Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΣ




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου ΚΑ΄ 33–42)


ΟΜΙΛΙΑ

 ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


    εὐαγγελικὴ παραβολὴ ποὺ διαβάσαμε σήμερα, μᾶς δίδαξε ἀρκετὰ περὶ τοῦ ὅτι, λόγῳ τῆς χριστοκτονίας ἀποστράφηκε ὁ Θεὸς τὸ ἀγαπημένο Του Ἑβραϊκὸ γένος, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ εἰσήγαγε στὴν βασιλεία Του τὰ ἔθνη, καθιστῶντας ἕνα λαὸ συγκείμενον ἀπ’ τὰ ποικίλα ἔθνη καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ πίστεψαν σ’ Αὐτόν. Τοῦτο δὲ τὸ χριστιανικὸ γένος εἶναι τὸ ἐκλεκτὸ γένος, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιο, ὁ λαὸς εἰς περιποίησιν (ξεχωριστὸς λαὸς ποὺ προστατεύεται ἀπ’ τὸν Θεό)1. Κι ἐπειδὴ στὴν σειρὰ τῆς παραβολικῆς διηγήσεως βλέπουμε νὰ ὑπερλάμπουν τὰ ἔργα τῆς θείας μακροθυμίας, γιὰ τοῦτο ὄχι μόνον ἀκόλουθος εἶναι, ἀλλὰ καὶ ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος ὁ λόγος περὶ τῆς θείας μακροθυμίας.

   Τελειότητα τῆς ὑπερουσίου θεότητος εἶναι ἡ θεία μακροθυμία, ποὺ πηγάζει ἀπ’ αὐτὴν τὴν θεία οὐσία, –ὅπως τὸ ὕδωρ ἀπ’ τὴν πηγή–, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ ἡ εὐσπλαγχνία, καὶ ἡ δικαιοσύνη, καὶ ἡ πρόνοια, καὶ ὅλες οἱ λοιπὲς τελειότητες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, μοιάζει μὲ ’κεῖνον ποὺ τολμᾶ μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ βασιλιᾶ νὰ καταπατεῖ τοὺς νόμους του· ἢ γιὰ νὰ τὸ πῶ ὀρθότερα, μοιάζει μὲ ’κεῖνον ποὺ τολμᾶ καὶ σηκώνει χέρι κατὰ τοῦ βασιλέως. Ἐὰν λοιπὸν ἔλειπε ἡ μακροθυμία, κι εὐθὺς ἐξεγείρετο κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τὴν ὥρα, ποὺ αὐτὸς ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ φονεύει τὸν ἀδελφό του, θὰ ἔπεφτε ἐπ’ αὐτὸν φόβος, τρόμος κι ἀναστεναγμός, ὅπως ἐπὶ τὸν Κάϊν2, θὰ γινόταν κι αὐτὸς σημειωμένος, ὅπως ἐκεῖνος, γιὰ νὰ γνωρίζουν οἱ πάντες ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παραβάτης καὶ περιφρονητὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· ἐκείνη τὴν ὥρα, ποὺ κατέκρινε τὸν ἀδελφό του, θὰ γινόταν ἀμέσως λεπρός, ὅπως ἡ Μαριὰμ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσέως3· ἐὰν αὐθαδίαζε κατὰ τῶν θείων πραγμάτων, θὰ γινόταν λεπρός, ὅπως ὁ βασιλιᾶς Ὀζίας4· ἐὰν ψευδόταν, θὰ γινόταν λεπρός, ὅπως ὁ Γιεζί5· ἐὰν καταφρονοῦσε τοὺς ἱερωμένους, θὰ σχιζόταν ἡ γῆ καὶ θὰ τὸν κατάπινε ὅπως τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρών6· ἐὰν ἔκλεβε τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, θὰ ἔπεφτε ἀμέσως νεκρὸς ὅπως ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα7. Ἀλλ’ ἐπειδὴ μεσιτεύει ἡ θεία μακροθυμία, γι’ αὐτὸ ἀργοῦνε τ’ ἀποτελέσματα τῆς θείας δικαιοσύνης.

   Ἐκ τούτου, ἄλλοι μὲν ἀπιστοῦν, λέγοντας ὅτι οὐδεμία πρόνοια ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἄλλοι θαρροῦν (νομίζουν) ὅτι ὁ Θεὸς διόλου δὲν παιδεύει τοὺς ἁμαρτωλούς. Κι ἔτσι, καὶ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ δεύτεροι ἄφοβα ἐκτελοῦν κάθε ἁμαρτία. Φεῦ τῆς ἀνοίας καὶ τῆς παραλογίας! Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν φυσικὴ ἄπειρη ἀγαθότητά Του θέλει τὴν σωτηρία καὶ ὄχι τὴν κόλαση τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅπως εἶπε φανερὰ μὲ ὅρκο διὰ τοῦ ἁγίου προφήτου Ἰεζεκιήλ· «ζῶ ἐγώ, τάδε λέγει Κύριος, οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς ὡς τὸ ἀποστρέψαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ καὶ ζῆν αὐτόν», δηλαδή· ὁρκίζομαι, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἀσεβοῦς, ὅσο θέλω νὰ ἐπιστρέψει καὶ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἀσεβὴς ἀπ’ τὸν ἁμαρτωλό του δρόμο καὶ νὰ ζήσει αὐτός8. Μακροθυμῶντας λοιπὸν ὁ Θεός, δὲν παιδεύει τὸν ἁμαρτάνοντα εὐθὺς μετὰ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ δίδει σ’ αὐτὸν καιρό, περιμένοντας τὴν μετάνοιά του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἀπιστεῖ στὴν θεία πρόνοια καὶ πείθεται ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς ξεφεύγει ἀπὸ τὰ χέρια τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἄνθρωπε παράφρονα, τὸν πλοῦτο «τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς»9; Ἀγνοεῖς ἆραγε ὅτι ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ σὲ καλεῖ στὴν μετάνοια; Βλέπεις μακροθυμία, καὶ (κατα)νοεῖς  ἀπρονοησία; Βλέπεις μακροθυμία Θεοῦ, καὶ στοχάζεσαι ἀπαλλαγὴ τιμωρίας; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς περιμένει τὴν μετάνοιά σου, γιὰ τοῦτο σὺ ἐπαναλαμβάνεις ἄφοβα, καὶ πολλαπλασιάζεις ἐλεύθερα καὶ δίχως ντροπὴ τ’ ἁμαρτήματά σου; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ, γιὰ τοῦτο σὺ νομίζεις ὅτι καὶ παραβλέπει καὶ συγχωρεῖ;

   Ἄλλο μακροθυμία, καὶ ἄλλο εὐσπλαγχνία. Διὰ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ὅταν μετανοήσουμε, λαμβάνοντας τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας, (ἀπο)φεύγουμε (γλιτώνουμε) ἑπομένως καὶ τὴν τιμωρία ποὺ μᾶς πρέπει γι’ αὐτά. Τοῦτο τὸ βλέπουμε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Πρῶτα συγχώρησε ὁ Θεάνθρωπος τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, λέγοντας· «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»10, ἔπειτα ἀφαίρεσε τὴν τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτία, δηλαδὴ τὴν παράλυση· «σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου»11. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ὅμως, ἀναβάλλει μὲν καὶ ἀργοπορεῖ τὴν τιμωρία, ἀλλ’ ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, οὔτε τὴν ἁμαρτία ἐξαλείφει, οὔτε ἀπὸ τὴν τιμωρία μᾶς ἀπαλλάσσει. Ἡ δὲ ἀναβολὴ καὶ ἡ ἀργοπορία τῆς τιμωρίας δύναται νὰ προξενήσει μεγάλη ὠφέλεια, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ στὸ μεταξὺ τοῦ καιροῦ τῆς ἀναβολῆς μετέρχεται (χρησιμοποιεῖ) ὁ Θεὸς διαφόρους τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους μᾶς προσκαλεῖ σὲ μετάνοια. Ἐὰν ὅμως, ὅταν ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ, ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε, τότε ἡ παίδευση πολλαπλασιάζεται κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ τοῦ καιροῦ τῆς ἀναβολῆς, καὶ τῶν τρόπων, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μεταχειρίσθηκε γιὰ τὴν δική μας διόρθωση. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως ὅταν βλέπεις τὰ νέφη πολλαπλασιαζόμενα, τίποτ’ ἄλλο δὲν περιμένεις, παρὰ μόνο ραγδαία βροχή, χαλάζι, ἀστραπές, βροντές, κεραυνούς· ἔτσι κι ὅταν βλέπεις τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τὸν ἁμαρτωλὸ παρατεινόμενη καὶ ὑπερπληθυνόμενη, τότε τίποτ’ ἄλλο μὴ περιμένεις, εἰμὴ μόνον ὀργὴ Θεοῦ, καὶ θυμό, καὶ ἀγανάκτηση, καὶ αὐστηρότητα, καὶ κόλαση.

   Ἡ παραβολὴ τῆς συκιᾶς ἐπιβεβαιώνει τὰ λεγόμενα. «Ἰδού», λέει, «τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ εὑρίσκω»12. Βλέπεις Θεοῦ μακροθυμία καὶ καιροῦ ἀναβολή; «Ἰδοὺ τρία ἔτη». Βλέπεις ὅτι στὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας Του ζητεῖ στὴν ψυχή σου τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς; «Ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ». Κ’ ἐὰν δὲν βρεῖ καρπὸ καὶ μετὰ τὴν μακροθυμία, τότε ἐκφέρει τὴν φοβερὴ ἀπόφαση τῆς καταδίκης: «Ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ;»13. Ἄκου ὅμως καὶ τοῦ ἀμπελουργοῦ, δηλαδὴ τὶς δεήσεις τῶν ποιμένων καὶ ἱερέων, ὑπὲρ παράτασης τῆς θείας μακροθυμίας· «Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος»14. Σημείωσαι δέ, καὶ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἐπιμέλειας τούτων πρὸς τὴν διόρθωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ· «ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια»15. Βλέπε, ὅμως, πῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία στὸ τέλος συγκατατίθεται, στὸ νὰ παιδευθεῖ ὁ ἀδιόρθωτος ἁμαρτωλός· «κἂν μέν», λέει, «ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν»16.

   Μύρια παραδείγματα βρίσκεις στὶς θεῖες Γραφὲς ποὺ βεβαιώνουν τὰ ὅσα εἴπαμε· ἐπίσημο ὅμως παράδειγμα εἶναι ὁ Μανασσῆς. Αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν λατρεία τοῦ δημιουργοῦ τῆς κτίσεως καὶ λάτρευε τὰ κτίσματα, δηλαδὴ τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη καὶ τοὺς ἀστέρες· «καὶ προσεκύνησε», λέει τὸ ἱερὸ λόγιο, «πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐδούλευσεν αὐτοῖς»17· καὶ ὁ Θεὸς μακροθυμοῦσε. Αὐτὸς οἰκοδόμησε θυσιαστήριο τῶν ἀστέρων στὶς δύο αὐλὲς τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου· «καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήρια πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου»18· καὶ ὁ Θεὸς μακροθυμοῦσε. Αὐτὸς μεταχειριζόταν κάθε εἶδος μαγείας καὶ μαντείας, ἔστησε γλυπτὸ χωνευτὸ στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἐπλάνησε τὸ περισσότερο μέρος τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ τοὺς καταγκρέμισε στὴν εἰδωλολατρεία, πολὺ «αἷμα ἐξέχεεν (ἔχυσε)» ἁγίων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχθηκαν ν’ ἀποστατήσουν ἀπ’ τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό19. Ὁ Θεὸς ὅμως, μακροθυμῶντας, ἀντὶ τῆς αὐστηρότατης τιμωρίας ποὺ τοῦ ἔπρεπε, πρῶτα ἔστειλε τοὺς ἁγίους Του προφῆτες, μὲ παρρησία μεγαλοφώνως νὰ τὸν διδάξουν, νουθετήσουν, φοβερίσουν μὲ φρικώδεις φοβερισμούς20. Ἔπειτα καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μίλησε πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς τὸν λαό του, ἀλλ’ αὐτός, ὡς κουφὸς κι ἀναίσθητος, δὲν θέλησε νὰ μετανοήσει· «καὶ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Μανασσῆ καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπήκουσαν»21. Μετὰ ταῦτα παρεχώρησε ἡ μακροθυμία κ’ ἐμφανίσθηκε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἔρχονται οἱ ἄρχοντες τῆς δυνάμεως τοῦ βασιλέως Ἀσσοὺρ καὶ δεσμεύουν τὸν Μανασσῆ σὲ δεσμὰ κι ἁλυσῖδες σιδηρὲς καὶ τὸν φέρνουν στὴν Βαβυλῶνα22. Ἄθλιε βασιλιᾶ, ἐσὺ καταφρόνησες τὴν ἀνοχὴ καὶ χρηστότητα τῆς θείας μακροθυμίας, γι’ αὐτὸ τώρα δοκιμάζεις τὶς πληγὲς καὶ τὰ φόβητρα τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἐκδιώχθηκες ἀπ’ τὸ βασιλικὸ κράτος, στερήθηκες τὸν θρόνο. Ἐσύ, ὅταν καθόσουν ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ θρόνου, δὲν θέλησες νὰ μετανοήσεις, τότε ποὺ ὁ Θεὸς σὲ προσκαλοῦσε μὲ μακροθυμία. Πήγαινε τώρα αἰχμάλωτος καὶ δέσμιος στὴν Βαβυλῶνα, ὅπου ὁ Θεὸς δικαίως σὲ ἀποστέλλει· ἐκεῖ τὰ παθήματά σου, ἡ θλίψη σου, ἡ ταπείνωσή σου, ἡ στενοχώρια σου, τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἡ κατανυκτικὴ προσευχή σου θὰ ἐξιλεώσει τὴν δικαιοσύνη τοῦ Ἀπειροευσπλάγχνου.

   Τούτου τοῦ παραδείγματος πιὸ ξεχωριστὸ εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ γένους, ποὺ περιέχεται στὴν παραβολὴ ποὺ σήμερα διαβάσαμε· ἀπιστίες στὸν Θεό, γογγυσμοὶ κατ’ αὐτοῦ, ἀποστασίες, εἰδωλολατρεῖες κι ἄλλες ἀναρίθμητες παρανομίες ἦσαν τ’ ἁμαρτήματα τῶν Ἑβραίων ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, καὶ τοῦτα σχεδὸν καθημερινά. Μακροθύμησε ἐπ’ αὐτοὺς ὁ Θεὸς πολλοὺς αἰῶνες. Τοὺς ἔδωσε νόμο, τέλεσε ἐξαίσια θαύματα, ἔστειλε σ’ αὐτοὺς πολλοὺς Προφῆτες κατὰ διαφόρους καιρούς. Τόσο πολὺ μακροθύμησε ἐπ’ αὐτοὺς ὁ Θεός, ὥστε καὶ τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ τοὺς ἔστειλε εὐεργέτη, διδάσκαλο, θαυματουργό. Κι αὐτοί, ἀντὶ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ πιστέψουν σ’ αὐτόν, ἔπεσαν στὸ φοβερὸ πτῶμα (πτώση) τῆς Χριστοκτονίας, σταύρωσαν δηλαδὴ τὸν Κύριο τῆς δόξης, τὸν λυτρωτὴ τοῦ κόσμου καὶ Σωτῆρα. Κι ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεὸς ἅπλωσε τὸ κραταιὸ χέρι τῆς δικαιοσύνης Του, τοὺς γύμνωσε τῆς ἱερωσύνης, τοῦ ναοῦ, τῶν θυσιῶν, τῆς ἐξουσίας τῆς ἁγίας πόλεως, τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας καὶ ὅλων τῶν θείων Του χαρισμάτων. Χριστιανέ, ἀλλοίμονό σου, λοιπόν, ὅταν βλέπεις τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἐνεργουμένη σὲ σένα, καὶ σὺ ἀντὶ νὰ διορθωθεῖς, ὄχι μόνον ἐπιμένεις στὴν ἴδια ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ προσθέτεις καθημερινὰ καὶ πολλαπλασιάζεις τὸν ἀριθμὸ τῶν ἁμαρτημάτων σου.

   Ἀλλ’ ἐμεῖς βλέπουμε, ἀποκρίνεστε, πολλοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ περιφρονοῦν τὴν θεία μακροθυμία καὶ παραμένουν ἀδιόρθωτοι· κι ὅμως τοῦτοι, οὐδεμία τιμωρία λαμβάνουν, ἀλλὰ πεθαίνουν ἐν εἰρήνῃ. Οὐαὶ σ’ αὐτούς, ἀδελφοί! Ἄλλος κόσμος, ὁ αἰώνιος, ἄλλη κρίση, ἡ δίκαιη καὶ φοβερὴ κ’ ἔσχατη, ἄλλη τιμωρία, ἡ ἀτελεύτητη κι ἀπέραντη, τοὺς περιμένει αὐτούς. Φρίττω νὰ προφέρω ὅσα περὶ αὐτῶν εἶπε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ὅταν μιλοῦσε πρὸς τὸν ἄνθρωπο τὸν περιφρονητὴ τῆς θείας μακροθυμίας· «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου», λέει, «καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ», δηλαδή· καὶ σύμφωνα μὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητη καρδιά σου, συσσωρεύεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὀργή, ποὺ θὰ ξεσπάσει κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ φανερωθεῖ ἡ δίκαιη κρίση Του, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του23.

   πρόσκαιρη παίδευση τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ἔλεος Θεοῦ ποὺ τὸν φέρνει σὲ μετάνοια κ’ ἐξαλείφει παντελῶς τὴν κόλαση ποὺ τὸν περιμένει. «Ἐπισκέψομαι», λέει ὁ Θεός, «ἐν ράβδῳ τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τὰς ἀδικίας αὐτῶν· τὸ δὲ ἔλεός μου οὐ μὴ διασκεδάσω ἀπ’ αὐτῶν», δηλαδή· θὰ ἐπισκεφθῶ μὲ ράβδο τιμωρίας τὶς παρανομίες τους καὶ μὲ μαστιγώσεις τὶς ἀδικίες ποὺ διαπράττουν· τὸ ἔλεός μου ὅμως, δὲν θ’ ἀπομακρύνω ἀπ’ αὐτούς24. Οἱ μάστιγες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη καὶ ἔλεος· «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»25· παιδεύει, γιὰ νὰ γιατρέψει· μαστιγώνει, γιὰ νὰ σώσει. Ὅταν λοιπὸν βλέπεις ἁμαρτωλὸ παιδευόμενον ὑπὸ τοῦ Κυρίου, λάβε καλὲς ἐλπίδες γι’ αὐτόν· διότι ἡ παιδεία (παιδαγωγία) τοῦ Κυρίου εἶναι ἰαματικὸ βότανο γιὰ τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς του. «Παιδεύων ἐπαίδευσέ με ὁ Κύριος καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκέ με», δηλαδή· (μὲ πολλὲς δοκιμασίες καὶ θλίψεις) μὲ παιδαγώγησε καὶ μὲ τιμώρησε ὁ Κύριος, ἀλλὰ δὲν μὲ παρέδωσε στὸν θάνατο καὶ τὸν ἀφανισμό26. Κι ὅταν βλέπεις ἁμαρτωλὸ ἀμετανόητο νὰ πεθαίνει χωρὶς κάποια τιμωρία, κλάψε μὲ θερμὰ δάκρυα γι’ αὐτόν, διότι γιὰ τὴν σκληρότητα κι ἀμετανόητη καρδιά του, καὶ γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς θείας μακροθυμίας, ἐγκαταλείφθηκε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, κι ἀφοῦ ἔγινε ἀνάξιος τῆς πρόσκαιρης ράβδου καὶ μάστιγος, θησαύρισε στὸν ἑαυτό του «ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ»27.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 256–260. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Α΄ Πέτρ. β΄ 9.

2. Γεν. δ΄ 12-15.

3. Ἀριθ. ιβ΄ 10.

4. Δ΄ Βασ. ιε΄ 5.

5. Δ΄ Βασ. ε΄ 27.

6. Ἀριθ. ιστ΄ 32.

7. Πράξ. ε΄ 5-10.

8. Ἰεζεκ. λγ΄ 11.

9. Ρωμ. β΄ 4.

10. Μᾶρκ. β΄ 5.

11. Μᾶρκ. β΄ 11.

12. Λουκ. ιγ΄ 7.

13. ὅπ. παραπ.

14. Λουκ. ιγ΄ 8.

15. ὅπ. παραπ.

16. Λουκ. ιγ΄ 9.

17. Β΄ Παραλ. λγ΄ 3.

18. Β΄ Παραλ. λγ΄ 5.

19. Δ΄ Βασιλ. κα΄ 16.

20. Δ΄ Βασιλ. κα΄ 10.

21. Β΄ Παραλ. λγ΄ 10.

22. Β΄ Παραλ. λγ΄ 11.

23. Ρωμ. β΄ 5, 6.

24. Ψαλμ. πη΄ 33, 34.

25. Παροιμ. γ΄ 12.

26. Ψαλμ. ριζ΄ 18.

27. Ρωμ. β΄ 5, 6.