Κυριακή 26 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

(Ἰωάννου Ε΄ 1–15)


ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*



   Μία ἆραγε καὶ μόνη ἦταν ἡ ἁμαρτία τοῦ Παραλύτου ἢ πολλές; Κ’ ἐὰν μία, ποιά ἆραγε ἡ ἁμαρτία αὐτή; Περιττὴ κι ἀνωφελὴς εἶναι ἡ ἐξέταση περὶ ἐκείνων τῶν πραγμάτων, ὅσα ἡ θεία Γραφὴ παντελῶς ἐσιώπησε. Τὸ «ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» οὐδὲν ἄλλο σημαίνει, εἰμὴ ὅτι γιὰ τὶς ἁμαρτίες του ὁ Παράλυτος βασανιζόταν τριανταοκτὼ ἔτη. Καὶ τό, ποιά ἦταν ἡ ἁμαρτία του, ἐπίτηδες ἐσιώπησε ὁ Εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὄχι μόνο γιὰ ’κείνη τὴν ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἔπραξε ὁ Παράλυτος, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄλλη παιδεύει ὁ Θεὸς τὸν ἀμετανόητο ἁμαρτωλό.

   Ὅταν ἐμεῖς στοχαστοῦμε ὅτι οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος μπόρεσε νὰ θεραπεύσει τὴν πληγὴ τῆς πρώτης ἁμαρτίας τῶν δύο Προπατόρων· ὅταν στοχαστοῦμε ὅτι, γιὰ τὴν συγχώρηση τῆς ἁμαρτίας, ἦταν ἀναγκαία συγκατάβαση θεϊκὴ ἄνωθεν, καὶ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ πάθος, καὶ σταυρός, καὶ αἷμα, καὶ θάνατος, τότε γνωρίζουμε καθαρὰ πόσο εἶναι τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Τοῦτο μόνο τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νὰ συνενώσει πάλι τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ δύναμη δὲ καὶ ἡ χάρις τούτου τοῦ ἀτίμητου αἵματος, τοῦ μέχρι σήμερα ἐκχυνομένου στὰ θυσιαστήρια τῶν ὀρθοδόξων, μᾶς καθαρίζει ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας. «Καὶ τὸ αἷμα», λέει ὁ ἐπιστήθιος Ἰωάννης, «Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Καθολ. Ἰωάν. α΄ 7).

   Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράβαση νόμου. Καὶ βλέπουμε τρία πράγματα στὴν παράβαση τοῦ νόμου· νομοδότη, νόμο, καὶ νόμου παραβάτη. Ὅσο ἐξετάζεις τὸ καθένα ἀπὸ τοῦτα, τόσο περισσότερο διακρίνεις πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία.

   νομοδότης εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐποίησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς. Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴν γῆ, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, φύσηξε στὸ πρόσωπο αὐτοῦ πνοὴ ζωῆς, ἐποίησε αὐτὸν κατ’ εἰκόνα Του, τὸν ἔβαλε στὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, τὸν κατέστησε κύριο καὶ βασιλέα ὅλης τῆς γῆς καὶ ὑπέταξε πάντα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια (ἀπ’ τὴν ἐξουσία) του (Ψαλ. η΄ 7)· Αὐτός, γιὰ τὴν ἀπάτη τοῦ ἁμαρτήσαντος ἀνθρώπου καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του κατέβηκε στὴν γῆ, σαρκώθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔπαθε ὡς κατάδικος, πέθανε πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ νομοδότης, εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο λατρεύουν ἄγγελοι, ὑπακούει ἡ κτίση, φρίττουν τὰ στοιχεῖα, τρέμουν οἱ δαίμονες. Ὁ νομοδότης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διὰ νεύματος καὶ μόνο μεταβάλλει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὰ καταχθόνια, καὶ πάντα τὰ ὁρατὰ καὶ τ’ ἀόρατα. Ὁ νομοδότης εἶναι ὁ δικαιότατος κριτὴς καὶ συνάμα ὁ συμπαθέστατος Θεός, ὁ ὁποῖος ὑπόσχεται βασιλεία αἰώνια σ’ ὅσους φυλάττουν τὸν νόμο Του, καὶ κόλαση ἀτελεύτητη σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν παραβαίνουν. Τοῦ νομοδότου λοιπὸν τὸ πρόσωπο πανυπέρτιμο, ἡ δύναμη ἄπειρη, ἡ δόξα ἀνέκφραστη, τὸ ἀξίωμα ὑπερσέβαστο, ἡ ἐξουσία ἀπεριόριστη, ἡ ἀγαθότητα ἄμετρη, ἡ δικαιοσύνη ἀσύγκριτη, ἡ εὐεργεσία ἀτελεύτητη, ἡ κρίση ἀδυσώπητη.

   Ὁ δὲ νόμος, τὸν ὁποῖο ὁ Θεός, ὁ νομοδότης, ἔδωκε στοὺς ἀνθρώπους, ὅλος ἀποβλέπει πρὸς τὴν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸς εἶναι λύχνος καὶ φῶς. «Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου», δηλαδή· λύχνος στὴν πορεία τῆς ζωῆς μου εἶναι ὁ νόμος σου καὶ φῶς στοὺς δρόμους μου (Ψαλμ. ριη΄ 105). Ὡς λύχνος φωτίζει τὸν νοῦ σου, γιὰ νὰ πολιτεύεσαι καλῶς· καὶ ὡς φῶς σὲ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Καὶ βλέπε τί κερδίζουν σὲ τοῦτον τὸν πρόσκαιρο κόσμο ὅσοι φυλάττουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ πόσο ζημιώνονται ὅσοι τὸν καταφρονοῦν. Ποιούς εὐλαβεῖται ὁ κόσμος; Τοὺς κλέφτες κι ἅρπαγες, ἢ ἐκείνους ποὺ δικαιοπράττουν καὶ δὲν ἀγαποῦν τὰ ξένα πράγματα; Ποιούς σέβεται ὁ κόσμος; Τοὺς μοιχοὺς κι ἀσελγεῖς, ἢ τοὺς ἐγκρατεῖς καὶ σώφρονες; Σὲ ποιόν ἐμπιστεύεσαι τὸ ἀργύριό σου (τὰ χρήματά σου); Στοὺς ληστές, στοὺς φονεῖς, στοὺς ψευδομάρτυρες, ἢ σ’ αὐτοὺς ποὺ κανένα δὲν βλάπτουν κ’ εὐεργετοῦν τὸν πλησίον τους καὶ μισοῦν τὸ ψεῦδος; Ποιόν ἐπαινοῦμε; Τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τιμᾶ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ἢ ἐκεῖνον ποὺ καταφρονεῖ καὶ βρίζει τοὺς γονεῖς του; Ὅλος ὁ κόσμος, ἀδελφοί, τοὺς μὲν φύλακες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ τιμᾶ κ’ ἐπαινεῖ, αὐτοὺς ἐμπιστεύεται, σ’ αὐτοὺς δανείζει καὶ μὲ κάθε τρόπο βοηθεῖ· τοὺς δὲ παραβάτες τοῦ νόμου κατηγορεῖ, ὑποπτεύεται κι ἀποφεύγει. Ἔχουν λοιπὸν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ἀνταποδόσεως στὸν κόσμο τοῦτο τὶς τιμὲς καὶ περιποιήσεις τῶν ἀνθρώπων, καὶ μετὰ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ τοὺς περιμένει χαρὰ ἀνεκλάλητη, καὶ φῶς ἀνέσπερο, καὶ βασιλεία οὐρανῶν, καὶ ζωὴ αἰώνια. «Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολὰς» (Ματθ. ιθ΄ 17).

   Καὶ παρατήρησε τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Περιέκλεισε ὅλες τὶς ἐντολὲς του σὲ μιὰ ἀρετή, τὴν ἀγάπη· διότι «πλήρωμα νόμου ἡ ἀγάπη» (Ρωμ. ιγ΄ 10)· κι ἔτσι κατέστησε τὸν νόμο Του ὄχι μόνον ὠφελιμώτατο, ἀλλὰ κ’ ἐλαφρὸ κ’ εὔκολο· γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε· «Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια΄ 30). Καὶ στ’ ἀλήθεια, ποιά δυσκολία ἢ ποιό βάρος ἔχει ἡ γλυκυτάτη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης; Γι’ αὐτὴν οὔτε κόποι ζητοῦνται, οὔτε ἱδρῶτες χύνονται· νὰ θέλεις μόνο, κ’ εὐθὺς ἀγάπησες. Κι ὅταν τὸ θεόσδοτο τοῦτο φυτὸ τῆς ἀγάπης φυτευθεῖ καὶ ριζώσει στὴν καρδιά σου, καρποφορεῖ στὴν ψυχή σου τὴν χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν μακροθυμία, τὴν χρηστότητα καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ λοιπὸν εἶναι ὠφέλιμος στὴν παροῦσα ζωή, σωτήριος στὴν μέλλουσα, ἐλαφρὸς κ’ εὔκολος στὴν πράξη, γλυκὺς καὶ καρποφόρος στὴν καρδιά. Τοῦτο εἶναι ὁ νομοδότης καὶ ὁ νόμος. Ἀκοῦστε ὅμως καὶ τὸ ποιός εἶναι ὁ παραβάτης τοῦ νόμου.

   Παραβάτης εἶναι ὁ περιφρονητὴς τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος λέγεται καὶ ἁμαρτωλός. Κ’ ἐπειδὴ ἡ περιφρόνηση τοῦ νόμου ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο τοῦ νομοδότου, φανερὸν εἶναι ὅτι ὁ ἁμαρτάνων συγκατατίθεται νὰ περιφρονήσει τὸν Θεό. Ἁμαρτωλὲ λοιπὸν ἄθλιε, σὺ τὸ πλάσμα τολμᾶς κατὰ τοῦ πλάστου σου; Σύ, κατὰ τοῦ Σωτῆρα σου; Σύ, κατὰ τοῦ κριτοῦ σου; Ἐὰν ὁ νόμος ἦταν δύσκολος, θἆχες πρόφαση τὴν ἀδυναμία σου· ἐὰν ὁ νόμος ἦταν βλαβερός, θἆχες ἀπολογία τὸν φόβο σου· ἀλλ’ ὁ νόμος εἶναι εὔκολος, ὁ νόμος εἶναι ὠφέλιμος καὶ σωτήριος· οὐδεμία λοιπὸν ἔχεις πρόφαση ἢ ἀπολογία. Δικαίως λοιπὸν ὁ Θεὸς τόσο πολὺ ἀγανακτεῖ κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ μὲ τόση αὐστηρότητα παιδεύει τοὺς ἁμαρτάνοντες.

   Ἀνοίγουν οἱ καταρράκτες τ’ οὐρανοῦ καὶ καταποντίζεται ἀπὸ τὸ ὕδωρ πᾶσα ἡ γῆ· βρέχουν πῦρ τὰ νέφη καὶ κατακαίουν τὴν Πεντάπολη· δέκα φοβερὲς πληγὲς μαστίζουν τὴν Αἴγυπτο, μ’ ὁλόκληρο τὸν στρατό του καταποντίζεται ὁ Φαραὼ στῆς θαλάσσης τὰ βάθη· σχίζεται ἡ γῆ καὶ καταπίνει τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρών· γεμίζει λέπρα ἡ Μαριὰμ κι ὁ Ὀζίας κι ὁ Γιεζὴ ἀπ’ τὸ κεφάλι ὥς τὰ πόδια· παραλύεται τὸ χέρι τοῦ Ὀζά· πέφτουν νεκροὶ ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα· τυφλώνεται στὰ μάτια ὁ Ἐλύμας ὁ μάγος· καὶ καθεξῆς ἄλλα πάμπολλα παραδείγματα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν βρίσκουμε στὶς θεῖες Γραφές. Καὶ βλέπουμε μέχρι καὶ σήμερα τοὺς παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ παιδευόμενους, καὶ τὸν προφητικὸ λόγο ἐκπληρούμενο: «Ὑπὲρ ἀνομίας ἐπαίδευσας ἄνθρωπον, καὶ ἐξέτηξας ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν αὐτοῦ», δηλαδή· παιδαγωγεῖς τὸν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, καὶ κάνεις τὴν ζωή του σὰν εὔθραυστο ἱστὸ ἀράχνης (Ψαλμ. λη΄ 12). Τούτου ἡ γῆ, ἂν καὶ γεωργεῖται (καλλιεργεῖται), δὲν ἀποδίδει τὸν καρπό της· ἐκείνου τὸ ἔργο, καὶ μετὰ τοὺς πολλοὺς κόπους, μένει ἄπρακτο· κάποιος ἀσθενεῖ μὲ ὀδυνηρὴ καὶ πολυχρόνια ἀσθένεια· ἄλλος πεθαίνει μὲ αἰφνίδιο καὶ πρόωρο θάνατο· κι ἄλλος πέφτει σὲ δυστυχίες θλιβερὲς κι ἀπαραμύθητες (ἀπαρηγόρητες).

   Ἀλλὰ γιατί, λένε κάποιοι, βλέπουμε πολλοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ὄχι μόνο καμμία παίδευση (πρόσκαιρη τιμωρία) δὲν λαμβάνουν, ἀλλὰ καὶ ζοῦνε μ’ εὐτυχία, κ’ εὐοδοῦνται κατὰ πάντα στὴν παροῦσα ζωή; Περὶ τούτου κι ὁ μέγας προφήτης Ἱερεμίας ἀπόρησε: «Τί ὅτι», ἔλεγε, «ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;», δηλαδή· γιατί οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν εὐοδώνονται, κι εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ (συνεχῶς κι ἀναιδῶς) καταπατοῦν τὸ ἅγιό σου θέλημα; (Ἱερεμ. ιβ΄ 1). Ἀλλ’ ὁ ἴδιος ἔλυσε ἀμέσως τὴν ἀπορία του λέγοντας: «Ἐγγὺς εἶ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν», δηλαδή· εἶσαι Σὺ πάντοτε κοντὰ στὸ αἴτημα τοῦ στόματός τους (ἕτοιμος νὰ τὸ ἐκπληρώσεις), ἐνῶ φαίνεται νὰ βρίσκεσαι πολὺ μακρυὰ ἀπ’ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες τῶν καρδιῶν τους (αὐτόθι στίχ. 2)· διὰ μὲν τοῦ «στόματος» σημαίνοντας τὰ ἐξωτερικὰ καὶ πρόσκαιρα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα συγχωρεῖ (ἐπιτρέπει) σ’ αὐτοὺς ὁ Θεός· διὰ δὲ τῶν «νεφρῶν» τὰ ἐσωτερικὰ κι αἰώνια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μακρυὰ ἀπέχουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ἔπειτα καὶ τὴν παίδευση κάνει γνωστή, στὴν ὁποία οἱ δείλαιοι ἑτοιμάζονται: «Ἅγνισον», λέει, «αὐτοὺς εἰς ἡμέραν σφαγῆς», δηλαδή· καθάρισε αὐτούς, ὅταν θἄρθει ἡ ἡμέρα τῆς σφαγῆς τους (αὐτόθι στίχ. 3). Καὶ ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος ἐλέγχει αὐστηρῶς τὸν ἁμαρτωλό, τὸν μὴ παιδευόμενο παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς καταφρονητὴ τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς μὴ γνωρίζοντα ὅτι δι’ αὐτῆς τῆς χρηστότητας τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς σὲ μετάνοια. Ἀμετανόητε, λέει, τί συλλογίζεσαι περὶ τοῦ Θεοῦ; «Ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει;», δηλαδή· ὅταν καταφρονεῖς τὸν πλοῦτο τῆς ἄπειρης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας, ἀγνοεῖς ὅτι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ σὲ ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια; (Ρωμ. β΄ 34). Ὥστε, ἐὰν κάποιοι τῶν ἁμαρτωλῶν μένουν ἀτιμώρητοι, σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, τοῦτο εἶναι ἀγαθωσύνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς προσκαλεῖ στὴν μετάνοια. Κι ἀλίμονο σ’ αὐτούς, ἐὰν σκληρυνθεῖ ἡ καρδιά τους καὶ δὲν μετανοήσουν· διότι τότε θησαυρίζουν οἱ ταλαίπωροι ὅλη τὴν θεία ἀγανάκτηση ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. «Κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ», δηλαδή· καὶ σύμφωνα μὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητη καρδιά σου, συσσωρεύεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὀργή, ποὺ θὰ ξεσπάσει κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ φανερωθεῖ ἡ δίκαιη κρίση Του (Ρωμ. β΄ 5).

   Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι δικαιότατος κι ἀπροσωπόληπτος, ἀναμφιβόλως παιδεύει ἐπίσης ὅλους τοὺς παραβάτες τῶν ἐντολῶν του. Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν εἶναι μία ἡ ζωή μας, ἀλλὰ δύο, ἡ μὲν πρόσκαιρη, ἡ δὲ αἰώνια, διὰ τοῦτο ἄλλους μέν, ἐκείνους δηλαδὴ τῶν ὁποίων τ’ ἁμαρτήματα εἶναι ἐλαφρότερα, τοὺς παιδεύει στὴν παροῦσα ζωή, ὥστε βλέποντας τὴν παίδευση καὶ φοβούμενοι τὴν δίκαιη ὀργὴ κι ἀγανάκτησή Του, ν’ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία. Ἄλλους δέ, δηλαδὴ τοὺς βαρύτερα ἁμαρτάνοντες, τοὺς ἐγκαταλείπει ἀτιμώρητους, γιὰ νἄχουμε πληροφορία ὅτι (ὄντως) ὑπάρχει μέλλουσα ζωὴ καὶ κρίση κι ἀνταπόδοση. Ἐὰν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἐπειδὴ βλέπουμε ἄλλους ἁμαρτωλοὺς τιμωρούμενους, κι ἄλλους ὄχι μόνον ἀτιμώρητους, ἀλλὰ κ’ εὐτυχεῖς, ἐξ ἀνάγκης πειθόμεθα ὅτι ἔρχεται ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὅσοι ἁμαρτωλοὶ ἔμειναν ἀτιμώρητοι θὰ λάβουν τότε τὴν πρέπουσα παίδευση.

   Ὅταν λοιπόν, ὢ χριστιανέ, βλέπεις τὸν πονηρὸ καὶ παράνομο ἄνθρωπο νὰ εὐτυχεῖ, μὴ ἐπιθυμήσεις τὴν εὐτυχία του μήτε νὰ θελήσεις νὰ γίνεις μιμητής του. «Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις, μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν», δηλαδή· μὴ ζηλεύεις καὶ μὴ ποθεῖς τὴν φαινομενικὴ εὐτυχία ἐκείνων ποὺ σκέφτονται τὸ πονηρό, μήτε νὰ ζηλεύεις ἐκείνους ποὺ πράττουν τὴν ἀνομία (Ψαλμ. λστ΄ 1). Γιατί; «Ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται», δηλαδή· διότι αὐτοὶ σὰν τὸ χορτάρι γρήγορα θὰ ξεραθοῦν καὶ σὰν τὴν πράσινη χλόη θὰ μαραθοῦν καὶ θὰ πέσουν στὸ ἔδαφος (Ψαλμ. λστ΄ 2). Ὅταν βλέπεις τὴν δόξα καὶ τὸ ὕψωμα τῶν ἁμαρτωλῶν, διόλου νὰ μὴ θαυμάζεις· διότι «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπολοῦνται, οἱ δὲ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου, ἅμα τῷ δοξασθῆναι αὐτοὺς καὶ ὑψωθῆναι ἐκλείποντες ὡσεὶ καπνὸς ἐξέλιπον», δηλαδή· οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ τοῦ Κυρίου ἀμέσως μόλις δοξασθοῦν ἀνερχόμενοι σὲ μεγάλα ἀξιώματα καὶ πλούτη, θὰ ἐξαφανισθοῦν ὅπως διαλύεται κ’ ἐξαφανίζεται ὁ καπνός. (αὐτόθι στίχ. 20). Μὴ σκανδαλίζεσαι, ὅταν βλέπεις τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενο σὰν τὶς αἰωνόβιες κέδρους τοῦ Λιβάνου (αὐτόθι στίχ. 35)· διότι «παρῆλθον», λέει ὁ Προφήτης, «καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν· καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ», δηλαδή· μόλις πέρασα πάλι ἀπό ’κεῖ, καὶ ἰδού, αὐτὸς δὲν ὑπῆρχε πλέον· γύρισα πίσω, ἀναζήτησα νὰ τὸν βρῶ, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ οὔτε τὸν τόπο ποὺ προηγουμένως κατοικοῦσε (Ψαλμ λστ΄ 36). Μηδόλως ἀπορήσεις ὅταν βλέπεις τὸν ἁμαρτωλὸ μὴ παιδευόμενο· διότι αὐτὸς φυλάγεται γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. «Φυλάσσεται ὁ ἀσεβὴς εἰς ἡμέραν κακὴν», δηλαδή· ἐὰν ὁ ἀσεβὴς δὲν τιμωρεῖται, φυλάσσεται γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου (Παροιμ. ιστ΄ 9). Κ’ ἐὰν σὺ ὁ ἴδιος ἁμαρτάνεις καὶ καμμία παίδευση δὲν λαμβάνεις παρὰ τοῦ Θεοῦ, γνώριζε ὅτι τοῦτο εἶναι θεία χρηστότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία, ἡ ὁποία σὲ προσκαλεῖ: «Ἔλα, σοῦ λέει, μετανόησε». Κ’ ἐὰν μείνει ἡ καρδιά σου σκληρὴ κι ἀμετανόητη, ἀλίμονό σου! Ὀργὴ συσσωρεύεις ποὺ θὰ ξεσπάσει κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ φανερωθεῖ ἡ δίκαιη κρίση Του (Ρωμ. β΄ 5). Ἐὰν παραμείνεις στὴν ἀνομία, κι ἀντὶ τιμωρίας λαμβάνεις εὐτυχία, οὐαί σοι! Διότι ἑτοιμάζεσαι γιὰ ἡμέρα σφαγῆς, φυλάγεσαι γιὰ ἡμέρα κακή. Γιὰ τὴν ἀμετανοησία σου ὁ Θεὸς σ’ ἐγκαταλείπει, καὶ οὐδόλως σὲ παιδεύει μὲ παιδεία (τιμωρία) πρόσκαιρη, ἀλλὰ σοῦ ἑτοιμάζει τὴν αἰώνια.

   Ἀδελφοί, ἡ μὲν τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτία εἶναι ἄφευκτη· ἀναβάλλεται, ἀλλὰ δὲν ἀποβάλλεται· ἐὰν δὲν παιδευθοῦμε τώρα πρόσκαιρα, παιδευόμεθα ἔπειτα αἰώνια. Ἡ δὲ ἁμαρτία εἶναι εὐπερίστατος· ὅπου κι ἂν σταθεῖς, ὅπου κι ἂν στρέψεις τὰ μάτια, ἐκεῖ πειρασμοὶ καὶ παγίδες κι ὁ κίνδυνος τῆς ἁμαρτίας· καὶ ἡ διάνοιά μας «ἔγκειται ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος ἡμῶν» (Γενέσ. η΄ 21). Τί λοιπὸν πρέπει νὰ γίνει; Ἔχετε θάρρος, μὴ ἀπελπίζεσθε! Ἔχουμε μέγα καταφύγιο, ἔχουμε στερεὰ καὶ μεγάλη ἐλπίδα, τὴν ἄπειρη τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνία πρὸς τοὺς μετανοοῦντες! Διὰ τῆς μετανοίας κ’ ἐξομολογήσεως ὄχι μόνο ἀποφεύγουμε τὴν τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ λαμβάνουμε τὴν τέλεια συγχώρηση τῆς ἁμαρτίας. «Τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα», λέει ὁ Προφήτης, «καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου», δηλαδή·  Ἐξομολογήθηκα στὸν Κύριο τὴν ἁμαρτία μου, τὴν ἔκαμα γνωστὴ σὲ αὐτὸν καὶ δὲν συγκάλυψα πλέον οὔτε ἀπέκρυψα τὴν ἀνομία μου. Εἶπα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά· θὰ ἐξομολογηθῶ μὲ εἰλικρίνεια τὴν ἀνομία μου στὸν Κύριο, καὶ θὰ κατηγορήσω γι’ αὐτὴν τὸν ἑαυτό μου· τότε ἀμέσως σύ, Κύριε, συγχώρησες τὴν ἀσέβεια κ’ ἐξάλειψες τὴν ἐνοχή τῆς καρδιᾶς μου (Ψαλμ. λα΄ 5).


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 50–54. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).