐρχότανε. Οἱ παραδόσεις τῶν λαῶν, ἀγρίων καὶ πολιτισμένων, μιλοῦσαν ὅλες καὶ συμφωνοῦσαν, κατὰ τρόπο παράδοξο πὼς τὸν πεσμένο καὶ τιμωρημένο ἄνθρωπο θὰ σήκωνε καὶ θὰ λευτέρωνε ἀπ’ τὰ δεσμὰ κάποιος ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ Ἑλληνικὴ μυθολογία, μιλώντας γιὰ τὸν δεσμώτη Προμηθέα, περίμενε αὐτὸν ποὺ θὰ ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες ἐλευθερώνοντάς τον ἀπὸ τὴν τιμωρία τὴν ἀτελείωτη. Μὰ κι ἄνθρωποι σοφοί, σὰν τὸν Σωκράτη, δὲν δίστασαν νὰ ποῦν τὴν γνώμη τους, πὼς θὰ ἐρχότανε ὁ ἄγνωστος Θεὸς στὴν γῆ, γιὰ νὰ φέρει τὸ φῶς ποὺ μόνοι τους δὲν θἆταν δυνατὸ νὰ βροῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ξυπνίσουν ἀπ’ τὸν λήθαργο.

 

* * *

   Νύχτα παγερή κι ὅμως ἀλλοιώτικα γαληνεμένη. Μιὰ ἀστροφεγγιὰ ἔρριχνε ἕνα ὄμορφο φῶς στὴν γῆ. Ὅλα ἥσυχα ἐκείνη τὴν βραδυὰ λὲς καὶ ξεκουραζότανε. Μιὰ γλυκειὰ γαλήνη βασίλευε παντοῦ. Φτωχοὶ βοσκοὶ ἔβοσκαν τὰ πρόβατά τους στὰ περίχωρα τῆς Βηθλεὲμ κουκουλωμένοι μὲ τὶς βαριὲς τὶς κάπες. Λαχταροῦσαν λίγη φωτιά, νὰ ζεσταθοῦν. Κι ἀντὶ φωτιά, μιὰ λάμψη ἄστραψε κοντά τους. Δὲν ἦταν ἀστραπή, ὅπως νόμισαν. Φῶς ἦταν σταθερό, λαμπρό, ποὺ ὅλο καὶ δυνάμωνε, καθὼς ἐρχότανε κοντά τους. Μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ φῶς Ἄγγελος Θεοῦ πρόβαλε καὶ μὲ φωνὴ χαρούμενη τοὺς λέγει: «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». «Σᾶς φέρνω τὴν εἴδηση τῆς μεγάλης χαρᾶς. Γιὰ σᾶς σήμερα γεννήθηκε Σωτῆρας. Τρέξτε σ’ ἐκείνη τὴν σπηλιὰ καὶ κεῖ θὰ δεῖτε τὸν Σωτῆρα σας μικρὸ παιδάκι φτωχὸ καὶ ταπεινὸ στὴν φάτνη τῶν ἀλόγων». Αὐτὰ εἶπε κι ἔφυγε ὁ Ἄγγελος ἀπὸ μπροστά τους. Ὦ μεγάλη εἴδηση, χαρούμενη, θεία, κοσμοϊστορική, Θεόσταλτη! Θαμπώνουν τὰ μάτια τῶν Ποιμένων. Χτυποῦν οἱ καρδιὲς καὶ τρέμουν γονατιστὰ τὰ γόνατα. Δάκρυα τρέχουν ἀπ’ τὰ μάτια τους. Κι ἔτσι καθὼς σηκώνουν τὰ χέρια τους γιὰ προσευχὴ καὶ τὰ μάτια τους καρφώνονται στοὺς Οὐρανούς, ἕνα μεγάλο Ἄστρο, λαμπερό, ἀκτινωτό, σὰν νὰ εἶχε κατέβη πιὸ κοντά τους καὶ τοὺς φώτιζε δείχνοντας τὸν δρόμο πρὸς τὴν θεία σπηλιὰ τῆς Βηθλεέμ. Κι Ἄγγελοι, χιλιάδες Ἄγγελοι μὲ τὰ ὁλόλευκα φτερά, μὲ πανώριες σάλπιγγες γέμιζαν τοὺς οὐρανοὺς κι ἀνεβοκατέβαιναν στὴν γῆ καὶ γέμιζαν μὲ θεία ὑμνωδία τὴν γαληνεμένη νύχτα ψάλλοντας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Σὰν ἀπὸ χίλια ἀόρατα στόματα ἄκουγαν τώρα οἱ Ποιμένες πάνω τους, γύρω τους, μέσα στὴν ψυχή τους, τὸν οὐράνιο ψαλμό. «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὅρη, Χριστοῦ γεννηθέντος». Ὦ ναί. Ἦρθε ἡ ποθητὴ ἡμέρα. «Ὁ Λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα». Ναί, «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε». Μ’ αὐτὰ τὰ ἱερὰ αἰσθήματα βάδισαν οἱ φτωχοὶ βοσκοὶ στὴν σπηλιὰ τῆς Βηθλεέμ. Ἄρρητη εὐωδία, θεία ζεστασιὰ στὴν ὑγρὴ καὶ βρωμερὴ ἄλλοτε φάτνη τῶν ἀλόγων. Ἕνα μυστήριο ἁπλώνεται παντοῦ. Ἔνοιωσαν, σὰν νὰ βρισκότανε σὲ Ἐκκλησία. Ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν οἱ ποιμένες τὸν Ποιμένα τῶν ψυχῶν. Ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ προσκύνησαν τὸν ἐνανθρωπίσαντα Θεόν.

   Πολὺ ἀργότερα ἔφτασαν οἱ Μάγοι. Τόσο, ὅσο χρειαζότανε νὰ ἔλθουν ἀπ’ τὴν μακρυνή τους χώρα καὶ μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς στὴν Βηθλεέμ. Δὲν τοὺς ἔστειλε κι αὐτοὺς κανείς. Οὔτε τοὺς εἶπε πὼς γεννήθηκε ὁ Χριστὸς στὴν γωνιὰ αὐτὴ τῆς Παλαιστίνης. Μάγοι τότε λεγότανε οἱ Ἀστρονόμοι. Κι ἦταν οἱ πιὸ πλούσιοι καὶ μορφωμένοι τῆς χώρας καὶ τῆς ἐποχῆς τους. Μελετώντας τὰ ἄστρα εἶδαν καὶ τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ. Κατάλαβαν πὼς δὲν ἦταν αὐτὸ σὰν τ’ ἄλλα τὰ συνηθισμένα. Ὁ Θεὸς τοὺς φώτισε νὰ πιστέψουν πὼς αὐτὸ σήμαινε τὸν ἐρχομὸ στὸν κόσμο τοῦ Μεσσία. Ἔτσι ξεκίνησαν γιὰ τὸ ταξείδι οἱ μεγάλες καὶ ἁγνὲς αὐτὲς ψυχὲς νὰ φέρουν δῶρα στὸν Χριστὸ τὸν νεογέννητο, χρυσὸ καὶ λίβανο καὶ σμύρνα. Ἔρχονται μὲ λαχτάρα καὶ προσκυνοῦν μὲ πίστη καὶ κατάνυξη. Συμβολικὸς ὁ ἐρχομός τους ὅτι «πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι» νὰ νοιώσουν τὴν χαρὰ τῆς πίστεως τοῦ Ἰησοῦ.

 

* * *

   Σὰν ποιμένες καὶ μεῖς βόσκουμε τὰ κοπάδια τὰ ἀτέλειωτα τῶν ὑλικῶν φροντίδων τῆς ζωῆς. Ἴσως καὶ νὰ βρισκόμαστε σὲ κάποια χώρα μακρυνὴ τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅμως αὐτὲς τὶς μέρες θὰ μᾶς ξυπνήσουν οἱ χαρμόσυνες καμπάνες. Στὶς ὁλόφωτες Ἐκκλησίες μας θὰ ἀντηχήσει ὁ ὕμνος τῶν Ἀγγέλων καὶ τὸ θεῖο μήνυμα τῆς σωτηρίας «ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτὴρ» θ’ ἀπευθυνθεῖ σ’ ὅλων τὶς ψυχές.

   Μιὰ οὐράνια φωνή, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ παρόρμηση μᾶς ὁδηγεῖ στῆς Βηθλεὲμ τὸν δρόμο. Ἐκεῖ μᾶς φέρνει τὸ λαμπερὸ ἀστέρι τῆς ἐλπίδας. Κι ἀντὶ γιὰ δῶρα στὸν Χριστό, τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης μας στὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀδελφὸ τὸν πεινασμένο, τὸν ἄρρωστο, τὸν ἀπροστάτευτο ἂς φέρουμε.

   Κι ὅλοι μαζὶ φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, φτωχοὶ στὰ χρήματα καὶ πλούσιοι στὴν ἀγάπη, ἂς νοιώσωμε τὴν χαρὰ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.


Κοντάκιον. Ἦχος γ΄.

 

Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει. Καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 292-295. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]