Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Οἱ τρεῖς φίλοι




Οἱ τρεῖς φίλοι

 

«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται»

(Ματθ. ε΄ 7).

 

«Ἐλεημοσύνη ρύεται ἐκ θανάτου» (Τωβίτ, δ΄ 10).

 


δῶ καὶ χρόνια κἄμποσα ἐζοῦσε σ’ ἕναν τόπο

ἕνας ἀφέντης ξακουστὸς μὲ βιός, ὄνομα, τρόπο.

Κι’ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τρεῖς φίλους ’γκαρδιακούς του·

μ’ αὐτοὺς πάντα τὸν ἔβλεπες κι’ αὐτοὺς εἶχε «δικούς του».

Μὰ ὄχι· γιάτ’ ἂν ἤθελα νὰ πῶ τὴν πᾶσ’ ἀλήθεια

μόνον τοὺς δυὸ τοὺς πρωτινοὺς τοὺς εἶχε μέσ’ στὰ στήθια·

μ’ ἐκεῖνον ποὺ ἐρχότανε τρίτος μετὰ τοὺς ἄλλους,

οὔτε ἀγάπη εἶχε πολλή, οὔτε δεσμοὺς μεγάλους.

Εὐτυχισμένες ’πέρναγαν οἱ μέρες καὶ τὰ χρόνια

καὶ θἄθελ’ ὁ ἀφέντης μας ἔτσι νά ’ζοῦσε αἰώνια.

Μὰ δὲ θυμᾶμαι τώρα πῶς, τί ἀκριβῶς ἐγίνη

καὶ τὸν ἀφέντη προσκαλεῖ ὁ ἄρχοντας νὰ κρίνῃ.

Κι’ ἦταν ἡ δίκη ὄχι μικρή, γιὰ φόνο –δὲν θυμοῦμαι

ποὺ θἄχε θάνατο ποινὴ ἢ ἰσόβια νὰ ποῦμε.

Ταράχθηκε ὁ ἄνθρωπος, χλώμιασε σἂν χρυσάφι

σἂν ὤχρα ποὺ μὲ κίτρινο χρῶμα τοὺς τοίχους βάφει.

«Ἂν βρῶ ἀνθρώπους καὶ ἐρθοῦν στῆς κρίσεως τὴν ὥρα

καὶ ποῦν’ γιὰ μὲ κανὰ καλὸ ἀπ’ ὅσους ξέρω ὡς τώρα

ἐσώθηκα· εἰ δὲ ἀλλοιῶς ἰσόβια! κρεμάλα!

ἀπ’ ὅσα μοὔρχονται κακὰ δὲν εἶν’ χειρότερ’ ἄλλα.

Πλοῦτο, ζωή, ὑπόληψι τὰ χάνω ἀποτόμως

τί ἔπαθα ὁ ταλαίπωρος! ἰσόβια! λαιμητόμος!»

Εὐθὺς τότε θυμήθηκε τὸν πιὸ καλό του φίλο

καὶ θέλησε νὰ στηριχθῇ σ’ αὐτὸν σἂν στέριο στῦλο.

Τρέχει τὸν βρίσκει· τρέμοντας «φίλε τοῦ λέει ἄκου

ἂν τῷντι καὶ λεγώμαστε φίλοι, κι’ ὄχι τοῦ κάκου.

Σὲ λίγο θὰ μὲ φέρουνε στὸ Δικαστὴ γιὰ κρίση

θέλω τὴ μαρτυρία σου· εἶν’ θάνατος ἢ ζήσῃ.

Μὲ τῆς συμπόνιας τὸ φανὸ τὴ σκοτεινιά μου φέξε

τὸ φίλο σου τὸν παλαιὸ νὰ βοηθήσῃς τρέξε».

Κι’ εὐθὺς δὲν ἐκρατήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ.

Ξαφνιάστηκε σἂν τ’ ἄκουσε ὁ φίλος καὶ τοῦ λέει·

– «Εἶμαι χρονῶνε ἄνθρωπος κι’ ἔχω πολλὰ ἰδωμένα

μ’ ἀκόμα τέτοια ἀδιαντροπιὰ δὲν ἔτυχε σ’ ἐμένα.

Καὶ ἐπειδὴ σὲ φέρνουνε στὸ δικαστὴ ἐσένα

πρέπει νὰ βάλῃς σὲ μπελᾶ κι ἄλλα πρόσωπα ξένα;

Καὶ ξέρω ’γώ; μπορεῖ ἐσὺ νὰ ἔκανες καὶ φόνο

ξέρω τί κάνει ὁ καθεὶς στοῦ βίου του τὸ χρόνο;

Ἐμένα ἄσε μ’ ἥσυχο, κύττα βρὲς κανὰν ἄλλο

κουτὸ πολὺ μὲ πέρασες ἔννοιες γι’ ἄλλους νὰ βάλω».

Σἂν τ’ ἄκουσε ὁ ἄνθρωπος χωρὶς καιρὸ νὰ χάσῃ

τρέχει εὐθὺς τὸ δεύτερο φίλο του νὰ προφθάσῃ.

«Φίλε», τοῦ λέει, «βοήθησε ἡ ὥρα πλησιάζει

μὲ φέρνουν στὸ Κριτήριο –ὁ νοῦς σου δὲν τὸ βάζει–

γιὰ ἔγκλημα δικάζουμαι βαρύ· συνηγορία

σὲ σένα τώρα ἂν δὲ βρῶ δὲν ἔχω σωτηρία».

Τῷντι τὸν ἐλυπήθηκε κι’ εὐθὺς διὰ τὸν τόπον

τοῦ Κριτηρίου κίνησαν· βλέπουν πλήθη ἀνθρώπων

ποὺ γύρω στὸ Κριτήριον ἦταν αὐτὴ τὴν ὥρα

λογῆς, λογῆς ποὐρχόντουσαν ἀπ’ ὅλη κείν’ τὴ χώρα.

Μὰ σἂν εἶδε νὰ φέρνουνε στὰ σίδερα δεμένους

χλωμοὺς κι’ ἀξιοδάκρυτους κάτω στὴ γῆ σκυμμένους

ὅσοι ἦταν νὰ δικαστοῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα

καὶ στρατιῶτες μὲ γυμνὰ σπαθιὰ ὅλο φοβέρα

ταράχτηκε καὶ τἄχασε καὶ λέει στὸ σύντροφό του

μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ ἔδειχνε τὸν τρόμο τὸ ’δικό του·

– Φίλε μου νὰ μὲ συμπαθᾷς, εὔχομαι νὰ γλυτώσῃς

μὰ ’μέσα ’γὼ δὲν ἔρχουμαι, βασίλειο κι’ ἂν μοῦ δώσῃς.

Σ’ ἀφήνω γειά! ἂν δὲν σὲ ἰδῶ, καὶ ἂν δὲν λάβω εἰδήσεις

μοῦ τὤχουν πεῖ καὶ οἱ γιατροί· «Φεῦγε τὰς συγκινήσεις».

Κι’ εὐθὺς μακρυὰ τινάχτηκε, κι’ ἔφυγε τρομαγμένος

κι’ ὥρα πολλὴ φαινότανε σἂν νἄταν σαστισμένος.

– «Ἐχάθηκα ὁ ταλαίπωρος! Νὰ πάω νὰ βρῶ τὸν τρίτο»

εἶπ’ ὁ ἀφέντης κι’ ἔτρεξε καιρὸς ὡς ὅτου ἦτο.

«Φίλε», τοῦ λέει, «πρόφτασε· αὐτὸ κι’ αὐτὸ συμβαίνει

ἀπὸ ἐσὲ εἶν’ ἡ ζωὴ ὅλη μου κρεμασμένη».

Αὐτὸς εὐθὺς σηκώθηκε· «μετὰ χαρᾶς σου πᾶμε»

τοῦ λέει κι’ ἐξεκίνησαν, κι’ ἀπ’ ὅσα ’γὼ θυμᾶμαι

«σώπα καὶ μὴν ταράζεσαι, φίλε, κἄτι θὰ γίνῃ

δὲν ἠμπορεῖ ὁ δικαστὴς ἄδικα νὰ σὲ κρίνῃ»·

τοῦ ἔλεγε πηγαίνοντας στὸ δρόμο γιὰ τὴν κρίση,

στὸν ἄνθρωπο ποὺ κόντευε ἀπ’ τὸ φόβο του νὰ σβύσῃ.

– Ἐπήγανε καί ’μπήκανε εὐθύς, κι’ ἔχω τὴ γνώμη

ὅτι τὸν τρίτον ’γνώριζαν κλητῆρες κι ἀστυνόμοι.

Τὸν ἔλεγαν μὲ τ’ ὄνομα Κύριε Εὐπραξία

καὶ φαίνεται στὰ μάτια τους θἄχε μεγάλη ἀξία.

Εὐθὺς τὸν χαιρετούσανε μόλις τόν ’βλέπαν ὅλοι

μ’ ὅλον πού ἦταν ἄγνωστος σχεδὸν σ’ ὅλη τὴν πόλι.

Μὲ σεβασμὸ κι’ ὑπόκλησι τοῦ λέγανε «Περάστε!»

κι’ ἄκουσα καὶ τὴ φράσι αὐτή· «Εὐλογημένος νἄστε!».

– Τέλος λοιπὸν ἐσήμανε ἡ ὡρισμένη ὥρα

καὶ τὸν ἀφέντη φέρνουνε γιὰ νὰ δικάσουν τώρα.

Τὸν κύτταξε ὁ δικαστὴς μὲ αὐστηρὸ τὸ βλέμμα

καὶ τοῦπε· «σ’ ὅτι κι’ ἂν θὰ πῇς, ἄσε μακρυὰ τὸ ψέμμα.

Σ’ ὅσους σέ ’ξέραν πέρναγες γιὰ ἄνθρωπος σπουδαῖος

μἄχω γραμμέν’ ὅ,τ’ ἔκανες ἀκόμη ἀπὸ νέος».

– Κι’ εἶχε ’μπροστά του ὁ Ἄρχοντας ἕνα ἀνοιχτὸ βιβλίον

χοντρό, βαρύ, κι’ ἀσήκωτο σελίδων δισχιλίων.

«Τὰ ὄργανά μου πάντοτε σὲ παρακολουθοῦσαν

καὶ τ’ ἄνομα τὰ ἔργα σου ἐδῶ καταχωροῦσαν.

Ὑπῆρξες κλέπτης, ἄσωτος, ἅρπαξ καὶ δολοφόνος

ψεύστης, κακόνους, δόλιος, ὑποκριτὴς συγχρόνως·

θρασύστομος καὶ ὑβριστής, κι’ ἀκόμα τί δὲν εἶσαι

’περήφανος καὶ βίαιος· ’μπρὸς τί ἀπολογεῖσαι;»

– Ἐπάγωσε ἀπ’ τὸ φόβο του, τοῦ κλείστηκε τὸ στόμα

κι’ αὐτή του ἡ ἀναπνοὴ τοῦ πιάστηκε ἀκόμα.

Ἔτρεμε σἂν στὸν ἄνεμο τὸ φύλλο, τὸ καλάμι

κι’ ἱδρώτας κρύος ἄρχισε νὰ τρέχῃ σἂν ποτάμι.

Τὸ μόνο ὅπου ἔκανε ἐσήκωσε τὸ χέρι

κι’ εἶπε τὸ φίλο δείχνοντας· «αὐτὸς ἂς πῇ τί ξέρει».

Ἐκεῖνος τότε ἔσκυψε μὲ σεβασμὸ μεγάλο,

μὰ θἄταν καὶ στὸν ἄρχοντα γνωστὸς τὸ δίχως ἄλλο.

Γιατὶ ἀμέσως ἄκουσα τὴν ἠχηρὴ φωνή του

ποὺ σἂν τὴν ἄκουγε κανεὶς πιανόταν ἡ πνοή του.

– «Φέρ’ τε ἕνα κάθισμα ἐδῶ». «Παρακαλῶ καθῆστε

σᾶς ἀκροῶμαι πρόθυμος· ἐμπρὸς μὴ συγκινῆστε».

Κι’ ἄρχισε ’κεῖνος ἤρεμα καὶ ταπεινὰ τὸν λόγο

ποὺ δὲν θὰ εὕρισκες σ’ αὐτὸν ἀπροσεξίαν, ψόγο.

«Μεγαλειότατε, κανείς, ποτέ, δὲν θὰ τολμήσῃ

ὅ,τι ἐγράφτηκε ἐκεῖ αὐτὸς ν’ ἀμφισβητήσῃ.

Ὄντως δὲν λέγω ἔκανε πολλὰ ἕως καὶ φόνο

μὰ κι’ ἀνακούφισε πολὺ τοῦ ἀλλουνοῦ τὸν πόνο».

Κι’ ἀράδιασε ὅσα καλὰ εἶχε κάνει στὸ βίο

ποὺ τἄξερ’ ἀπ’ τὴ γνωριμιὰ ποὺ εἴχανε οἱ δύο.

Εἶπε τὸ πῶς ἐσύνδραμε κάποτε κἄποια χήρα

ὁποὺ δὲν εἶχ’ ἡ ἔρημη κι’ αὐτὴ στὸν ἥλιο μοῖρα.

Γιὰ κἄποιονε ἐμίλησε ἀνήμπορο καὶ ξένο

ποὺ ἀπ’ τὸ πεζοδρόμιο ἐμάζεψε πεσμένο.

Γιὰ κἄτι ἄλλα ὀρφανά ’πὸ μάννα καὶ πατέρα

ποὺ τἄχε αὐτὸς στὸ σπίτι του καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα.

Γιὰ κἄποιο γέρο ποὔχανε πετάξει τὰ παιδιά του

κι’ αὐτὸς ἐγηροκόμησε σ’ ὅλα τὰ γηρατειά του.

Γιὰ κἄποιονε στὴ φυλακὴ ἄρρωστο, ἰσοβίτη

ποὺ τοῦ ἐπήγαινε φαῒ καὶ ροῦχ’ ἀπὸ τὸ σπίτι.

Γιὰ κἄποια ὡμολόγησε φτωχὴ κι’ ἄμοιρη κόρη

ποὺ ’θέλαν νὰ σπαράξουνε ἀνθρῶποι ψυχοφθόροι

καὶ ποὺ αὐτὸς σἂν τ’ ἄκουσε, τρέχει εὐθὺς προφθάνει

κι’ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θεριοῦ εὐθὺς τὸ θῦμα βγάνει.

Ἀνάφερε κι’ ἕνα παιδὶ φτωχὸ κι’ ἀπορριγμένο

μὰ φρόνιμο, στὰ γράμματα ’ξεφτέρι τὸ καϋμένο

καὶ ποὺ τὸ παίρνει στὴ δουλειά τ’ αὐτὸς μόλις τὸ βλέπῃ

καὶ τὸ σπουδάζει κι’ ἄνθρωπος εἶν’ τώρα καθὼς πρέπει.

– Πολλὰ ἀκόμη ὅμοια εἶπε ὁ φίλος ἄλλα

γιὰ τὸν κατηγορούμενο μικρὰ ἢ καὶ μεγάλα.

Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄρχοντος σἂν κἄπως μαλακώνει

καὶ μέσα Του πὼς ἔλεος αἰσθάνθη φανερώνει.

Στὸν μάρτυρα μὲ μιὰ φωνὴ π’ ἀκούσθη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη

λέγει· καὶ εἰς τὸ μάτι Του σἂν νἄσταξ’ ἕνα δάκρυ.

– «Γνωρίζω πὼς στὸ στόμα σου δὲν εἰσχωροῦνε δόλοι

πλὴν βεβαιώνεις ὅλ’ αὐτὰ ἀπ’ τὴν ψυχή σου ὅλη;»

– «Τὰ βεβαιώνω, Κύριε, κι’ ἂν θέλετε νὰ ἰδῆτε

ἀνοῖχτε τὸ Βιβλίον σας κι’ ἀμέσως θὰ τὰ βρῆτε».

Σηκώθηκε· ἦρθ’ ἡ στιγμὴ ἡ πρώτη καὶ μεγάλη

ποὺ γιὰ καθένα πιὸ τρανὴ καμμιὰ δὲν εἶναι ἄλλη.

Θὰ ἔβγαιν’ ἡ ἀπόφασις· σηκώνοντ’ εὐθὺς ὅλοι

Σιγή· λὲς τάφοι γίνηκαν τ’ ἀρχοντικοῦ οἱ θόλοι.

– «Κατηγορούμενε, πολλὰ εἶναι τὰ κρίματά σου

μὰ σβύστηκαν ἀπ’ τὰ καλά, παιδί μου, ἔργατά σου»

Ὅλοι χειροκροτήσανε καὶ ἔληξεν ἡ Δίκη

κι’ ἀπὸ βεβαία γλύτωσε ὁ δόλιος καταδίκη.

 

Ὑπόδικος εἶμαι ἐγὼ καὶ σὺ καὶ ὁ καθένας

γιατ’ ἀναγνώστῃ, ἀμίαντος εἶναι μονάχα Ἕνας.

Ὁ πρῶτος ὁ πιὸ ποθητὸς φίλος εἶναι τὸ χρῆμα

μ’ αὐτὸ ἀπ’ τὸ νεκροθάλαμο δὲν τὸ κουνάει βῆμα.

Ὁ δεύτερος οἱ συγγενεῖς ἕως τὸν τάφο πᾶνε

μὰ πίσω εὐθὺς γυρίζουνε καὶ γλήγορα ξεχνᾶνε.

Ὁ τρίτος ποὺ δὲν ἔχουμε μ’ αὐτὸν δεσμοὺς μεγάλους

ποὔν’ ὅμως φίλος γνήσιος καὶ ὄχι σἂν τοὺς ἄλλους,

εἶναι τὰ ἔργα τὰ καλά, ἡ Ἐλεημοσύνη

ποὺ μόνο αὐτὴ στὸ Θρόνο Του συνήγορο ἀφήνει

ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος τῆς Κτίσεως ἁπάσης·

κι’ εἴθε νὰ δώσῃ καὶ γιὰ μᾶς τότε καλὰς συστάσεις.

Ὅταν θὰ κρίνῃ ὁ Θεὸς τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου

τὸν βίον ἕως «λόγου ἀργοῦ» καὶ σκέψεως ἀτόπου.



Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1971, σελ. 204-209.)