Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα μεγαλομάρτυρες




Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα μεγαλομάρτυρες

Ἑορτάζουν τὴν θ΄ () Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Πληροῦμεν ὑστέρημα σοῦ, Σῶτερ, πάθους

Τεσσαράκοντα συντριβέντες τὰ σκέλη.

Ἀμφ’ ἐνάτῃ ἐάγῃ σκέλη ἀνδρῶν τεσσαράκοντα.



   Οἱ ἅγιοι τεσσαράκοντα μάρτυρες καταγόντουσαν ἀπὸ διάφορες πατρίδες, καὶ ἦσαν ὅλοι στρατιῶτες ὑπὸ ἕναν ἀρχιστράτηγο, στοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου, ἐν ἔτει τκ΄ (320). Ἀφοῦ πιάστηκαν γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ κ’ ἐξετάστηκαν, πρῶτα μὲν φορτώνονται ἁλυσίδες καὶ δεσμὰ καὶ παραδίδονται στὴν φυλακή, ἔπειτα δὲ χτυπιοῦνται μὲ πέτρες στὰ πρόσωπα καὶ στὰ στόματα· οἱ πέτρες, ὅμως, καθὼς ρίχνονταν πρὸς τοὺς μάρτυρες δὲν τοὺς χτυποῦσαν ἀλλὰ γύριζαν πίσω καὶ χτυποῦσαν ἐκείνους ποὺ τὶς ἔριχναν.

   Ἔπειτα, ἐνῶ ἦταν κρύο καὶ πάγος πολύ, καὶ μάλιστα στὴν χώρα τῆς Σεβαστείας ὅπου τὸ ψῦχος εἶναι ὑπερβολικό, καταδικάσθηκαν οἱ μακάριοι τοῦτοι μάρτυρες νὰ ριχτοῦν γυμνοὶ στὴν λίμνη τῆς πόλεως. Κι ἐπειδὴ ἕνας ἀπ’ τοὺς σαράντα μικροψύχησε καὶ πῆγε στὸ λουτρὸ ποὺ ἦταν ἀναμμένο ἐκεῖ κοντά, καὶ μόλις τὸν προσέβαλε ἡ θέρμη τοῦ λουτροῦ διαλύθηκε, γι’ αὐτὸ ὁ φύλακας, ὁ ὁποῖος φύλαγε ἔξω, βλέποντας τοῦτο μπῆκε μόνος του στὴν λίμνη καὶ ἀντὶ ἐκείνου τοῦ λιποτάκτου κατέστησε τὸν ἑαυτό του μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρες. Καὶ παρακινήθηκε σὲ τοῦτο ἀπ’ τὴν ἑξῆς αἰτία: Προτοῦ νὰ πάει ὁ λιγόψυχος ἐκεῖνος στὸ λουτρό, εἶδε ὁ φύλακας ἕνα οὐράνιο φῶς νὰ περικυκλώνει τοὺς ἁγίους μάρτυρες καὶ λαμπρὰ στεφάνια πάνω στὰ κεφάλια τοῦ καθενός, κι ἕνας μόνον ἀπ’ αὐτοὺς ἔμεινε ἀστεφάνωτος1.

   Κι ὅταν ξημέρωσε, ἐπειδὴ οἱ ἅγιοι ἦσαν μὲν λιποθυμισμένοι, ἀλλ’ ὅμως ἦσαν ἀκόμη ζωντανοί, συνετρίβησαν τὰ σκέλη τους κι ἔτσι παρέδωκαν τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ κ’ ἔλαβαν τ’ ἀμάραντα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Διότι, ἦταν πολὺ ἐπιθυμητὸς στοὺς τότε Χριστιανοὺς ὁ θάνατος ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τοῦτο:

   Ἕνας δηλαδὴ μάρτυς ἀπ’ τοὺς σαράντα, νέος στὴν ἡλικία, ποὺ ὀνομαζόταν Μελίτων, δὲν εἶχε πεθάνει. Γι’ αὐτὸ ὁ τύραννος πρόσταξε νὰ μὴ συντρίψουν τὰ σκέλη του, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀφήσουν ἀπείρακτον νομίζοντας ὅτι, ἐπειδὴ ἦταν νέος καὶ δυνατὸς στὸ σῶμα θὰ ζήσει, κ’ ἴσως μεταστραφεῖ ἀπ’ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι λοιπόν, βλέποντάς τον ἡ μητέρα του ἀκόμη ζωντανὸ καὶ φοβουμένη μήπως διὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ζωὴ δειλιάσει καὶ βρεθεῖ ἀνάξιος τῆς τιμῆς καὶ τάξεως τῶν συστρατιωτῶν του, στεκόταν κοντὰ στὸν γυιό της κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια της πρὸς αὐτὸν μὲ σχῆμα καὶ μὲ βλέμμα καὶ μὲ κάθε τρόπο φρόντιζε νὰ βάλει θάρρος κι ἀνδρεία στὴν καρδιά του, λέγοντας:

   – Παιδί μου γλυκύτατο, παιδὶ τοῦ οὐράνιου Πατέρα, λίγο ἀκόμη ὑπέμεινε, γιὰ νὰ γίνεις τέλειος μάρτυρας Χριστοῦ, μὴ φοβηθεῖς τὰ βασανιστήρια· ἰδοὺ ἀοράτως παρευρίσκεται ὁ Χριστὸς βοηθός· ἀκόμη λίγο, παιδί μου, καὶ πλέον δὲν θὰ λάβεις τίποτε λυπηρὸ οὔτε κανένα ἐπίπονο. Ὅλα τὰ βάσανα πέρασαν, ὅλα τὰ δεινὰ τὰ νίκησες μὲ τὴν ἀνδρεία σου· χαρὰ θὰ σὲ δεχθεῖ μετὰ ταῦτα, ἡδονή, ἄνεση, εὐφροσύνη, κι ἄλλα ἀγαθά, ποὺ θὰ τ’ ἀπολαύσεις συμβασιλεύοντας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ γίνεσαι πρεσβευτὴς σὲ Αὐτὸν καὶ γιὰ μένα τὴν μητέρα σου.

   Κ’ ἐπειδὴ εἶδε ἡ φιλόθεος μητέρα ὅτι οἱ στρατιῶτες ἔβαλαν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων ἐπάνω στὶς ἅμαξες, ἐνῶ τὸν γυιό της τὸν ἄφησαν μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως καὶ ζήσει, ἕνεκα τούτου, ἡ καλὴ καὶ ἀνδρεία μητέρα νομίζοντας τὴν ζωὴ αὐτὴ τοῦ γυιοῦ της ὅτι εἶναι περισσότερο θάνατος παρὰ ζωή, καταφρόνησε μὲν τὴν ἀσθένεια (ἀδυναμία) τῆς γυναῖκας, λησμόνησε δὲ καὶ τὰ σπλάγχνα τὰ μητρικὰ καὶ σηκώνοντας τὸν γυιό της ἐπάνω στοὺς ὤμους της ἀκολουθοῦσε μεγαλόψυχα πίσω ἀπὸ τὶς ἅμαξες. Διότι εἶχε ἡ μακαρία τὴν καρδιακὴ πληροφορία ὅτι τότε θὰ δεῖ ζωντανὸ τὸν γυιό της, ὅταν τὸν δεῖ γιὰ τὸν Χριστὸ πεθαμένο. Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι παρέδωκε τὴν ψυχή του μεταφερόμενος πάνω στοὺς ὤμους της, τότε, ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ κάθε φροντίδα χόρευε καὶ σκιρτοῦσε διὰ τοῦτο τὸ χαροποιὸ τέλος τοῦ γυιοῦ της. Καὶ φέρνοντας λοιπὸν τὸ τίμιο λείψανό του ἕως στὸν τόπο ποὺ ἦσαν τὰ ἄλλα λείψανα τῶν ἁγίων, ἐκεῖ ἀπέθεσε τὸ φίλτατο τέκνο της καὶ μὲ τοὺς ἄλλους συστρατιῶτες τὸ συναρίθμησε, γιὰ νὰ μὴ χωρισθεῖ τὸ σῶμά του ἀπ’ τὰ σώματα τῶν ἁγίων, μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ὁποίων φρόντιζε νὰ συναριθμήσει καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ γυιοῦ της.

   Κι ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες ἄναψαν μεγάλη πυρκαγιὰ κατέκαψαν τὰ σώματα τῶν ἁγίων. Ἔπειτα ὅ,τι ἔμεινε τὸ ἔριξαν στὸν ποταμὸ γιὰ νὰ μὴ τὰ λάβουν οἱ Χριστιανοί. Ἀλλ’ ὅμως κατὰ θεία οἰκονομία συνήχθησαν τ’ ἅγια λείψανα σ’ ἕνα γκρεμὸ τοῦ ποταμοῦ, τὰ ὁποῖα ἔλαβαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ τὰ χάρισαν στοὺς ὀρθοδόξους ὡς πλοῦτο ἀσύλητο. Τελεῖται δὲ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα τούτων ἡ σύναξη καὶ ἑορτὴ στὸν ἁγιώτατο καὶ μαρτυρικώτατο ναό τους, τὸν εὑρισκόμενο πλησίον στὸ Χάλκινο τετράπυλο. (Βλέπε τὸν κατὰ πλάτος Βίο αὐτῶν στὸν Νέον Θησαυρόν).


Ταῖς Αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 55-57. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Βλέπε καὶ τὸν μέγα Βασίλειο στὸ εἰς τοὺς Τεσσαράκοντα τούτους μάρτυρες ἐγκώμιο ποὺ λέγει ὅτι προτοῦ νὰ βγεῖ ὁ ὀλιγόψυχος ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν λίμνη εἶδε ὁ φύλακας τὰ ἀνωτέρω· διότι λέγει ἔτσι: «Ὡς δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο ὁ δὲ ἐπετήρει τὸ ἐκβησόμενον, εἶδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινὰς ἐξ οὐρανοῦ κατιούσας καὶ οἷον παρὰ βασιλέως δωρεὰς μεγάλας διανεμούσας τοῖς στρατιώταις, αἳ τοῖς μὲν ἄλλοις πᾶσι διήρουν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μόνον ἀφῆκαν ἀγέραστον ἀνάξιον κρίνασαι τῶν οὐρανίων τιμῶν. Ὃς εὐθὺς πρὸς τοὺς πόνους ἀπαγορεύσας, πρὸς τοὺς ἐναντίους ἀπηυτομόλησε». Σημείωσαι ὅτι ἐκ τοῦ ἐγκωμίου τούτου τοῦ πρὸς τοὺς τεσσαράκοντα τοῦ μεγάλου Βασιλείου αὐτολεξεὶ εἶναι ἐρανισμένα καὶ τὰ τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν ἁγίων· δηλαδή, τὸ «Φέροντες τὰ παρόντα γενναίως…» καὶ τὰ λοιπά. Σημείωσαι καὶ τοῦτο, ὅτι στὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων, ποὺ περιέχει τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα, ἀριθμοῦνται ὀνόματα τριανταεννέα καὶ ὄχι σαράντα. Λείπει δὲ τὸ ὄνομα τοῦ δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀντὶ τοῦ λιποτακτήσαντος εἰσῆλθε στὴν λίμνη καὶ ἤθλησε· ὀνομαζόταν δὲ Ἀγλάϊος, ὅπως στὸ κατὰ πλάτος Βίο τῶν ἁγίων ἀναφέρεται. Κ’ ἔτσι λοιπόν, πρέπει κι αὐτὸ νὰ προστίθεται ἐκεῖ ἀπαραιτήτως, γιὰ νὰ μὴν εἶναι κολοβὸς ὁ ἀριθμὸς τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων.