ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μάρκου ΙΕ΄ 43–47 καὶ ΙΣΤ΄ 1–8)
ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑΣ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*
Ἀκούσατε,
ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅλα τὰ περὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου
μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἀκούσατε δὲ καὶ τὸ ὅτι ὁ μὲν Ἰωσὴφ ἔγινε ὑπηρέτης τῆς ταφῆς,
οἱ δὲ Μυροφόρες πρῶτοι κήρυκες τῆς ἀναστάσεώς Του. Καλὸ εἶναι λοιπὸν κι ὠφέλιμο
τὸ νὰ ἐξετάσουμε γιὰ ποιὰ ἀρετὴ τοῦτοι οἱ ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν μιᾶς τόσο μεγάλης
χάριτος. Βλέπω ὅτι, γιὰ τοῦτο τὸ κατόρθωμα, ἡ ἀνδρεία ἦταν τόσο πολὺ ἀναγκαία, ὥστε
χωρὶς αὐτὴν διόλου δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκτελέσουν ἕνα τέτοιο ἔργο· ἐὰν ἦσαν
δειλοί, ἡ δειλία θὰ ἐμπόδιζε ὅλα ὅσα ἦσαν ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τελείωση τούτου τοῦ
ἔργου. Καὶ στ’ ἀλήθεια, ἡ ἀνδρεία εἶναι μητέρα πολλῶν κατορθωμάτων ἀρετῆς. Περὶ
τῆς ἀνδρείας λέω, ὄχι τῆς σωματικῆς, ἀλλὰ τῆς ψυχικῆς, ποὺ λέγεται καὶ μεγαλοψυχία. Τὴν σωματικὴ ἀνδρεία τὴν
γεννᾶ ἡ φύση, τὴν δὲ ψυχικὴ ἡ προαίρεση. Γι’ αὐτὸ οὐδεὶς δύναται νὰ γίνει
ἀνδρεῖος κατὰ φύση, ἔστω κι ἂν τὸ θέλει· γίνεται ὅμως, ὅποιος θέλει, μεγαλόψυχος.
Τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλοψυχίας εἶχε ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἁγίες Μυροφόρες. Τὸ γένος
τῶν Ἰουδαίων ἐξεμάνη καὶ φρύαξε κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γραμματεῖς, Φαρισαῖοι,
Νομοδιδάσκαλοι, Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, Ἀρχιερεῖς, τὸ συνέδριο ὅλο, ὡς στασιαστὴ
καὶ βλάσφημο τὸν παρέδωκαν στὸν θάνατο, ἅπαντες κραυγάζοντας μὲ μεγάλες φωνές· «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν.
ιθ΄ 15). Οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὸν ἄμετρο φθόνο τους
καὶ τὴν ὑπερβολική τους κακία, καὶ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσαν νὰ φονεύσουν.
Ἔτσι ἔφυγαν διὰ τὸν φόβο, διασκορπίσθηκαν, κι ἄφησαν μόνον τὸν διδάσκαλο. Δύο
μόνο, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος, τὸν ἀκολούθησαν· ἀλλὰ τὸν μὲν Ἰωάννη σκέπαζε ἡ
ἀρχιερατικὴ φιλία, ὁ δὲ Πέτρος, ἂν καὶ μετὰ προθυμίας πρῶτα ἀκολούθησε, ἔπειτα
ὅμως τόσο πολὺ φοβήθηκε, ὥστε μετὰ ἀναθέματος καὶ ὅρκου τρὶς τὸν ἀπαρνήθηκε. Ὁ
Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, ἔπρεπε νὰ παρουσιασθεῖ στὴν ἡγεμονικὴ
αὐλή, ὅπου πάντοτε συνέτρεχε τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων, καὶ νὰ ζητήσει ἀπ’ τὸν Πιλᾶτο
τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· καὶ τοῦτο τὸ ἔργο τὸν φανέρωνε μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ,
ζηλωτὴ καὶ ἀγαπῶντα τὸν Διδάσκαλό του περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους μαθητές
Του· τοῦτο δὲ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ διεγείρει ἐναντίον του τὴν καταδρομὴ καὶ τὶς
ἐπιβουλὲς τῶν Ἰουδαίων. Ἡ ἀποκαθήλωση τοῦ σώματος τοῦ Ζωοδότου μὲ τόση πολλὴ εὐλάβεια,
ἡ καθαρὴ σινδόνα, τὸ πελεκημένο πέτρινο μνημεῖο, ὁ μέγας λίθος ὁ ἐπὶ τῆς θύρας
τοῦ μνημείου, ἦσαν πληγὲς στὴν καρδιὰ τῶν φθονερῶν Ἰουδαίων. Ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ
λοιπόν, τίποτ’ ἄλλο δὲν περίμενε ὁ Ἰωσήφ, εἰμὴ διωγμοὺς καὶ κίνδυνο τῆς ἴδιας τῆς
ζωῆς του. Αὐτὸς ὅμως μεγαλοψυχεῖ, τολμᾶ, ἔρχεται πρὸς τὸν Πιλᾶτο, παρουσιάζεται
μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ζητεῖ καὶ λαμβάνει τὸ σῶμα αὐτοῦ. Ἡ δὲ μεγαλοψυχία τὸν κατέστησε
ὑπηρέτη τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Ταφῆς τοῦ Δεσπότου τῶν ἁπάντων· αὐτὸς ἐλέησε
τὸν ἐλεήσαντα τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων· τύλιξε σὲ σινδόνα τὸν περιβάλλοντα τὸν οὐρανὸν
ἐν νεφέλαις· χάρισε μνημεῖο στὸν ἐγείραντα ἐκ μνημάτων τοὺς νεκρούς· ἔθαψε τὸν
θάψαντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἰωσὴφ
τρισμακάριε, σεβάσμια τὰ χέρια σου, ποὺ ψηλάφησαν τοῦ Κυρίου τὸ σῶμα! Σεπτά
σου τὰ μάτια, ποὺ εἴδανε νεκρόν, γυμνὸν ἁπλωμένον τὸν Μονογενῆ τοῦ Θεοῦ Υἱόν! Ἅγιο
τὸ στόμα σου ποὺ ἀσπάσθηκε τὰ πόδια τοῦ Ζωοδότου! Ὢ ἀρετὴ ἔνδοξη, ὢ χάρις ἐξαίσια, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ὁ γενναιόφρων Ἰωσήφ!