Κυριακή 19 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑΣ




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

(Μάρκου ΙΕ΄ 43–47 καὶ ΙΣΤ΄ 1–8)

 

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   κούσατε, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅλα τὰ περὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἀκούσατε δὲ καὶ τὸ ὅτι ὁ μὲν Ἰωσὴφ ἔγινε ὑπηρέτης τῆς ταφῆς, οἱ δὲ Μυροφόρες πρῶτοι κήρυκες τῆς ἀναστάσεώς Του. Καλὸ εἶναι λοιπὸν κι ὠφέλιμο τὸ νὰ ἐξετάσουμε γιὰ ποιὰ ἀρετὴ τοῦτοι οἱ ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν μιᾶς τόσο μεγάλης χάριτος. Βλέπω ὅτι, γιὰ τοῦτο τὸ κατόρθωμα, ἡ ἀνδρεία ἦταν τόσο πολὺ ἀναγκαία, ὥστε χωρὶς αὐτὴν διόλου δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκτελέσουν ἕνα τέτοιο ἔργο· ἐὰν ἦσαν δειλοί, ἡ δειλία θὰ ἐμπόδιζε ὅλα ὅσα ἦσαν ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τελείωση τούτου τοῦ ἔργου. Καὶ στ’ ἀλήθεια, ἡ ἀνδρεία εἶναι μητέρα πολλῶν κατορθωμάτων ἀρετῆς. Περὶ τῆς ἀνδρείας λέω, ὄχι τῆς σωματικῆς, ἀλλὰ τῆς ψυχικῆς, ποὺ λέγεται καὶ μεγαλοψυχία. Τὴν σωματικὴ ἀνδρεία τὴν γεννᾶ ἡ φύση, τὴν δὲ ψυχικὴ ἡ προαίρεση. Γι’ αὐτὸ οὐδεὶς δύναται νὰ γίνει ἀνδρεῖος κατὰ φύση, ἔστω κι ἂν τὸ θέλει· γίνεται ὅμως, ὅποιος θέλει, μεγαλόψυχος. Τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλοψυχίας εἶχε ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἁγίες Μυροφόρες. Τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων ἐξεμάνη καὶ φρύαξε κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γραμματεῖς, Φαρισαῖοι, Νομοδιδάσκαλοι, Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, Ἀρχιερεῖς, τὸ συνέδριο ὅλο, ὡς στασιαστὴ καὶ βλάσφημο τὸν παρέδωκαν στὸν θάνατο, ἅπαντες κραυγάζοντας μὲ μεγάλες φωνές· «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. ιθ΄ 15). Οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὸν ἄμετρο φθόνο τους καὶ τὴν ὑπερβολική τους κακία, καὶ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσαν νὰ φονεύσουν. Ἔτσι ἔφυγαν διὰ τὸν φόβο, διασκορπίσθηκαν, κι ἄφησαν μόνον τὸν διδάσκαλο. Δύο μόνο, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος, τὸν ἀκολούθησαν· ἀλλὰ τὸν μὲν Ἰωάννη σκέπαζε ἡ ἀρχιερατικὴ φιλία, ὁ δὲ Πέτρος, ἂν καὶ μετὰ προθυμίας πρῶτα ἀκολούθησε, ἔπειτα ὅμως τόσο πολὺ φοβήθηκε, ὥστε μετὰ ἀναθέματος καὶ ὅρκου τρὶς τὸν ἀπαρνήθηκε. Ὁ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, ἔπρεπε νὰ παρουσιασθεῖ στὴν ἡγεμονικὴ αὐλή, ὅπου πάντοτε συνέτρεχε τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων, καὶ νὰ ζητήσει ἀπ’ τὸν Πιλᾶτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· καὶ τοῦτο τὸ ἔργο τὸν φανέρωνε μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, ζηλωτὴ καὶ ἀγαπῶντα τὸν Διδάσκαλό του περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους μαθητές Του· τοῦτο δὲ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ διεγείρει ἐναντίον του τὴν καταδρομὴ καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν Ἰουδαίων. Ἡ ἀποκαθήλωση τοῦ σώματος τοῦ Ζωοδότου μὲ τόση πολλὴ εὐλάβεια, ἡ καθαρὴ σινδόνα, τὸ πελεκημένο πέτρινο μνημεῖο, ὁ μέγας λίθος ὁ ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ μνημείου, ἦσαν πληγὲς στὴν καρδιὰ τῶν φθονερῶν Ἰουδαίων. Ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ λοιπόν, τίποτ’ ἄλλο δὲν περίμενε ὁ Ἰωσήφ, εἰμὴ διωγμοὺς καὶ κίνδυνο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του. Αὐτὸς ὅμως μεγαλοψυχεῖ, τολμᾶ, ἔρχεται πρὸς τὸν Πιλᾶτο, παρουσιάζεται μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ζητεῖ καὶ λαμβάνει τὸ σῶμα αὐτοῦ. Ἡ δὲ μεγαλοψυχία τὸν κατέστησε ὑπηρέτη τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Ταφῆς τοῦ Δεσπότου τῶν ἁπάντων· αὐτὸς ἐλέησε τὸν ἐλεήσαντα τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων· τύλιξε σὲ σινδόνα τὸν περιβάλλοντα τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις· χάρισε μνημεῖο στὸν ἐγείραντα ἐκ μνημάτων τοὺς νεκρούς· ἔθαψε τὸν θάψαντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἰωσὴφ τρισμακάριε, σεβάσμια τὰ χέρια σου, ποὺ ψηλάφησαν τοῦ Κυρίου τὸ σῶμα! Σεπτά σου τὰ μάτια, ποὺ εἴδανε νεκρόν, γυμνὸν ἁπλωμένον τὸν Μονογενῆ τοῦ Θεοῦ Υἱόν! Ἅγιο τὸ στόμα σου ποὺ ἀσπάσθηκε τὰ πόδια τοῦ Ζωοδότου! Ὢ ἀρετὴ ἔνδοξη, ὢ χάρις ἐξαίσια, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ὁ γενναιόφρων Ἰωσήφ!

   Ἀλλὰ καὶ τῶν Μυροφόρων ἡ μεγαλοψυχία θαυμαστὴ καὶ μεγάλη. Οἱ γυναῖκες εἶναι φύσει ἀσθενεῖς καὶ δειλές· πολλὲς φορὲς φοβοῦνται, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος. Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, πάνω ἀπ’ τὴν γυναικεία φύση μεγαλόψυχες καὶ τῶν ἀνδρῶν ἀνδρειότερες, οὔτε γιὰ τὸν διωγμὸ τῶν Ἰουδαίων δειλιάζουν, οὔτε ἡ αὐθάδεια τῶν στρατιωτῶν τὶς φοβίζει, οὔτε ἡ κουστωδία ταράζει τὴν καρδιά τους. Οἱ μαθητές, ἐνῶ εἶναι ἄνδρες, φοβοῦνται· οἱ Μυροφόρες, ἐνῶ εἶναι γυναῖκες, τολμοῦν. Τοῦτοι φεύγουν, ἐκεῖνες ἔρχονται· τοῦτοι σκορπίζονται, ἐκεῖνες συνάζονται· τοῦτοι κρύβονται, ἐκεῖνες παρουσιάζονται, ἔρχονται στὸ μυροπωλεῖο, ἀγοράζουν παρὰ τοῦ μυρεψοῦ ἀρώματα καὶ μύρα, ἔπειτα, βαστάζοντας αὐτά, τρέχουν οἱ τρισμακάριες πρόθυμα, γιὰ ν’ ἀλείψουν τὸ ζωηφόρο σῶμα. Ὢ γυναῖκες πανσεβάσμιες, καὶ πῶς δὲν φοβεῖσθε μόνες νὰ περπατᾶτε τὴν νύκτα; Καὶ πῶς τολμᾶτε νὰ πλησιάσετε στὸν τόπο, ποὺ φυλάσσουν βασιλικοὶ στρατιῶτες; Καὶ πῶς δὲν τρομάζετε, ἀλλὰ ζητεῖτε ν’ ἀποκυλίσετε τὸν λίθο, καὶ νὰ λύσετε τὶς σφραγῖδες, καὶ ν’ ἀνοίξετε τὸν Τάφο, καὶ ν’ ἀλείψετε τὸ θαμμένο τοῦ Κυρίου σῶμα; Μεγάλων ἀληθῶς χαρισμάτων ἀξιωθήκατε γιὰ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς σας! Αὐτές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐπειδή, ἀπέρριψαν κάθε δειλία καὶ φόβο, κ’ ἔγιναν ἀνδρεῖες καὶ μεγαλόψυχες, εἶδαν τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ μίλησαν μαζί τους· πρῶτες ἄκουσαν τῆς Ἀναστάσεως τὰ Εὐαγγέλια, πρῶτες συνάντησαν τὸν ἐκ νεκρῶν Ἀναστάντα Σωτῆρα, πρῶτες εὐαγγελίσθηκαν στοὺς μαθητὲς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

   ἀνδρεία τῆς ψυχῆς, χριστιανοί, γίνεται πρόξενος πολλῶν ἀρετῶν, καθὼς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἡ μικροψυχία κι ὁ φόβος ἐμποδίζει τὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Διὰ τοῦτο ἀκοῦμε τὸν μὲν Μωϋσῆ νὰ παραγγέλλει στὸν μαθητή του, τὸν Ἰησοῦ· «ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε» (Δευτερ. λα΄ 7), τὸν δὲ Δαβὶδ στὸν υἱό του Σολομῶντα· «ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου καὶ ποίει, μὴ φοβοῦ» (Α΄ Παραλ. κη΄ 20). Καὶ ὁ Κύριος τῶν ἁπάντων καὶ Δεσπότης Θεὸς τὸ αὐτὸ παράγγελμα ἔδωκε πρῶτα μὲν στὸν αὐτὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ λέγοντας: «Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου» (Ἰησ. α΄ 7)· «μὴ φοβηθῇς μηδὲ δειλιάσῃς» (αὐτόθι η΄ 1). Ἔπειτα καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς μαθητές του, ὅταν τοὺς ἀπέστειλε γιὰ τὸ μέγα κ’ ἐξαίσιο κατόρθωμα τῆς ἀρετῆς, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πάσης τῆς οἰκουμένης «μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς», εἶπε, «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι΄ 26, 28). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολός Του δίδασκε ὅσους πίστεψαν γράφοντας: «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α΄ Κορ. ιστ΄ 13).

   Βλέπετε τὸν Μωϋσῆ; Αὐτός, ὅταν φοβήθηκε τὸν Φαραώ, ἔφυγε ἀπ’ τὴν Αἴγυπτο, ἦλθε στὴν γῆ Μαδιάμ, κρύφτηκε κοντὰ στὸν Ἰωθώρ, καί ’κεῖ κανένα ἔργο θαυμαστὸ δὲν κατόρθωσε. Ὅταν ὅμως ἔλαβε ἀνδρεία καὶ ντύθηκε τὴν μεγαλοψυχία, τότε ἀφοῦ κατέβηκε στὴν Αἴγυπτο, παρουσιάστηκε στὸν Φαραώ, ἔκανε τὰ μεγάλα θαύματα, λύτρωσε ἀπ’ τὴν δουλεία τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ, ἔσχισε τὴν θάλασσα καὶ διαπέρασε τὸν λαό, κτύπησε τὴν πέτρα καὶ ἐξήγαγε ὔδωρ, ἄνοιξε τὶς θύρες τ’ οὐρανοῦ καὶ κατέβασε τὸ Μάννα, ἔφερε τὴν ὀρτυγομήτρα, νήστεψε σαράντα ἡμερονύκτια, ἔλαβε τὶς πλάκες τοῦ νόμου, ὑπέμεινε τὴν αὐθάδεια τοῦ λαοῦ, ἐποίμανε ἕνα τόσο σκληροτράχηλο πλῆθος, κατόρθωσε τόσες μεγάλες καὶ πολλὲς ἀρετές, τέλεσε τόσα φοβερὰ κ’ ἐξαίσια θαύματα.

   Δὲς τὸν Ἠλία· ὅταν μεγαλοψυχεῖ, ἐλέγχει τοῦ Ἀχαὰβ τὴν ἀσέβεια, καὶ στηλιτεύει τοῦ ψευδωνύμου Θεοῦ τὴν ἀδυναμία· ἐκπομπεύει τὴν ἀπάτη τῶν ψευδοϊερέων καὶ κηρύττει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως· ἀποδεικνύει ἐμπράκτως ποιός ὁ ἀληθινὸς Θεός, κ’ ἐπιστρέφει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ Βάαλ. Ἀκοῦτε κατορθώματα ἀρετῆς θαυμαστὰ κ’ ἔνδοξα; Ἀλλ’ ὅταν ὁ φόβος τῶν ἀπειλῶν τῆς πονηρῆς Ἰεζάβελ κατακυρίεψε τὴν καρδιά του, τότε ἔφυγε στὴν ἔρημο, κρύφτηκε στὰ σπήλαια, ἐπικαλέσθηκε τὸν θάνατο, κ’ ἔπαψε τὰ κατορθώματα τῶν μεγάλων ἀρετῶν.

   Ἐὰν δὲ καὶ τῶν θείων Ἀποστόλων τὰ ὑπεράνθρωπα ἀγωνίσματα, καὶ τῶν ἁγίων μαρτύρων τὰ ὑπὲρ φύσιν ἆθλα, καὶ τῶν ὁσίων ἀσκητῶν τ’ ἀνεκδιήγητα παλαίσματα, καὶ πάντων τῶν ἁγίων τὰ ἐξαίσια κατορθώματα στοχαστοῦμε, βλέπουμε καθαρὰ ὅτι ὅλα εἶναι καρπὸς τῆς ἀνδρείας καὶ γενναιότητας. Ὅσοι δείλιασαν ἢ φοβήθηκαν, ἀπὸ τούτους ἄλλοι μὲν κανένα ἔργο θεοφιλὲς δὲν τελείωσαν, ἄλλοι δὲ ἔπεσαν πτῶμα ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.

   Βλέπει μερικὲς φορὲς τοῦτο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κάθε ἄνθρωπος μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ ψηλαφεῖ. Ἐνῶ εἶσαι πεσμένος στὴν ἁμαρτία, ὁ Θεὸς διὰ τὸ ἄπειρό Του ἔλεος σοῦ στέλνει φωτισμό, γνωρίζεις τὴν ἁμαρτία σου καὶ τὴν βλάβη τῆς ψυχῆς σου, κι ἀποφασίζεις νὰ προσδράμεις στὴν μετάνοια. Ἀλλ’ ἰδοὺ ἔρχεται ἀμέσως στὴν καρδιά σου ἡ δειλία. Καὶ πῶς μπορῶ, λές, ν’ ἀποστραφῶ ἐκεῖνο τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο; Καὶ πῶς ν’ ἀντισταθῶ στὸν πόλεμο τῆς σάρκας; Καὶ πῶς ν’ ἀφήσω τὴν πολυχρόνια συνήθεια; Ἐν τούτοις, ἐὰν μεγαλοψυχήσεις, νικᾶς, φεύγεις ἀπ’ τὴν ἁμαρτία, κερδίζεις τὸν παράδεισο. Ἐὰν δειλιάσεις καὶ φοβηθεῖς, νικιέσαι, μένεις ἀμετανόητος, κληρονομεῖς τὴν κόλαση. Ἀκοῦς τὴν φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου· «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Ματθ. ε΄ 44)· θέλεις, ὡς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, νὰ συγχωρήσεις τὸν ἐχθρό σου, ἀλλ’ ἰδοὺ εὐθὺς ὁ πόλεμος τοῦ κόσμου: Αὐτό, λέει, θἆναι ἀτιμία σου· ἐὰν δὲν ἐκδικηθεῖς σήμερα, αὔριο κι ἄλλοι θὰ σ’ ἐπιβουλεύονται καὶ θὰ γίνεις παίγνιο τῶν ἀνθρώπων κι ὄνειδος τοῦ κόσμου. Ἐὰν σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο μεγαλοψυχήσεις, συγχωρεῖς τὸν ἐχθρό, μένεις εἰρηνικὸς καὶ ἥσυχος, καὶ λαμβάνεις παρὰ Θεοῦ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου· ἐὰν μικροψυχήσεις, μένει τὸ μῖσος καὶ ἡ ταραχὴ στὴν καρδιά σου, καὶ κατακρίνεται ἡ ψυχή σου. Τοῦτος, ὁ δειλός, φοβᾶται νὰ μὴ πτωχεύσει, γι’ αὐτὸ δὲν ἁπλώνει τὸ χέρι του σὲ βοήθεια τοῦ φτωχοῦ· ἐκεῖνος, ὁ μεγαλόψυχος, ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὅλη τὴν ἡμέρα. Τοῦτος κρεοφαγεῖ στὶς νηστήσιμες ἡμέρες, ἐπειδὴ φοβᾶται ὅτι θὰ βλάψει την ὑγεία του ἡ ἐγκράτεια· ἐκεῖνος διώχνει ἔξω τὸν φόβο, κ’ ἐγκρατεύεται μεγαλοψύχως. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὶς ἄλλες ἀρετές.

   Ὁ θεηγόρος Παῦλος κηρύττει ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ εἶναι στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι πρὸς μὲν τὸν Τιμόθεο γράφει· «Σὺ οὖν κακοπάθησον, ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Τιμοθ. β΄ 3), πρὸς δὲ τοὺς Ἐφεσίους παραγγέλλει, ν’ ἀναλάβουν θυρεὸ (ἀσπίδα) καὶ περικεφαλαία καὶ μάχαιρα (Ἐφεσ. στ΄ 16, 17) κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶναι τρεῖς, ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας, ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου, οἱ πειρασμοὶ τοῦ Διαβόλου, καὶ μᾶς πολεμοῦν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας. «Ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου τὰς ἡμέρας μου» (Ψαλμ. λη΄ 6). Ὅπως λοιπὸν στοὺς κοσμικοὺς πολέμους, ἔτσι καὶ στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες χωρὶς τὴν ἀνδρεία τίποτε δὲν κατορθώνεται. Ὁ στρατιώτης ὁ δειλὸς οὐδέποτε νικᾶ τὸν ἐχθρό του· ὁ μικρόψυχος χριστιανὸς οὐδέποτε θριαμβεύει κατὰ τῶν πολεμούντων τὴν ψυχή του. Ὁ στρατιώτης ὁ ἀνδρεῖος κερδίζει τὰ τρόπαια τῆς νίκης· ὁ μεγαλόψυχος χριστιανὸς ἐκτελεῖ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς ἀρετῆς.

   Ἀλλὰ γιατί εἴμαστε δειλοὶ στὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς; Τί δειλιάζεις, ἀδελφέ; Γίνε δειλός, ὅταν σκέφτεσαι νὰ πράξεις τὴν ἁμαρτία, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰσχύνη καὶ ὄνειδος· «αἰσχυνθήτωσαν», λέει ὁ προφήτης, «οἱ ἀνομοῦντες διακενῆς», δηλαδή· καταντροπιάσθηκαν οἱ παρανομοῦντες, χωρὶς μάλιστα καὶ ν’ ἀποκομίζουν κανένα κέρδος (αὐτόθι κδ΄ 3). Γιὰ τὴν ἁμαρτία ἐλέγχει ὁ Θεὸς καὶ παιδεύει αὐστηρότατα. «Ἐν ἐλεγμοῖς ὑπὲρ ἀνομίας ἐπαίδευσας ἄνθρωπον, καὶ ἐξέτηξας ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν αὐτοῦ», δηλαδή· μὲ τιμωρίες παιδαγωγεῖς τὸν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, καὶ σὰν ἱστὸ ἀράχνης εὔθραυστο κάνεις τὴν ζωή του (αὐτόθι λη΄ 12)· γιὰ τὴν ἁμαρτία παιδεύουν καὶ οἱ πολιτικοὶ νόμοι. Γιατί ντρέπεσαι, ἢ φοβᾶσαι νὰ πράξεις τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ; Ἡ ἀρετὴ εἶναι δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἔπαινος· ποιόν φοβᾶσαι ὅταν πράττεις τὰ καλὰ ἔργα; Τότε «Κύριος φωτισμός σου καὶ Σωτήρ σου, τίνα φοβηθήσῃ; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς σου, ἀπὸ τίνος δειλιάσεις;» (αὐτόθι κστ΄ 1). Τί φοβᾶσαι; Τὸν κόσμο; Ἀλλ’ ἡ ἀρετὴ εἶναι πρᾶγμα καὶ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἐπαινούμενο καὶ θαυμαζόμενο· τὴν ἀρετὴ καὶ οἱ ἐχθροὶ τὴν ἐπαινοῦν καὶ τὴν εὐλαβοῦνται. Τί φοβᾶσαι; Τὸν πόλεμο τῆς σάρκας; Ἀλλ’ οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέει ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος, ἔχουν τόση ἰσχύ, ὥστε σταυρώνουν «τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε΄ 24). Φοβᾶσαι ἴσως τὶς παγίδες τῶν δαιμόνων; Νὰ μὴ φοβηθεῖς καθόλου τὸ πρόσωπο αὐτῶν· «οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ», δηλαδή· δὲν θὰ φοβηθεῖς ἀπὸ κίνδυνο νυκτερινό, οὔτε ἀπὸ βέλος ποὺ ρίχνεται ἐναντίον σου· οὔτε ἀπὸ κανένα δυσάρεστο γεγονὸς τῆς ἡμέρας, ἢ ἀπὸ δαιμόνιο πονηρό, ποὺ ἐνεργεῖ τὸ μεσημέρι (Ψαλ. Ϟ΄ 5, 6). Κἂν χιλιάδες, κἂν μυριάδες δαιμόνων ἔλθουν σὲ σένα, ἐκ πλαγίου ἔρχονται, καί, μὴ μπορῶντας νὰ σταθοῦν πλησίον σου, πέφτουν· «πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ», δηλαδή· χίλιοι θὰ πέσουν νεκροὶ ἀπ’ τ’ ἀριστερά σου καὶ χιλιάδες χιλιάδων ἀπ’ τὰ δεξιά σου, ἀλλὰ σὲ σένα οὔτε κἂν θὰ σ’ ἀγγίξει τὸ κακό (αὐτόθι Ϟ΄ 7). Στέλνει ὁ Θεὸς τοὺς ἀγγέλους Του, γιὰ νὰ σὲ διαφυλάξουν ἀπὸ παντὸς κακοῦ συναπαντήματος κι ἀπὸ πάσης ἐπηρείας καὶ βλάβης· «ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου· ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μή ποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου», δηλαδή· διότι θὰ δώσει ἐντολὴ στοὺς ἀγγέλους του γιὰ σένα νὰ σὲ προφυλάξουν σ’ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς σου· θὰ σὲ ἀναλάβουν οἱ ἄγγελοι στὰ χέρια τους καὶ θὰ σὲ καθοδηγοῦν, ὥστε οὔτε τὸ ἕνα σου πόδι νὰ μὴ σκοντάψει σὲ κανένα λίθο (αὐτόθι Ϟ΄ 11, 12). Ὅποιος ἐργάζεται τὰ καλὰ ἔργα, ἐκεῖνος εἶναι ἔνδοξος, τίμιος, πανευτυχής, εἰρηνικὸς καὶ μακάριος, διότι «δόξα» λέει ὁ θεοφάντωρ Ἀπόστολος, «καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (Ρωμ. δ΄ 10).

 

 

* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Μόσχᾳ 1837, τόμ. Α΄, σελ. 36–39. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).