Σάββατο 3 Μαΐου 2025

«Μακάριοι εἶσθε ἐσεῖς, οἱ ἀμέριμνοι τοῦ βίου…»

 



«Μακάριοι εἶσθε ἐσεῖς, οἱ ἀμέριμνοι τοῦ βίου…»

 

Ἐκ τοῦ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΥ*

 

   Κάποιος Μοναχὸς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο διέμενε σ’ ἕνα προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὴν ἐποχή, ποὺ βασίλευε στὸ Βυζάντιο ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μικρός.

   Μιὰ μέρα λοιπόν, περνοῦσε ὁ βασιλιᾶς ἀπ’ τὸν δρόμο ἐκεῖνο ποὺ ἦταν τὸ σπιτάκι τοῦ Μοναχοῦ, κι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλους ὅσους τὸν συνόδευαν, ἔρχεται μόνος, στέκεται μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ μοναχοῦ κι’ ἔκρουσε. Ὁ Μοναχὸς μόλις ἄνοιξε κατάλαβε μὲν ποιός ἦταν, τὸν ὑποδέχθηκε ὅμως ὡς ἕνα ταξιδιώτη.

   Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ βασιλιᾶς κι ὁ Γέροντας ἔκαμε τὴν καθιερωμένη εὐχή, κάθισαν καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν.

   – Πῶς περνοῦν, Γέροντα, οἱ Πατέρες στὴν Αἴγυπτο; ρώτησε ὁ αὐτοκράτωρ.

   – Ὅλοι εὔχονται γιὰ τὴν σωτηρία σου, ἀπάντησε μὲ ἁπλότητα ὁ Γέροντας.

   Κ’ ἐνῶ συζητοῦσαν, σηκώθηκε ὁ Γέροντας κ’ ἔβρεξε λίγα παξιμάδια· αὐτὰ τὰ παξιμάδια μὲ λίγο λάδι κι ἁλάτι τὰ παρέθεσε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως γιὰ νὰ τὸν φιλέψει καὶ τοῦ εἶπε:

   – Φᾶγε λίγο.

   Κι ὁ βασιλιᾶς μ’ εὐχαρίστηση καὶ προθυμία ἔφαγε. Τοῦ  ’δωσε δὲ καὶ νερὸ καὶ ἤπιε. Τότε τοῦ λέγει ὁ βασιλιᾶς:

   Γνωρίζεις ποιός εἶμαι;

   – Ὁ Θεὸς σὲ γνωρίζει, ἀπάντησε ἀτάραχα ὁ Μοναχός.

   – Εἶμαι ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος.

   Τότε ὁ Γέροντας εὐθὺς ὑπέβαλε τὴν ὀφειλόμενη προσκύνηση.

   Τοῦ λέει πάλι ὁ βασιλιᾶς:

   – Μακάριοι εἶσθε ’σεῖς οἱ Μοναχοί, διότι δὲν ἐνοχλεῖσθε ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ βίου. Στ’ ἀλήθεια σοῦ λέω, Γέροντά μου, ὅτι ἂν καὶ ἔχω γεννηθεῖ μέσα στὰ βασιλικὰ παλάτια, ἐντούτοις ποτὲ δὲν ἔφαγα μὲ τόση εὐχαρίστηση ψωμὶ καὶ νερό, ὅπως σήμερα, ποὺ μὲ τὴν καρδιά μου τ’ ἀπόλαυσα.

   Κι ἄρχισε ἀπὸ τότε ὁ βασιλιᾶς νὰ τὸν τιμᾶ ἰδιαιτέρως. Ὁ δὲ Γέροντας, στενοχωρούμενος γι’ αὐτὴ τὴν εὔνοια, σηκώθηκε κ’ ἔφυγε καὶ ἦλθε πάλι στὴν Αἴγυπτο.

 

 

* «Εὐεργετινός», τόμ. Γ΄, Ὑπόθεσις ΚΖ΄. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευὴ καὶ διορθώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).